Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Harold Pinter ποιήματα 1995-2007





Διαταγή
(12 Σεπτεμβρίου, 1996)

Είσαι έτοιμος να διατάξεις; Οχι δεν υπάρχει τίποτα να διατάξω
Οχι είμαι ανίκανος να διατάξω
Οχι θ'αργήσω πολύ να διατάξω
Κι ενώ υπάρχουν τα πάντα,
Και τίποτα για να διατάξω,
Ο κατάλογος παραμένει μακρύς
Και το χάος τρέφεται από την κοιλιά της τάξης
Και η τάξη ζητά το αίμα της αναρχίας
Κι η «λευτεριά» κι η λάσπη κι άλλες πλάνες
Χρειάζονται την οσμή της τάξης να γλυκάνει τις δολοφονίες τους
Να στριμώξεις ένα ζητιάνο σε σκοτεινό δωμάτιο
Να βολέψεις κάποιον τραπεζίτη σε μια ζεστή μήτρα
Να παγιδέψεις ένα νήπιο σε παγωμένο σπίτι
Να φυλάξεις κάποιο στρατιώτη σε δηλητηριασμένο τάφο.


Καρκινικά κύτταρα
 
(28 Αυγούστου, 2002)

«Καρκινικά κύτταρα είναι εκείνα που έχουν ξεχάσει πώς να πεθαίνουν» - νοσοκόμα, Βασιλικό Νοσοκομείο του Μάρσντεν.
Εχουν ξεχάσει πώς να πεθάνουν
Και έτσι παρατείνουν τη ζωή που με σκοτώνει.
Εγώ κι ο όγκος μου σκληρά παλεύουμε.
Ας ελπίσουμε ένας διπλός θάνατος να μας ξεκάνει.
Πρέπει να δω τον όγκο μου νεκρό
Εναν όγκο που ξεχνά να πεθάνει
Κι απ' την άλλη σκέφτεται να με ξεκάνει.
Αλλά θυμάμαι πώς να πεθάνω
Αν κι όλοι οι μάρτυρές μου είναι νεκροί.
Θυμάμαι όμως τι είπαν
Για όγκους που θα τους κύκλωναν.
Σαν να 'ταν τυφλοί και κουφοί
Πριν η αρρώστια τούτη φανεί
Που έκανε τον όγκο τούτο πρωταγωνιστή.
Τα μαύρα κύτταρα θα ξεραθούν και θα πεθάνουν
Ή θα τραγουδήσουν με χαρά και τον δρόμο τους θέ 'να 'βρουν.
Θεριεύουν τόσο ήσυχα μέρα νύχτα,
Ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν λένε.

Ποίημα
(17 Ιανουαρίου, 1995)

Μην κοιτάς.
Ο κόσμος πάει να διαλυθεί
Ο κόσμος πάει το φως του όλο να χάσει
Και στο σκοτεινό του πηγάδι να μας στριμώξει,
Σε κείνο το μαύρο, γεμάτο κι αποπνικτικό μέρος
Κει όπου θα σκοτώσουμε ή θα πεθάνουμε ή θα χορέψουμε
ή θα θρηνήσουμε ή θα ουρλιάξουμε ή θα στριγκλίζουμε
ή θα σπρώχνουμε σαν τα ποντίκια ξανά να διαπραγματευτούμε
την αρχική μας τιμή.

Πόθος  (26 Ιανουαρίου, 2006)

Υπάρχει ένας κρότος δυνατός
που ώς τον λόφο φτάνει
Φεύγεις από το φως
Μαύρες σκιές τρέχουν
Διασχίζοντας την ψαλιδωτή οροσειρά
Χαμογελούν καθώς ιδρώνουν
Χτυπούν τη μαύρη καμπάνα
Ρουφάς το υγρό φως
Που το κελί πλημμυρίζει
Και τον πόθο οσφραίνεσαι του ισχυρού
Την ουρά του καθώς τινάζει.
Γιατί ο πόθος του ισχυρού
Εναν κρότο δυνατό στέλνει στον τοίχο
Και ο πόθος του ισχυρού
-η γλυκιά σκοτεινή του δύναμη-
Ακόμη σε θωπεύει

Ο Φρουρός ( 9 Απριλίου, 2007)

Ενα παράθυρο κλείνει κι ένας τυφλός καταφτάνει
Η νύχτα είναι σκοτεινή κι αυτός ακίνητος μένει σαν νεκρός
Υπάρχει μια λάμψη ξαφνική από σεληνόφως στο δωμάτιο
Φωτίζει το πρόσωπό του - ένα πρόσωπο που δεν μπορώ να δω
Ξέρω πως είναι τυφλός
Αλλά με παρακολουθεί

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Στην γη, στον ουρανό, στο παντού και στο πουθενά.



