Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

1/12/12 Ναυπλιο, Μιχαλης Γκανας,Τ'αδελφια Ταδε

Το Φουγάρο και οι εκδόσεις Μελάνι παρουσιάζουν το Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012, στις 12.30 τη νέα ποιητική συλλογή του Μιχάλη Γκανά με τίτλο Άψινθος, στη Βιβλιοθήκη Ανθός του Φουγάρου, στο Ναύπλιο.

Η Βιβλιοθήκη Ανθός, που λειτουργεί στο Ναύπλιο από το 2005, φιλοξενεί με αυτή την ευκαιρία την πρώτη της ανοικτή εκδήλωση μετά από τα εγκαίνια του Φουγάρου. Για το βιβλίο μιλάει ο ποιητής και κριτικός Κώστας Κουτσουρέλης, ενώ τραγουδούν μελοποιημένα ποιήματα οι Μιχάλης και Παντελής Καλογεράκης,σε μουσικη Μιχαλης Καλογερακη.

Πληροφορίες εκδήλωσης
Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012, στις 12.30
Είσοδος ελεύθερη
Βιβλιοθήκη Ανθός στο Φουγάρο,
Ασκληπιού 98, 21100 Ναύπλιο
http://www.fougaro.gr/el/
+30 27520 96005








Γυάλινα Γιάννενα [ΙΙ]
                  στον Χρήστο Μπράβο


Μια τέτοια νύχτα, πριν από χρόνια,
κάποιος περπάτησε μόνος, δεν ξέρω πόσα
λασπωμένα χιλιόμετρα.
Νύχτα και συννεφιά χωρίς άστρα.
Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα.

Στο πρώτο χάνι έφαγε, και κοιμήθηκε
τρία μερόνυχτα. Ξύπνησε απ’ το χιόνι
που έπεφτε μαλακά, στάθηκε στο παράθυρο
κι άκουγε τα κλαρίνα.
Πότε θαμπά και πότε δίπλα του,
όπως τα ’φερνε ο άνεμος.
Κι άκουσε μετά τη φωνή
πεντακάθαρη, από κάπου κοντά,
σαν αλύχτημα και σαν να την έσφαζαν
τη γυναίκα κι ούτε καβγάς ούτε
τίποτε άλλο, χιόνιζε όλη νύχτα στα Γιάννενα.
Ξημερώματα πλήρωσε τι χρωστούσε
και γύρισε στο χωριό του.

Στα πενήντα του θα ’τανε
με γκρίζα μαλλιά και τρεις θυγατέρες
ανύπαντρες, χήρος τέσσερα χρόνια,
με τη μαύρη κάπα στις πλάτες,
και τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες
κανένας δεν το ’μαθε.
Προσωπικό    


Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο, έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,
κι αν είναι να περάσω
μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.




(Παραλογή, 1993) [ΙΙ]

Μια μάνα γύρευα να βρω
μ’ εννιά μαχαίρια στο πλευρό
και με τη μια της κόρη.

Τη βρίσκω στα βασιλικά
σε πέντε όνειρα κακά

και μες στα καρυοφύλλια.

Να ’πιανε μια νεροποντή
να ξύπναγε τον Κωσταντή
να πάει βρεγμένος σπίτι.

Να του φορέσει τα στεγνά
να τον μαλώνει σιγανά...




Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

To κάλεσμα

(φωτ.Αριαδνη)

Με τους συμπότες ήμουνα και γιόρταζα τη μέρα,
Μα ξαφνικά ένας δυνατός με πήρε απ' την καρέκλα.
Μ' έδειρε, με στροβίλισε σαν να 'μουν σκουπιδάκι.
Στους καταρράκτες τ' ουρανού ξαναβαπτίστηκα.

Η πόλη που μεγάλωσα μου στέλνε τα φιλιά της.
Μόνο η καλή μου έλειπα γιατί έμπλεξε τις ζίγρες στα μαλλιά της.
Χάλκινα απ' τη Γουμένισσα κι απ' το Γιδά ζουρνάδες,
κι απ' την Αγιάσσο γέροντες χορεύαν σιωπηλά.

Κοντά μου κι ο προφήτης μου, της γειτονιάς μαγκάκι,
κρατούσε αλφαβητάριο κι είχε στο χέρι Μάρτη.
Άνοιξε το βιβλίο του στην πρώτη τη σελίδα.
Ξεπήδησαν τα γράμματα και γίνηκαν πουλιά

Κι ο Ιωσήφ που πέρναγε --μοιραία ή κατά τύχη-
από τα' αυτί του τράβηξε και μου 'δωσε του μαραγκού μολύβι.
«Πάρε και γράψε, αγόρι μου με το καλό σου χέρι
ό, τι η ψυχή σου λαχταρά στο άδειο το χαρτί».

Στον Ιορδάνη ήμουνα --η μήπως στο Ασμάκι;-
κι έγραψα με τ' αριστερό --άδεια ζωή- ήρεμα και μ' αγάπη:
«Αχ, να 'μουνα καλύτερος, αχ, να μην ήμουν ψεύτης
και το μεγάλο κάλεσμα να μην φοβούμουνα».




Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας μᾶς σκοτώνουν.



































(Φωτ. Μιχαλης Ταδε)




Ποιηση Οδ. Ελυτης


Ζ΄

  Ἦρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
  ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τό  παμπάλαιο χῶμα  πατώντας.
   Καί  τό  χώμα δέν  ἔδεσε ποτέ μέ   τή    φτέρνα τους.

Ἔφεραν 
  τόν   Σοφό, τόν   Οἰκιστή καί   τόν  Γεωμέτρη,
Βίβλους   γραμμάτων καί  ἀριθμών,
  τήν  πάσα Ὑποταγή καί   Δύναμη,
τό παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
    Καί   τό   φῶς  δέν  ἔδεσε ποτέ μέ  τή  σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κάν δέ    γελάστηκε τό   χρυσό  ν’ αρχινίσει παιχνίδι.
  Οὔτε   ζέφυρος  κάν,  τίς   λευκές  νά    φουσκώσει ποδιές.