Όσοι στον ουρανό κατοικούν
και θέλουν εδώ κάτω να κατέβουν,
περιμένουν πότε θα' ρθει καταιγίδα δυνατή
κι ένα γίνονται με την βροχή
και κατεβαίνουν.

Όσοι κατοικούν στη γη
και θέλουν να ανέβουν
περιμένουν άνεμος να αρχίσει δυνατός
κι όταν φυσομανάει
ένα γίνονται με την πνοή του ανέμου
και πάνε όπου τους πάει.

Όσοι μεταξύ παντού και πουθενά κατοικούν
δεν ζητούν ούτε βροχή, ούτε άνεμο, ούτε ήλιο, ούτε σκοτάδι.
Μονάχα θύμηση χρειάζονται απο αυτούς που αγαπούν
και μονομιάς, μαζί με εμάς, στο ίδιο σπίτι κατοικούν
και μαζί μας η ζωή τους προχωράει.


Στον Μάνο Πετράκη με ένα μεγάλο ευχαριστώ.

Ποίηση Μιχάλης Καλογεράκης.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

22-4-2012 Κυριακή στο Παγκράτι. Ας μιλήσουμε Απλά. Ας μιλήσουμε Τώρα.










Γυρίζουμε στα παλιά.                                                                                                                       
Στην παλιά μας γειτονιά.
Τότε που το πρώτο μας κορίτσι -σε ηλικία δέκα ετών- ήθελε να μας παντρευτεί,
και η μάνα φώναζε να γυρίσουμε σπίτι πριν τις δέκα.
Τότε που η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη και η ζωή μας πολύχρωμη.
Με ένα ουράνιο τόξο στα χείλη και στα μάτια.

Τότε που το αύριο δεν το ορίζαμε εμείς.
Τότε που το αύριο δεν το όριζε κανείς, γιατί για εμάς δεν υπήρχε αύριο.
Μας έλεγε η μητέρα ''Απο αύριο βλέπουμε'' και εμείς βάζαμε τα κλάματα.

Όλα χόρευαν τοτε και είχαν επικάλυψη σοκολάτας.
Γράφαμε Μ+Μ=ΒFFE και τραγουδούσαμε απο μέσα, κάπου ανάμεσα στον ήλιο και τη σκιά.
Φιλία σήμαινε ''θα παίξεις μαζί μου;'' και Αγάπη ένα κουτάκι τσίχλες.

Τότε τα κορίτσια δεν ενδιαφέρονταν τι χρώμα έχουν και τι στήθος,
και τα αγόρια δεν κοιτούσαν στα δόντια ούτε στις τσέπες.

Είχαμε κάρτες και παιχνίδια αγορασμένα απο το περίπτερο της γειτονιάς,
και παίζαμε στα διαλείμματα και στην αλάνα κοντά στο σπίτι.

Παίζαμε πολύ.. Ώρες ολόκληρες.
Όχι εις βάρος των άλλων -οπως παίζουν τώρα μαζί μας αυτοί-, εμεις παίζαμε για το καλό των άλλων.
Για να έχουν οι άλλοι να λένε, πως υπάρχει μέλλον.
Ένα μέλλον που θα αλλάξει το παρόν.

Μα κάπου εκεί ανάμεσα στο διάλειμμα του σχολείου και στα κινούμενα σχέδια της τηλεόρασης, μεγαλώσαμε.

Τώρα το μέλλον έγινε παρόν.

Τωρα τι κάνουμε;
Τώρα τι λέμε;
Τι θα πούμε τώρα εμείς;
-έρχονται και εκλογές-.
Ό,τι μας έμαθαν να λέμε ή ο,τι μας λέγανε να πούμε;

''Μου λένε πως πρέπει να μάθω πολλά,
   μα δεν υπάρχει κανείς να με διδάξει''
Μου είπε μια μέρα η Μαθιουδακη.