Ἔστεισαν  καί    θεμέλιωσαν 
   στίς κορφές,  στίς   κοιλάδες, στά  πόρτα
πύργους κραταιούς κι  ἐπαύλεις
   ξύλα  κι ἄλλα πλεούμενα,
τούς   Νόμους, τούς   θεσπίζοντας  τά   καλά  καί   συμφέροντα,
  στό    παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Καί   τό   μέτρο  δέν   ἔδεσε ποτέ μέ   τή   σκέψη τους.
  Οὔτε   κάν  ἕνα  χνάρι  θεοῦ   στήν   ψυχή τους  σημάδι  δέν    άφησε
Οὔτε  κάν   ἕνα  βλέμμα  ξωθιάς   τή   μιλιά τους  δέν   εἶπε νά  πάρει.
  Ἔφτασαν
ντυμένοι   «φίλοι»
   ἀμέτρητες  φορές  οἱ    ἐχθροί  μου,
τά   παμπάλαια   δῶρα   προσφέροντας.
  Καί  τά  δῶρα τους ἄλλα δέν   ἤτανε
παρά  μόνο  σίδερο καί φωτιά. 
  Στ’  ἀνοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον   ὅπλα  καί  σίδερο καί   φωτιά.  Μόνον  ὅπλα  καί   σίδερο καί  φωτιά.


Ποιηση Αρης Δικταιος


Είμαι ενας θεός πρωτόγονος ή ενας έφηβος βαρβάρου γιός.
Βλέπω την ομορφιά μου και κλονίζομαι απο φρίκη
Συστρέφω τα μέλη μου με μανία.
Ιδανικό ξόανο και σου δίνω την παλάμη μου.
Να γράψεις πάνω ενα τραγούδι,
να εκστασιαστώ να ξεφύγω απο την αγάπη των ανθρώπων που με σκοτώνει μέσα τους
κι απο τον θάνατο μου δεν μ'ελευθερώνει.


 ---     ---         ---           ----          ---                 ----             ----            ----

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Τάσος Λειβαδίτης

'17 Νοέμβρη 1973'




Ενα υπέροχο δημιούργημα '17 Νοέμβρη 1973'
      του Α. Τάσσου

''Οι άνθρωποι που κινούνται στα έργα μου σηκώνουν το βάρος της σκλαβιάς και της τυραννίας.
  Αλλά ειναι αλύγιστοι εκφραστικά,που δεν μπορεί παρα να μενουν ορθιοι ως το τελος.
  Ορθιοι ακομα κι οταν πέφτουν.'' 



Από τις δεκαεπτά κι έπειτα.


(Φωτ. Μιχαλης Ταδε)


*Μπορεί ο θυμός να μην βγει απο τα δόντια μας έξω, να μείνει μέσα στο στόμα κι η γλώσσα μας να μην πυρακτωθεί;



Η ώρα Μια το μεσημέρι, καφέ στην Τζορτζ, τσιγάρο,
παραμονή της Μέρας που περιστέρια με πανό στα χέρια καθισμένα σε κάγκελα,
άνοιξαν τα κλουβιά ελευθερώνοντας ένα τεράστιο πλήθος νέων ανθρώπων
έξω απο το πανεπιστήμιο.



Πιο επίκαιρος από ποτέ,
πλησιάζω κοντά σου
σου πιάνω το χέρι

από πότε έγινε ξανά ανεπίκαιρη η επίκληση στην ελευθερία;

(Ποιηση Παντελης Καλογερακης)

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Arseny Tarkovsky





ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ


Γιορτάσαμε την κάθε μας στιγμή
Των πρώτων συναντήσεων, σαν αποκάλυψη,
Μόνοι σε ολόκληρο τον κόσμο.Εσύ
Πιο τολμηρή, και ελαφρύτερη από πουλιού φτερούγα,
Στη σκάλα, σαν τον ίλιγγο,
Κατέβαινες πηδώντας το σκαλί και οδηγώντας
Μέσα από την υγρή την πασχαλιά προς το βασίλειό σου,
Προς την αντίστροφη πλευρά του γυάλινου καθρέφτη.

Όταν έπεσε η νύχτα, χάρη δόθηκε
Σε μένα, οι πύλες του βωμού
Ανοίχτηκαν, και στα σκοτάδια
Γύμνια έλαμψε και υπέκυψε αργά,
Και, καθώς ξύπνησα, « Να είσαι ευλογημένη!»,
Είπα και ήξερα, πως η επίκλησή μου
Ήταν παράτολμη: εσύ κοιμόσουνα,
Και η πασχαλιά τεντώθηκε έξω από τον πίνακα ν' αγγίξει
τις βλεφαρίδες σου με το μπλε του σύμπαντος της
Και οι βλεφαρίδες, συγκινημένες απ' το μπλε
Μείνανε ήρεμες, και το χέρι σου ήταν ζεστό.

Και μες στον κρύσταλλο,οι ποταμοί πάλλονταν,
Καπνός έστεφε τους λόφους, οι θάλασσες λαμπύριζαν,
Και εσύ κρατούσες τη σφαίρα την κρυστάλλινη
Μες στην παλάμη σου, και εσύ κοιμόσουνα στον θρόνο,
Και-ακριβοδίκαιε Θεέ!- ήσουν δική μου.

Ξύπνησες και μεταμόρφωσες
Το καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων,
Ώσπου η μιλιά ήταν γεμάτη και ξεχείλιζε
Συντριπτική ορμή, και η λέξη «εσύ»
Φανέρωσε τη νέα έννοια της και σήμαινε: κυρίαρχος

Στον κόσμο όλα μεταμορφώθηκαν, ακόμη ακόμη
Και πράγματα μικρά -η λεκάνη, το κανάτι-,όταν
Στάθηκε ανάμεσα σ' εμάς, σαν να 'ταν φύλακας,
Το χωρισμένο και συμπαγές νερό.