Ας μιλήσουμε για όσα δεν μας έμαθαν ποτέ.
Για ο,τι ποτέ δεν μας είπαν.
Να βγάλουμε κουβέντες απ' τα χείλη μας που δεν έχουν ακουστεί.
Να βγάλουμε επιτέλους το φίδι απο την τρύπα, θα δαγκώσει, ας δαγκώσει.

Ας μιλήσουμε Απλά.

Ας μιλήσουμε Τώρα.

Πριν γινουμε παρελθόν κι εμείς.

Ένα παρελθόν που δεν πήρε αυτό που του άξιζε,
αλλα αυτό που του αναλογούσε.
                                                                Ποίηση Μιχάλης Καλογεράκης


Πάτμος
Ποίηση Ελύτης
Μελοποίηση Μιχ. Καλογεράκης



''άνθρωπέ μου τί ξεφτίλα

να σου χαλάνε το όνειρο
και συ να τους αφήνεις.''
          Θ.Π.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Zacqes Prevert.


Φωτ. Ελένη Ψιλλάκη


Ο Κήπος

Χιλιάδες και χιλιάδες χρόνια
Δεν θα'φταναν
Για να μιλήσω
Το δευτερόλεπτο της αιωνιότητας
Που με φίλησες
Που σε φίλησα
Ένα πρωί μες στο χειμωνιάτικο φώς
Στο Πάρκο
Πάνω στη γή
Στη γη που ειναι εν' άστρο.

Paris at night.

Τρία σπίρτα ένα ένα αναμμένα μες στη νύχτα
Το πρώτο για να δω ολόκληρο το πρόσωπο σου
Το δεύτερο για να δω τα μάτια σου
Το τελευταίο για να δω τα χείλη σου
Και το βαθύ σκοτάδι να μου τα θυμίζει όλα αυτά
Καθώς σε έσφιγγα στην αγκαλιά μου.

Zacqes Prevert.


Στον Μάνο Πετράκη..


Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Καρυωτάκης Κώστας




ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ


Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει 
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου. 
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση 
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού 
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού, 
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράση.

Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα, 
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά, 
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα, 
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά. 
Για να μας δεχθή κάποια λαίδη τρυφερά, 
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.

Ας υποθέσουμε πως του καπέλλου ο γύρος 
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν, 
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος 
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν. 
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν -- 
ήρωες σταυροφοόροι, σωτήρες του Σωτήρος.

Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει 
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής, 
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάση 
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής -- 
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης, 
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάση. 



ΟΤΑΝ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΤΗ ΣΚΑΛΑ...

Οταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε 
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε, 
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι, 
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι. 
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει, 
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα 
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε; 
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε, 
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες, 
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθη κανείς την πλάκα μας να χτυπήση, 
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει. 
Αν πάρη ένα τριαντάφυλλο ή αφίση χάμου, 
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε, 
τις βίλλες του Posillipo θα ιδούμε, 
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου 
όπου θα παίζουν crieket οι οπαδοί σου.--

SIE LIEBTEN SICH BEIDE...
(Heinrich Heine)
Μετάφραση του Καρυωτάκη.

Αγάπαγαν ο ένας τον άλλονε, 
μα δίχως γι' αυτό να μιλήσουν. 
Με μίσος αλλάζανε βλέμματα, 
κι από έρωτα θέλαν να σβήσουν.

Εχώρισαν έπειτα, φύγανε 
μες στ' όνειρο μόνο ειδώθηκαν. 
Πεθάνανε πια και δεν έμαθαν: 
εμίσησαν, ή αγαπηθήκαν;


Για περισσότερα μεταφρασμένα ποιήματα απο τον Καρυωτάκη :εδω

Milan Kundera

"Αγαπούσε πάντοτε το ασυμβίβαστο που υπήρχε μεταξύ τους.
Γιατι εκείνος ήταν δυνατός κι εκείνη αδύναμη. Και ακριβώς ο αδύναμος ήταν που έπρεπε να μάθει να είναι δυνατός και να φευγει όταν ο δυνατός ήταν πάρα πολυ αδύναμος για να μπορεί να πληγώσει τον αδύναμο"

"Γύριζε από το ένα πλευρό στο άλλο δίπλα στη κοιμισμένη Τερέζα και σκεφτόταν αυτό που εκείνη του είχε πει κάποια χρόνια πριν ανάμεσα σε μερικές άλλες άσχετες κουβέντες. Μιλούσαν για τον φίλο του Ζ. και εκείνη είχε δηλώσει: "Αν δεν σε είχα συναντήσει, θα τον είχα σίγουρα ερωτευθεί".
Τότε, λοιπόν, τα λόγια αυτά είχαν βυθίσει τον Τόμας σε μια παράξενη μελαγχολία. Στην πραγματικότητα είχε ξαφνικά συνειδητοποιήσει ότι ήταν θέμα τύχης που η Τερέζα είχε ερωτευθεί εκείνον κι όχι τον φίλο του Ζ. Ότι έξω από τον πραγματοποιημένο έρωτά της για τον Τόμας, υπήρχε στο βασίλειο των πιθανοτήτων ένας άπειρος αριθμός απραγματοποίητων ερώτων για άλλους άντρες.
Όλοι θεωρούμε αδιανόητο το ότι ο έρωτας της ζωής μας μπορεί να είναι κάτι ελαφρύ, κάτι που δεν ζυγίζει τίποτα, φανταζόμαστε ότι ο έρωτας μας είναι αυτό που έπρεπε να είναι, ότι χωρίς αυτόν η ζωή μας δεν θα ήταν η ζωή μας. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο Μπετόβεν αυτοπροσώπος, σκυθρωπός κι αναμαλλιασμένος, παίζει το δικό του "Es muss sein" (=πρέπει) για τον μεγάλο έρωτα μας.
Ο Τόμας θυμόταν την παρατήρηση της Τερέζας για τον φίλο του Ζ. και διαπίστωνε ότι η ερωτική ιστορία της ζωής του δεν στηριζόταν πάνω στο "Es muss sein", αλλά μάλλον στο "Es konnte auch anders sein": θα μπορούσε κιόλας να συμβεί διαφορετικά...
Επτά χρόνια πριν, είχε εκδηλωθεί κατά τύχη ένα δύσκολο κρούσμα μηνιγγίτιδας στο νοσοκομείο της πόλης όπου κατοικούσε η Τερέζα, κι είχε κληθεί επειγόντως να γνωματεύσει ο επικεφαλής της ομάδας όπου δούλευε ο Τόμας. Κατά τύχη, όμως, ο επικεφαλής της ομάδας είχε ισχιαλγία, δεν μπορούσε να κουνήσει, και είχε στείλει τον Τόμας στη θέση του, σ' αυτό το επαρχιακό νοσοκομείο. Υπήρχαν πέντε ξενοδοχεία στην πόλη, αλλά ο Τόμας είχε κατά τύχη πάει σ' εκείνο όπου εργαζόταν η Τερέζα.Κατά τύχη είχε ένα λεπτό καιρό πριν φύγει το τρένο κι είχε πάει να καθήσει στο εστιατόριο. Η Τερέζα ήταν κατά τύχη της υπηρεσίας και σερβίριζε κατά τύχη στο τραπέζι του Τόμας. Είχαν χρειαστεί λοιπόν μια σειρά από έξι κατά τύχη για να σπρώξουν τον Τόμας προς την Τερέζα, λες κι αν περνούσε από το δικό του χέρι τίποτα δεν θα τον είχε οδηγήσει κοντά της."  


"Η αβάσταχτη αλαφρότητα του είναι"
 

Για την βιογραφία του Milan Kundera : εδω

Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση Cherry Brandy :εδω

            ---                              ----                                          ----

Μουσική Μιχάλης Καλογεράκης
Ποίηση Μιλαν Κουντερα


Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Αλικαντη.

Φωτ. Παντ. Καλ.