Οδηγηθήκαμε, χωρίς να ξέρουμε το πού.
Μπροστά μας ανοίγονταν, σαν οπτασίες,
Οι ως εκ θαύματος χτισμένες πολιτείες,
Η μέντα απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας,
Και πουλιά την ίδια ακολουθούσανε μ' εμάς πορεία,
Και ψάρια πήδαγαν έξω από το νερό σε όλο το ποτάμι κατά μήκος,
Και ο ουρανός μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλωνόταν ...

Όταν η μοίρα ακολουθούσε πίσω μας το μονοπάτι,
Σαν μανιακός μ' ένα ξυράφι ανά χείρας.

απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου




Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
           βουβές,
                       κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης
Στέλνει τα δευτερόλεπτα
                                   εδώ
                                         κι εκεί,
και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,
τρυφεροί
            και μισοζώντανοι,
Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,
Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια
Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,
Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,
Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές
Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.
Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,
Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,
Κι έφεραν τους λογαριασμούς.
Αδύνατον
Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,
Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη
Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.


1958

Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο υπνοβάτης- Rien ne va plus (Αποσπάσματα)





"Όλο συγγραφείς έχει αυτό το νησί" συνέχισε ξαφνικά σαν να τον απασχολούσε αυτή η σκέψη.
" Έρχονται όλοι εδώ και βασανίζονται, ο ένας δε γράφει, ο άλλος δεν μπορεί να σταματήσει, αρρωσταίνουν όλοι. Πες μου εμένα να σου φτιάξω μια ιστορία και να κάθομαι με τις ώρες να τη βάλω στο χαρτί με λεπτομέρειες, πως καπνίζει ο ένας, πως ντύνεται ο άλλος, και ιδίως τι αισθάνεται, θα μου ήταν αδύνατον. Πώς να γράψει τι αισθάνεται κανείς; Εδώ δεν ξέρουμε καλά καλά τι αισθανόμαστε στην πραγματική ζωή, αλλάζουμε διάθεση σ' ένα δευτερόλεπτο, εγώ, ώσπου να καπνίσω το τσιγάρο μου, ούτε που θυμάμαι τι σκεφτόμουν όταν το άναψα, κι εσείς προσπαθείτε να
τα πιάσετε όλα αυτά πάνω σ' ένα χαρτί, και να 'χει και νόημα. Γιατί, βρε παιδί μου βασανίζεστε έτσι;
Γι' αυτό είστε όλοι φέσι, κι ο ένας αυτοκτονεί σαν τον κύριο Νόμπελ, εσύ όλο θέλεις να φύγεις,
γιατί δε γράφετε γράμματα για να ξεσπάτε, το νησί προσφέρεται στην αλληλογραφία, εγώ γράφω
τις αναφορές μου με ωραίους μαρκαδόρους, βάζω και λίγο συναίσθημα, και ξεδίνω"...


"Πώς να γράψω όταν φοβάμαι τον πόνο και τα γηρατειά, πώς να γράψω όταν φοβάμαι τα πάντα; Εσύ θα μ' αγαπούσες αν ήμουν γεμάτη πληγές, όπως στο όνειρο; Θα μ' αγαπούσες αν είχα λέπρα,
αν ήμουν αποκρουστική, αν ήμουνα γριά;


Γιατί πάντα από παιδί να μετράω έτσι την αγάπη, να σκέφτομαι: Κανείς δεν μ' αγαπάει για μένα, όταν δεν ξέρω καν τι θα πει αυτό. Κι εγώ θα σ' αγαπούσα αν ήσουν άσχημος, αν ήσουν άρρωστος θα
φιλούσα τις πληγές σου;


Μέσα μου κρύβεται ένα παιδί, τα μάτια κλειστά απ΄το φόβο, και μια γριά, τα μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο"...



" Όταν ήμουνα μικρή, πήγαινα κρυφά να δω ένα γέρο που έμενε δίπλα μας. Το δωμάτιό του είχε αυτή τη μυρωδιά -ένα μείγμα μούχλας και υγρασίας- που έχουν τα δωμάτια όπου ζουν οι ετοιμοθάνατοι Τον λάτρευα. Καθόταν πάντα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, το φως έπεφτε πάνω στα χέρια του, στο στεγνό του δέρμα, το φως κάθε μέρα έδειχνε και πιο εκτυφλωτικά το θάνατο που
τα ψηλαφούσε πάνω σ' αυτά τα χέρια, και ο γέρος ψηλαφούσε κι αυτός με τα ίδια του τα χέρια
τα μπράτσα της πολυθρόνας κάθε μέρα τα έσφιγγε πιο πολύ, δεν ήθελε να φύγει. Γονάτιζα και φίλαγα αυτά τα χέρια με τέτοια αγάπη, τέτοια φλόγα, που ούτε για σένα δεν την έχω αισθανθεί. Φιλούσα
τις παλάμες του και θυμάμαι ήταν τόσο ξερές, που μετά το στόμα μου ήταν κόκκινο, ερεθισμένο. Άρχιζα να του λέω ιστορίες με νερά, ποτάμια, κατακλυσμούς, τα 'φτιαχνα εκείνη την ώρα κι ήταν ασύνδετα, τρελά, εκπληκτικά, κι εκείνος άκουγε και χαμογελούσε, ίσως να πέθαινε νωρίτερα αν δεν τον έλουζαν οι ιστορίες μου με τέτοια δροσιά Του περιέγραφα πως έπεφτε η βροχή πάνω σε μια πόλη, πως γυάλιζαν τα πεζοδρόμια, οι σκεπές, πως τρέχαν οι περαστικοί, πως άναβαν τα πρώτα φώτα στους δρόμους.
 Τα χέρια του τότε χαλάρωναν,αφήνανε για λίγο την πολυθρόνα και με παρακαλούσε, "
 πες μου άλλο ένα". Σ' αυτό το δωμάτιο, μ' αυτόν τον ετοιμοθάνατο, έμαθα να γράφω. Αν οι ιστορίες μου είχανε τη δύναμη ν'απομακρύνουνε το θάνατο, να ξεδιψάσουνε, να γεμίσουνε ένα δωμάτιο με παρουσίες πιο ζωντανές από τη λάμπα, το κρεβάτι, το βρώμικο ποτήρι, είχανε και τη δύναμη
ν΄ αλλάξουνε τον κόσμο. Από τότε προσπαθώ να γράψω όπως μιλούσα σ' αυτόν τον γέρο.
Αλλά μου λείπει η φλόγα, η αγάπη"...