Αλικάντη*.
Ένα πορτοκάλι στο τραπέζι
Το φόρεμα σου στο χαλί
Κι συ μες στο κρεβάτι μου
Γλυκεία στιγμή της στιγμής
Δροσιά της νύχτας
Ζέστη της ζωής μου

*Λιμάνι στα Ν.Α. της Ισπανίας


Alicante

Une orange sur la table
Ta robe sur le tapis
Et toi dans mon lit
Doux présent du présent
Fraîcheur de la nuit
Chaleur de ma vie
Αντίστοιχα στο blog του κ. Βασίλη Νόττα μπορείτε να ακούσετε την Αλικάντη σε μουσική και φωνή Μιχάλη Καλογεράκη : Βασίλης Νόττας. Αλικάντη

Ακομα διαβαστε : Zacqes Prevert.


ΠΡΟΓΕΥΜΑ
(DEJEUNER DU MATIN)


Έβαλε καφέ
Στο φλιτζάνι
Έβαλε γάλα
Στο φλιτζάνι του καφέ
Έβαλε ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Ανακάτεψε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Κι ακούμπησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε 
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έριξε τη στάχτη
Στο τασάκι
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Φόρεσε
Το καπέλο στο κεφάλι του
Φόρεσε 
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Κι εγώ πήρα
Το κεφάλι μου μες στα χέρια
Κι έκλαψα.

ΣΤΟ ΑΝΘΟΠΩΛΕΙΟ
(CHEZ LA FLEURISTE)

Κάποιος άνθρωπος μπαίνει σ'ένα ανθοπωλείο
και διαλέγει λουλούδια
η λουλουδού τυλίγει τα λουλούδια
ο άνθρωπος βάζει το χέρι στην τσέπη του 
να ψάξει για χρήματα
χρήματα για να πληρώσει τα λουλούδια
μα βάζει την ίδια στιγμή
ξαφνικά
το χέρι στην καρδιά του και πέφτει

Την ίδια στιγμή που πέφτει
τα χρήματα κυλάν καταγής
κι έπειτα πέφτουν τα λουλούδια
την ίδια στιγμή με τον άνθρωπο
την ίδια στιγμή με τα χρήματα
κι η λουλουδού στέκει εκεί
με τα χρήματα που κυλάν
με τα λυολούδια που μαδάν
με τον άνθρωπο που πεθαίνει
πραγματικά όλ'αυτά είναι πολύ θλιβερά
και πρέπει κάτι να κάνει η λουλουδού
μα δεν ξέρεις πώς
δεν ξέρει 
από πού ν'αρχίσει

Είναι τόσα πράγματα που πρέπει να γίνουν 
μ'αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
αυτά τα λουλούδια που μαδάν
κι αυτά τα χρήματα που κυλάν
αυτά τα χρήματα που κυλάν
που δεν σταματούν να κυλάν.

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ
(LE MESSAGE)


Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Η πόρτα που κάποιος ξανάκλεισε
Η καρέκλα που κάποιος κάθισε
Ο γάτος που κάποιος χάιδεψε
Το φρούτο που κάποιος δάγκωσε
Το γράμμα που κάποιος διάβασε
Η καρέκλα που κάποιος έριξε
Η πόρτα που κάποιος άνοιξε
Ο δρόμος που κάποιος ακόμα τρέχει
Το δάσος που κάποιος διασχίζει
Το ποτάμι που κάποιος ρίχνεται
Το νοσοκομείο που κάποιος πέθανε.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Μανόλης Αναγνωστάκης.




Στο παιδί μου...


Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.


Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) 

              ----                             ----                              ----                  ----


Το καινούριο τραγούδι


Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν αν δεν σπάσουν τώρα τα δεσμά σου
Δε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:
Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;
Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί
Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλεια
Και να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις.
Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου
Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα
Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς
Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας
Πρόσωπα που ’ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω.
Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικών ποταμιών δεν κοιμούνται πια οι χλομοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχές
Στη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβια
Θυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα.
Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο
(Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)
Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας
Τα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.
Μες στις μεγάλες πλατείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν
Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλο
Μες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δε θέλουν να γεράσουν
Κατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σου ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάρα
Στα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνο
Στις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο
Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.
Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία.
Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμό
Στ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγές
Η φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες
Λέξεις χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία
Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούριο μου τραγούδι.
Από τη συλλογή Εποχές (1945)


Αποσπάσματα απο ''Το Περιθώριο 68-69'
' θα διαβάσετε εδώ: tadelfia: Μανόλης Αναγνωστάκης. '68- '69 Το Περιθώριο.
Αντίστοιχα διαβάστε για τον Αναγνωστάκη: Αναγνωστάκης Μανόλης

για περισσότερα ποιήματα: Μανόλης Ἀναγνωστάκης - Ποιήματα


             ---                   ---                          ---                            ----

ΜΙΛΩ...
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.


           ---                           ---                          ----
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.

                                     (Στόχος, 1970)



Στην Μαρίνα....

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Μ. Πέμπτη

                                Φωτ. Μιχ. Καλ.

Μπορεί ο θυμός να μην βγει απο τα δόντια μας έξω, να μείνει μέσα στο στόμα κι η γλώσσα μας να μην πυρακτωθεί;
                            (Ποίηση Παντ. Καλογεράκης-απόσμπασμα απο το ποίημα ''Από τις δεκαεπτά'')


Μουσική Μιχάλης Καλογεράκης
Ποίηση Ο. Ελύτης





Ανδρέας Εμπειρίκος












Στο φως της πανηγυρικής
αυτής ημέρας



1
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Φρουροί ασάλευτοι προσμένουν διαταγές
Και αν μερικοί συμπολιτεύονται με τους ολέθρους
Και άλλοι κοιτάζουν τ'άλογα στα δόντια
Μάχεται τους ολέθρους ο αιγίπαν
Κι ενώ κροτούν επίμονα τα τύμπανα
Γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

Και το μεγάλο πανηγύρι αρχίζει.

Συν γυναιξί και τέκνοις
Οι κάτοικοι των πόλεων ξεχύνονται στα ξέφωτα
Γιατί τα τύμπανα αντηχούν στα ηλιακά των πλέγματα
Και οι κραδασμοί μέσ' απ' τη γη ξεχύνονται
Σπάργωσιν φέρνοντας στα σώματα και τις ψυχές.

- 2-
Και το μεγάλο πανηγύρι συνεχίζεται.
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Άλλοι παλεύουν παίζοντας στα χώματα
Πίδακες αναπηδούν από τη γη
Επιταχύνειται η έκκρισις των σιελογόνων
Τα ντέφια των αθιγγανίδων πάλλονται
Όσον και οι μαστοί των όταν
Σαν αυροφίλητες μπρατσέρες βολτατζάρουν
Στα κύματα των χορευτικών στροβίλων
Δίνοντας σάρκα και οστά στους μύθους
Δίνοντας σάρκα και οστά στους ζωντανούς ρυθμούς
Με όρθιες τις ρώγες στους αρσενικούς ανέμους
Με όρθιους τους στημόνες των μυστικών ανθέων
Κάτω απ' το σέλας των πλατυγύρων φορεμάτων
Όταν τ' αγόρια ορθώνονται με την ψυχή στο στόμα
Και ο Σείριος καλεί την Ανδρομέδα
Κι οι γύφτοι χαλκεύουν το μέλλον των καιρών.

- 3 -

Τι κι αν δε φαίνονται του στερεώματος τ' αστέρια
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ακούονται οι φωνές των ουρανίων σωμάτων
Και πάλλεται ο αήρ και αντιβοούν της πανηγύρεως τα πλήθη
Και ενώ με λόγια αστράπτοντα ξεσπούν οι χρησμοί
Εκθλίβεται απ' τους κορμούς των δένδρων το ρετσίνι
Ευφραίνονται μες στο τριφύλλι οι μόσχοι
Και χρεμετίζουν τ' άλογα καθώς
Κούροι λιγνοί σηκώνουν τους αλτήρες
Και σείονται οι αθιγγανίδες

Και αγαλλιούν μπρος στους γυμνούς μαστούς τ' αγόρια
Ολίγος κόσμος έμεινες στις πόλεις
Μες στις αυλές στους δρόμους στις πλατείες
Οι απομένοντες καρατομούν τα βλοσυρά του παρελθόντος χρόνια
Διότι οι μοίρες γράψαν στα ντουβάρια


- 4 -

Τα ριζικά των νέων εποχών
Κι αίφνης παντού όπου τα δέντρα υψώνονται
Σε κήπους σε δενδροστοιχίες
Και ας είναι ο μήνας Μάριτος
Σαν προανάκρουσμα του επερχομένου θέρους
Εκστατικές ξεσπούν οι συνηχήσεις
Των δονουμένων τζιτζικιών.