 ---         ---         ---        ---           ---         ---         ---        ---         ---        ---           ---         ---


(αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου RIEN NE VA PLUS,
 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1991)


-1-
Τα μάτια του ήταν μωβ, παγωμένα μάτια ψαριού, ήταν όμως τόσο εκθαμβωτικά ωραίος, που η ομορφιά αυτή κάλυψε αμέσως τη φρίκη που διαισθάνθηκα να ξετυλίγεται στο μέλλον. Όλο το βράδυ, παρόλο που μου άρεσε πολύ, είχα την εντύπωση, πως μαζί με όλους τους καλεσμένους στο δωμάτιο, υπήρχε κι ένα ερπετό, με μωβ μάτια, τέλεια μύτη, ωραίο στόμα, μία έξοχη και επιθετική επιτήδευση. Εκείνο το βράδυ, ο Αλκιβιάδης μιλούσε συνέχεια για θερμοσίφωνα, ότι πρέπει να τα έχεις συνέχεια κλειστά για να μην ξοδεύεις λεφτά, και πότε να τα ανάβεις, ούτε καν μία ώρα πριν κάνεις μπάνιο.
-Εγώ, εξάλλου, κάνω πάντα κρύο ντους, είπε και γέλασε.
-2-
Γιατί νομίζεις ότι μου αρέσει η ομοφυλοφιλία; Με ρώτησε ο Αλκιβιάδης.
-Γιατί εκεί που πας, με τ’ αγόρια, αυτοί που σ’ αγαπούν, δεν μπορούν να σ’ ακολουθήσουν. Η ομοφυλοφιλία είναι ένας κόσμος ερμητικά κλειστός, ανήκει μόνον σε μας. Είναι λίγο σαν να ’χεις πεθάνει.
Αυτή η φράση, μετά από χρόνια, όταν έγινε το ακατανόμαστο, πήρε την απόλυτη σημασία της.


-3-
Το βράδυ του γάμου μας με τον Αλκιβιάδη, μου πρότεινε να πάμε σ’ ένα Gay Bar. Κι εγώ το δέχτηκα. Είχα ακόμα ρύζια και λουλούδια στα μαλλιά μου.
-Θα σου δείξω κάτι, θα σου δείξω κάτι, μου έλεγε, κι ήταν ερεθισμένος, ξαναμμένος σαν παιδί.
Στο Gay Bar ήμουνα η μόνη γυναίκα. Μόλις μπήκα, με κοίταξαν επιθετικά, ύστερα με περιέργεια. Αλλά μόλις είδανε τον Άλκη, ησύχασαν.
-Κοίτα, μου είπε, κοίτα τι θα κάνω.
Απέναντί μας ακριβώς, ένα ξανθό αγόρι κοιτούσε έντονα τον Αλκιβιάδη. Ήταν μικρός στην ηλικία, καχεκτικός, ντροπαλός, ούτε καν ωραίος.
Ο Αλκιβιάδης έβγαλε μία κάρτα του, από την τσέπη του σμόκιν που φορούσε στην εκκλησία, είχε κι αυτός ακόμα ρύζια και λουλούδια στα μαλλιά, και πλησίασε το αγόρι. Τον άκουσα από μακριά: την ψυχρή, μεταλλική φωνή του, την αναίδεια που κρυβότανε πίσω από την ευγένεια στους τρόπους του.
-Η γυναίκα μου κι εγώ –μόλις παντρευτήκαμε- θα επιθυμούσαμε πολύ να μας επισκεφτείτε αύριο το βράδυ σ’ αυτή τη διεύθυνση, να, είναι εδώ γραμμένη, στην κάρτα, μένουμε στη Γλυφάδα. Θα μας δώσετε μεγάλη χαρά.
Του έδωσε την κάρτα του. Η επισημότητα της σκηνής είχε κάτι το αλλοπρόσαλλο. Δάκρυσα. Ο Αλκιβιάδης με το σμόκιν του γάμου, το αγόρι με το τζην.
-Και τώρα χαίρετε, είπε ο Άλκης.
Γύρισε κοντά μου.
-Είδες; Με κοίταξε.
Το αγόρι ήταν δεκαπέντε χρονών.
Μετά από πολύ καιρό, κατάλαβα, πως με την πρώτη κιόλας μέρα του γάμου μας, ο Αλκιβιάδης ήθελε αμέσως να μου αποδείξει κάτι.
-Ούτε και μ’ αρέσει το αγόρι. Άναψε ένα τσιγάρο.
Αυτή η συναλλαγή είχε μια τέτοια ασχήμια, και μια τέτοια γοητεία, που ήταν σαν να κατάπινα ένα φαγητό που δεν μπορούσα να χωνέψω ή να αφομοιώσω αμέσως. Αυτή η συναλλαγή ήταν έξω από τα όρια της αντοχής μου, που την ξέχασα τη στιγμή ακριβώς που γινότανε.
Κι έτσι, την πρώτη νύχτα του γάμου μας, αγάπησα τον Αλκιβιάδη απόλυτα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Άρχισε να χιονίζει.
Η Γλυφάδα έγινε κάτασπρη. Δεν υπήρχανε ταξί, ούτε λεωφορεία. Ο Άλκης όμως, ούτε θέρμανση δεν είχε. Και το θερμοσίφωνο δεν ήταν ανοιχτό, για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο.
-Να το ανάψω, τον ρώτησα.
-Όχι. Πήγαινε κάτσε κοντά στο αερόθερμο.
Την άλλη μέρα είχε χιονοθύελλα. Όλη την ημέρα κάναμε έρωτα. Γύρω στις έξι, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να διαβάσει Prust. Κι ενώ διάβαζε «Le temps retrouve», χτύπησε το κουδούνι.
-Ποιος να ’ναι; είπα.
-Κανένας γείτονας. Δεν θα κυκλοφορεί κανείς σήμερα με τέτοιο κρύο.
Πήγα ν’ ανοίξω.
Το ξανθό αγόρι στεκότανε μπροστά μου, μούσκεμα, τουρτουρίζοντας.
-Περπάτησα ώρες για να ’ρθω. Είναι εδώ ο άνδρας σας; Σκέφτηκα τότε, πως εγώ για κανέναν δεν θα έβγαινα με τέτοιο καιρό. Το αγόρι, φαίνεται, ήθελε πολύ τον Άλκη. Άρχισα να τουρτουρίζω κι εγώ.
-Έρχομαι, ο Αλκιβιάδης φώναξε από το δωμάτιο του.
-Κάτσε λίγο μαζί του, να του κάνεις παρέα, κι έρχομαι αμέσως.
Καθίσαμε με το ξανθό αγόρι στον καναπέ. Ήταν ντροπαλός. Εγώ φορούσα το νυχτικό μου κι από πάνω ένα πουλόβερ του Άλκη. Τουρτουρίζαμε κι οι δυο.
-Ασχολείστε με τίποτε; τον ρώτησα.
-Σπουδάζω αεροσυνοδός.
-Σκοπεύετε να πετάξετε;
-Ναι, είπε. Χαμογέλασε. Κοίταξε προς το δωμάτιο του Άλκη.
-Θέλετε ένα ποτό; Ξέρετε εδώ είμαι η οικοδέσποινα.
-Ναι. Λίγο μπράντι, μέσα σ’ ένα ποτήρι με ψηλό λαιμό.
Τα χέρια του ήταν μπλε από το κρύο.
-Εγώ είμαι συγγραφέας, ξέρετε, του είπα.
-Κι εγώ δεν γουστάρω τις γυναίκες, μου απάντησε.
Κατάπιε μια γουλιά μπράντι, άναψε ένα τσιγάρο. Το χαμόγελό του αυτή τη φορά ήταν διάπλατο.
-Δεν το πιστεύω πως παντρευτήκατε χτες, είπε.
-Ούτε κι εγώ, του απάντησα.

Ο Άλκης μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα τζιν κι ένα tee-shirt. Ξυπόλητος. Κάθισε δίπλα στο αγόρι, το φίλησε στο στόμα. Το αγόρι τον αγκάλιασε με τέτοιο πάθος, που κατάλαβα γιατί περπάτησε ώρες μες τα χιόνια. Φοβήθηκα.
Σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω προς την κρεβατοκάμαρα, με τον γάτο τον Καίσαρα να πηδάει στο σβέρκο μου για να με πνίξει.
Ο Αλκιβιάδης έσπρωξε το αγόρι μακριά και με κυνήγησε.
-Μείνε εδώ. Τον βαριέμαι μόνος μου. Ξαναγύρισα.
Κάθισε στην πολυθρόνα. Άρχισαν πάλι να φιλιούνται.
-Δεν μπορώ μπροστά στη γυναίκα σου.
-Μα εγώ αυτό γουστάρω, απάντησε ο Αλκιβιάδης. Κι αν δεν μπορείς, να φύγεις.
Γδυθήκανε. Τα σώματά τους, απίστευτα ωραία, μπλεχτήκανε. Κοιτούσα και κάπνιζα, μου άρεσε. Κι όμως εκλαιγα.
-Ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσω. Μετά αφαιρέθηκα, σαν να κοιμόμουν, σαν να είχα δυνατό πυρετό.
Άρχισα να σκέφτομαι τη σκύλα μου, την Αλάνα. Πώς κοιμάται στη δικιά της πολυθρόνα, πώς με κοιτάει όταν πεινάει ή όταν θέλει ένα χάδι, πώς φέρνει το κεφάλι της και το ακουμπάει ακριβώς κάτω απ’ το σβέρκο μου, σαν να προσεύχεται. Ποτέ δεν αγάπησα τη σκύλα μου τόσο πολύ, όσο εκείνη τη νύχτα με το χιόνι και τα βογγητά και το κρύο και τα δυο πεταμένα τζιν χάμω στο χαλί.
Όταν τελειώσανε, το αγόρι αισθανόταν πια στο σπίτι του.
-Γιατί παντρεύτηκες ρε; Είσαι τρελός;
Το αγόρι άναψε ένα τσιγάρο, ακόμα λαχανιασμένος, χάιδεψε τη γυμνή του κοιλιά. Το αγόρι δεν είχε μιλήσει ποτέ στον Αλκιβιάδη στον ενικό.
-Γιατί δε παντρεύτηκες; Είσαι μουρλός;
-Ντύσου και ξεκουμπίσου, του είπε ο Αλκιβιάδης. Ό,τι είχαμε να κάνουμε, το κάναμε. Τώρα θέλω να μείνω με τη γυναίκα μου, που λατρεύω και να διαβάσω μαζί της Proust.
-Τι είναι ο Proust;
-Μια μάρκα παγωτού. Σήκω, ντύσου, φύγε, και κλείσε και την πόρτα πίσω σου, γιατί βαριέμαι να σηκωθώ.
-Πήγε και παντρεύτηκε ο μαλάκας, συνέχισε το αγόρι. Τυχερή η γυναίκα σου, έχει και τζάμπα θέαμα…
-Δίνε του. Αλλιώς θα σε κάνω λιώμα.
Τα μάτια του Αλκιβιάδη είχανε πάρει το χρώμα το μωβ το σκούρο, το χρώμα που παίρνανε όταν θύμωνε πολύ.
Το αγόρι ντύθηκε κι έφυγε σφυρίζοντας
Με τον Αλκιβιάδη ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι αρχίσαμε να διαβάζουμε Proust.
Ο αυτόματος τηλεφωνητής ήταν αναμμένος. Η φωνή ακουγόταν δυνατά.
-Σας μιλάει ο Αλκιβιάδης… Θα είμαι πάλι στο ιατρείο μου τη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου, γιατί αυτές τις μέρες απουσιάζω σε γαμήλιο ταξίδι.
Όλη τη νύχτα και όλο το βράδυ πριν, που ήταν το ξανθό αγόρι στο σπίτι, ακουγόταν συνέχεια, δυνατά, το μήνυμα.

 ---         ---         ---        ---           ---         ---         ---       ---         ---        ---           ---    

Η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008) γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και τη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Δούλεψε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, δημοσιεύτηκε αρχικά στην Αμερική, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ύστερα στην Ελλάδα, τη Σουηδία, στο Ισραήλ, στη Γερμανία, την Ολλανδία. Απέσπασε θερμούς επαίνους από κριτικούς και συγγραφείς, όπως τον Jean-PierreFaye, τον John Updike και τον Jerome Charyn. Ο υπνοβάτης είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και εκδόθηκε στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Το 1988, στο Παρίσι, τιμήθηκε με το "βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος", βραβείο που επίσης έχει δοθεί στον Laurence Durrell, τον Borges, τον Στρατή Τσίρκα και τον Gabriel Garcia Marquez. Το Rien ne va plus, τρίτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε στην Ελλάδα και τη Γαλλία.

Ζωζώ Νταλμάς




Χαρισματική πρωταγωνίστρια του προπολεμικού μουσικού θεάτρου, η πανέμορφη Ζωζώ Νταλμάς έκαψε πολλές καρδιές- ανάμεσά τους και εκείνη του θεμελιωτή του τουρκικού κράτους Κεμάλ Ατατούρκ, ενώ η μορφή της «πέρασε» και στις επόμενες γενιές, καθώς ήταν το κορίτσι στο πακέτο τσιγάρων Sante

Ενας θυελλώδης έρωτας με τον τούρκο ηγέτη Κεμάλ Ατατούρκ, που προκάλεσε τεράστιο θόρυβο, μία από τις πιο χαρισματικές φωνές της ελληνικής οπερέτας, ένας οξύς, αθυρόστομος αλλά και ευαίσθητος χαρακτήρας, γενναιόδωρος έως και σπάταλος, που έδωσε πολλά αλλά πέθανε στην ψάθα, τρόφιμος γηροκομείου...
Η ζωή της Ζωζώς Νταλμάς είναι ιδανική για σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Αγνωστο το ποιος ευθύνεται για την ατίθαση, τολμηρή, απρόβλεπτη προσωπικότητα της Νταλμάς. Ηταν άραγε κληρονομικήαπό τον τσερκέζο παππού της, τη ρουμάνα γιαγιά της ή τους μακεδόνες γονείς της; Το σίγουρο είναι ότι από τη γέννησή της στην Κωνσταντινούπολη και τα 12 πρώτα χρόνια στη Θεσσαλονίκη ως το τελευταίο «αντίο» της, το 1988, η Νταλμάς γεύθηκε τη ζωή με... μεγάλο κουτάλι.


Εκτός από τα στοιχεία για την επαγγελματική σταδιοδρομία της Νταλμάς (για παράδειγμα, λίγοι γνωρίζουν ότι είχε ζητήσει τη βοήθεια της Μαρίκας Κοτοπούλη όταν επρόκειτο να παίξει την «Αγνωστο» στο θέατρο) και φυσικά τη σχέση της με τον Ατατούρκ.

«Στην Κατοχή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους της, με αποτέλεσμα, από το πολύ ξύλο,να χάσει το τεσσάρων μηνών παιδί που είχε μέσα της» λέει ο Δημήτρης Ιβάνωφ.

«Γλίτωσε με τη βοήθεια των γερμανικών της:κατάφερε να “ψήσει” τους βασανιστές να μην τη σκοτώσουν» καταλήγει ο χορογράφος, μη μπορώντας να κρύψει τη συγκίνησή του

Εδω η Ζωζώ Νταλμάς περιγράφει το δεσμό της με τον Κεμάλ Ατατούρκ σε μια της συνεντευξη.

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Ζυράννα Ζατέλη



Τα [παιδικά μου χρόνια τα] πέρασα κάτω από ένα μεγάλο βουνό - στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου "Μαγικό Βουνό" -, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορoς ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες. Αλλά και πολλές κινηματογραφικές ιστορίες, στην κυριολεξία, αφού ο πατέρας μου είχε σινεμά στην αγορά, από το 1952 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μπορώ δηλαδή να πω άφοβα ότι τα παιδικά μου χρόνια μoιράστηκαν εξίσου ανάμεσα στον καθαρό αέρα του βουνού και σε εκείνη τη σκοτεινή "θαυματουργή" αίθουσα όπου παρακολουθούσα με κατάvυξη όλα τα έργα της εποχής. Όσα μας φέρνανε τουλάχιστον. 
...θυμάμαι να γράφω "πράματα" απ' όταν σχεδόν θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω καθαρή την εικόνα εκείνη της παιδίσκης και αργότερα έφηβης να καταγίνεται σκυμμένη και με μυστικότητα πάνω από κάποιο χαρτί. Άλλωστε, έμειναν και κάποια τεκμήρια, μερικά μαθητικά τετράδια μου από το 1958 έωs το 1963, εφτά ωs δώδεκα ετών τότε, όπου από την πίσω μεριά έγραφα τα δικά μου, κάτι φανταστικές ιστοριούλες.

Γέμισα δυο πεvηvτάφυλλα σπιράλ τετράδια, που τα κρατάω ακόμη καταχωνιασμένα κάπου.

Τα τετράδια τα άνοιξα μια-δυο φορέs, έριξα μια περίφοβη ματιά και τα ξανάκλεισα, τα ξανακαταχώνιασα. Με πονούν να τα κοιτώ, αλλά και δεν μου κάνει καρδιά να τα πετάξω γιατί η παιδική ηλικία όταν μεγαλώνουμε είναι ένας "παράδεισος" που δεν αντέχεται, μας πονάει με τρόπο μοναδικό παρά μας χαροποιεί. Mας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα, είτε καλά ήταν είτε κακά.


…Η τέχνη είναι κάθαρση για το δημιουργό και για τον αποδέκτη της. Γι’αυτό αφιερώνω χρόνια και χρόνια από τη ζωή μου στο γράψιμο, σ’αυτό τον καθημερινό παραδαρμό ψυχής και πένας.

Κατά βάθος συνάπτουμε με τη ζωή θυελλώδεις σχέσεις. Η κάθαρση προϋποθέτει παίδεμα με το υλικό μας, αγωνίες, λαχτάρες, βασανισμό ψυχής. Ο βασανισμός βαδίζει μοιραία προς την κάθαρση.


…Τραβώ μια καρέκλα και ξεκινώ ένα μυθιστόρημα κι όταν σηκώνομαι είμαι έξι με επτά χρόνια μεγαλύτερη. Κάπως έτσι μετρώ πια την ηλικία μου.


....Ζω με πολλά πρόσωπα στο κεφάλι μου, φαντάσματα, πώς το λένε, εμμονές, αγωνίες, ενδόμυχες θύελλες και προσωρινούς θανάτους μέχρι να βγάλω μια παράγραφο που να με ικανοποιεί. Όλα μαύρα και αντίμαυρα, και ξαφνικά ένα ουράνιο τόξο. Και ξανά όλα μαύρα και ξανά ένα αίσθημα δικαίωσης. Μια βιβλική ρουτίνα η συγγραφή, δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Κι όμως, τίποτα σαν τα αγριολούλουδα, τίποτα σαν το βλέμμα ενός ζώου. Αγαπώ τα ζώα γι’ αυτό που είναι, κι αυτό που είναι έχει κατά πολύ να κάνει με το ότι δεν έχουν ιδέα από χρήμα, από κέρδος. Όπως και τα πολύ μικρά παιδιά. Φαντάζομαι ένα πουλί να περνάει κάθε τόσο από πάνω μας, αφήνοντας μια περίεργη, νηφάλια κραυγούλα: Αχ άνθρωποι, άνθρωποι...

Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έστειλα μια επιστολή στα ΝΕΑ, σε έναν επιφανή τότε δημοσιογράφο, παρακαλώντας τον να τη δημοσιεύσει. Ζητούσα εκεί έναν μεγαλόψυχο άνθρωπο, έναν μαικήνα ας πούμε, που να με ενισχύσει οικονομικά, στοιχειωδώς, όχι μεγάλα πράγματα, για να αφοσιωθώ στο γράψιμο χωρίς το άγχος του κατοστάρικου. Υπέγραφα ως «Ραμάνθις Ερέβους» και περίμενα τηλεφώνημά του - είχα δώσει το τηλέφωνο ενός φίλου, δικό μου δεν είχα. Κάποια μέρα με πήρε για να μου πει ότι κατανοεί μεν το ζήτημά μου, αλλά δεν μπορεί να δημοσιεύσει το γράμμα διότι θα περιέπιπτε, λέει, στον νόμο περί μαστροπείας. Άκου τώρα τρελό. Λίγα χρόνια μετά έστειλα στον δημοσιογράφο την Περσινή Αρραβωνιαστικιά και στην αφιέρωση έβαλα σε παρένθεση και το «Ραμάνθις Ερέβους», μα, αν του θύμισε κάτι αυτό ή όχι, δεν το γνωρίζω. Είναι πια στους ουρανούς ο άνθρωπος, πάει καιρός. Πάντως, έγραψε τότε μια καλή κριτική για το βιβλίο..
Δεν είναι και πολλά χρόνια που, μισακούγοντας να μιλούν στο ραδιόφωνο για τον Nikkei στο Τόκιο, νόμιζα ότι εννοούν τον Νικ Κέιβ! Τόση ασχετοσύνη, κι αν θέλετε το πιστεύετε. Σκάλωνα προφανώς στον ήχο της λέξης -Νικέι, Νικ Κέιβ- κι άφηνα τα άλλα. Κι απορούσα τι δουλειά μπορεί να έχει κάθε τόσο ο Νικ Κέιβ με το Τόκυο. Το ίδιο πάνω-κάτω κι όταν άκουγα γενικώς για χρηματιστήρια, για μετοχές, ομόλογα, φούσκες. Δεν καταλάβαινα πώς λειτουργεί όλο αυτό το «λεξιλόγιο», ήταν κινέζικα για μένα. Τώρα τελευταία άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, να τα παρακολουθώ όσο γίνεται, αλλά και πάλι αδυνατώ να τα εννοήσω πραγματικά, να τα εξηγήσω. Εξήγηση υπάρχει βέβαια για το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, μα δεν αρκεί αυτό για τη θεραπεία. Και να θεραπευτούμε δηλαδή, πάλι από δω θα το πάμε, από κει θα το φέρουμε για να ξανανοσήσουμε, να ξαναθρέψουμε αποστήματα. Είναι ο παραλογισμός της μοίρας μας, τι να πω, του έλλογου είδους στο οποίο, υποτίθεται, ανήκουμε.

«Η παρούσα κρίση μας δείχνει πόσο τα πράγματα είναι, ανά πάσα στιγμή, αβέβαια. Αφού χάσαμε την ψυχή μας για τα λεφτά, χάνουμε τώρα και τα λεφτά. Γεμίσαμε όλα αυτά τα χρόνια πλαστές ανάγκες. Το τραγικό είναι ότι θα την πληρώσουν το τίμημα πολλοί αθώοι και θα γλιτώσουν πολλοί που φταίνε για την κατάσταση. Απορώ πώς μερικοί άνθρωποι κοιμούνται τα βράδια. Κι αυτές τις μέρες σκέφτομαι τον Καμύ που έλεγε ότι το ζητούμενο είναι «να είσαι καλός, έντιμος» έστω κι «από παραξενιά». Κανένας ανήσυχος πάντως δεν πιάστηκε στον ύπνο εδώ που τα λέμε. Πιστεύω ότι αυτή η καταστροφή κάπου θα βγάλει, θα βρεθούν οι βαθύτερες ισορροπίες που χάθηκαν. Τα πράγματα γίνονται και απαντιώνται. Τα πράγματα όμως αλλάζουν αργά και επώδυνα. Νομίζω παράγινε το κακό με την ανωτερότητα του ανθρώπινου είδους για το οποίο τα πάντα είναι η υλική του ευμάρεια. Μπορούμε λ.χ. από ένα βιβλίο να έχουμε ατόφιο ψυχικό κέρδος. Η ανάγνωση είναι η μόνη ηδονή που παραμένει ατιμώρητη. Η δυσκολία, το ανυπόφορο, πιστεύω ότι θα ωριμάσει τους ανθρώπους. Να σας πω, επιπλέον, ότι δε μ' αρέσει καθόλου που απ' το πρωί μέχρι το βράδυ οικτίρουμε τη νεολαία» 

«Ο έρωτας και ο θάνατος βγαίνουν απ' την ίδια μήτρα. Η αναφαίρετη οδύνη του θανάτου καθρεφτίζεται στη ζωή. Όλα πηγάζουν απ' το φόβο του θανάτου. Το κίνητρο είναι ο πόνος εν τέλει, άρα ο θάνατος. Ο θάνατος είναι ένας δίδυμος αδελφός μας που λείπει στα ξένα και όταν έρχεται φεύγουμε εμείς»
– Για μένα η σημασία δεν είναι τόσο στην ύπαρξη ή μη μιας απόλυτης αθωότητας, όσο στη «νοσταλγία» της αθωότητας, στην ανάγκη μας να ανακαλέσουμε και να χειριστούμε μέσα από το γράψιμο κάποιες εικόνες, κάποια στοιχεία, για τα οποία έχουμε την πιο αόριστη κι ωστόσο την πιο «σταθερή» ανάμνηση. Ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι η περίφημη παιδική ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί όσο για τον ενήλικα, που, χάνοντάς την ακριβώς, είναι σε θέση να την ανακαλύψει, να την επανεκτιμήσει και όλα τα συνακόλουθα. Θα έλεγα, λοιπόν, πως το παιδί είναι το «κλειδί» της όλης ιστορίας ή, τέλος πάντων, εκείνο το απόμακρο «τοπίο» του εαυτού μας, το ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, που συγκινησιακά τυγχάνει κόλαση και παράδεισος μαζί.
 «Το Ζατέλη είναι ψευδώνυμο, έτσι;». «Το Ζυράννα Ζατέλη είναι το αληθινό μου ψευδώνυμο. Θα το δεχτείτε έτσι»





Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Ροδος


Τριαντα,Κρεμαστη,Παραδεισι.

Επτά και εκατό χουρμαδιες.

''Ο γκρινιαρης'' ''Μεθεξη'' ''Βοσπορος''

Σούμα,Δρόμος Οδός Ιπποτών







Ενα μεγαλο ευχαριστω στον κ.Βασιλη στην κ. Ποπη
                                                 στον Διαμαντη στον Νικο και στην κ. Ιωαννα.





Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Νικος Μοσχοβακος - Μιχαλης Ταδε - Ροδος Παρασκευή 9 Νοεμβρίου



(Φωτ. Μιχαλης Ταδε)


Ημέρα εκδήλωσης: Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012
Ώρα έναρξης: 19:00
Μέρος: Κατάλυμα της Ισπανίας
Διοργάνωση: Οι εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ και Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου
Web: www.melanibooks.gr
Επικοινωνία: 697732153


Οι εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου σας προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του ΝΙΚΟΥ ΜΟΣΧΟΒΑΚΟΥ Οφειλή Περιπέτειας την Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012, στις 7.00 μ.μ. στην αίθουσα του ισπανικού καταλύματος, οδός Ιπποτών, παλιά πόλη, Ρόδος

Για το βιβλίο θα μιλήσει ο Μανόλης Μακρής, πρόεδρος της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου

Τραγούδι: Μιχάλης Καλογεράκης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΛΑΝΙ: Σκουφά 71Α-τηλ. 210 3641638- www.melanibooks.gr

Δινουμε ραντεβου στην Ροδο λοιπον...





Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

H Λυρική στη Βαρβάκειο!




Η Λυρική στη Βαρβάκειο Αγορά
Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012
Κάτι εντελώς διαφορετικό, κάτι που φέρνει φαντασία και χαρά στην πόλη.
Η ιδέα ήταν καταπληκτική, η Λυρική δέχθηκε ενθουσιωδώς κι έτσι
την Κυριακή 4 Νοεμβρίου, στις 20.00 το βράδυ η Εθνική Λυρική Σκηνή αφήνει τη σκηνή του Θεάτρου Ολύμπια για να δώσει μια διαφορετική μουσική παράσταση, σε έναν τελείως απρόσμενο χώρο.
Οι τραγουδιστές της Λυρικής θα ερμηνεύσουν αποσπάσματα από διάσημες όπερες στην Βαρβάκειο Αγορά, στην οδό Αθηνάς! Η τέχνη της όπερας θα μας κάνει να δούμε με άλλη ματιά έναν υπέροχο χώρο στο κέντρο της πόλης μας.
Ώρα έναρξης 20.00 / Είσοδος ελεύθερη

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Jean Rouch,Edgar Morin. Chronique D' Un Ete: Paris 1960

Το ντοκιμαντέρ-ευαγγέλιo της Nouvelle Vague συμπληρώνει φέτος 50 χρόνια. Μισό αιώνα από τότε που ο θρυλικός ανθρωπολόγος Ζαν Ρους παρέα με τον Εντγκάρ Μορίν πήραν τους δρόμους του Παρισιού, ρωτώντας περαστικούς, διάσημους και φίλους αν είναι ευτυχισμένοι. Πρωτοποριακό ακόμη και σήμερα, σας καλεί να το (ξανα)ανακαλύψετε. N.Π.






"Το χρονικό ενός καλοκαιριού: Παρίσι 1960"
                                     Edgar Morin & Jean Rouch.