Κι αίφνης κοντά στης πανηγύρεως τον χώρο
Μέσα από σπήλαιον βαθύ προβαίνει
Ως άνθρωπος Νεαντερντάλειος
Ως άνθρωπος απόλυτος οριστικώς erectus

Πολύ πριν ακουσθή η κλαγγή των λεγεώνων
Πρωτόκλητος και αρχέτυπος προβαίνει
Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας
Ως μέγας αναμάρτητος Αδάμ
Μ' ένα λαλίστατον ειρηνικό πουλί στον ώμο
Ως άρχων της γης μοιραίος προβαίνει
Αναζητών λαόν πιστόν και αγέλας καλιμμάστων νεανίδων
Βαρύγδουπος κισσοστεφής προβαίνει
Θανάτω θάνατον πατήσας
Ο νέος αιών.



Γιάννης Ρίτσος

































Ὄνειρο καλοκαιρινοῦ μεσημεριοῦ

 (ἀπόσπασμα)


Χτὲς βράδυ δὲν κοιμήθηκαν καθόλου τὰ παιδιά. Εἴχανε κλείσει ἕνα σωρὸ τζιτζίκια στὸ κουτὶ τῶν μολυβιῶν, καὶ τὰ τζιτζίκια τραγουδοῦσαν κάτου ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι τους ἕνα τραγούδι ποὺ τὸ ξέραν τὰ παιδιὰ ἀπὸ πάντα καὶ τὸ ξεχνοῦσαν μὲ τὸν ἥλιο.
Χρυσὰ βατράχια κάθονταν στὶς ἄκρες τῶν ποδιῶν χωρὶς νὰ βλέπουν στὰ νερὰ τὴ σκιά τους. κι ἤτανε σὰν ἀγάλματα μικρὰ τῆς ἐρημιᾶς καὶ τῆς γαλήνης.
Τότε τὸ φεγγάρι σκόνταψε στὶς ἰτιὲς κι ἔπεσε στὸ πυκνὸ χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο ἔγινε στὰ φύλλα.
Τρέξανε τὰ παιδιά, πῆραν στὰ παχουλά τους χέρια τὸ φεγγάρι κι ὅλη τη νύχτα παίζανε στὸν κάμπο.
Τώρα τὰ χέρια τους εἶναι χρυσά, τὰ πόδια τους χρυσά, κι ὅπου πατοῦν ἀφήνουνε κάτι μικρὰ φεγγάρια στὸ νοτισμένο χῶμα. Μά, εὐτυχῶς, οἱ μεγάλοι ποὺ ξέρουν πολλά, δὲν καλοβλέπουν. Μονάχα οἱ μάνες κάτι ὑποψιάστηκαν.
Γι᾿ αὐτὸ τὰ παιδιὰ κρύβουνε τὰ χρυσωμένα χέρια τους στὶς ἄδειες τσέπες, μὴν τὰ μαλώσει ἡ μάνα τους ποὺ ὅλη τη νύχτα παίζανε κρυφὰ μὲ τὸ φεγγάρι.




Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.
Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

Βούλα Δαμιανάκου







Οικογένεια





Το φορτηγό που μ' έφερνε απ' τη Θεσσαλία με κατέβασε σ' ένα μεγάλο χωριό έξω απ' την Αθήνα. Από κει έπρεπε να βρω άλλο μέσο για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Ηταν φθινόπωρο του σαραντατέσσερα, η μαύρη κατοχή είχε πάρει τέλος, ο εχτρός είχε διωχτεί απ' την Ελλάδα. Το χωριό είχε όψη πανηγυριώτικη, ήταν γεμάτο αντάρτες και λαό, που ανάσαινε περπατώντας στους δρόμους, σαν να 'χανε όλοι μόλις βγει από φυλακή.
Ημουν κατάκοπη απ' το πολύ κουραστικό ταξίδι και μισοάρρωστη απ' τις ταλαιπωρίες. Το μέρος μού ήταν ολότελα άγνωστο. Ποτέ δεν είχε πάει εκεί πριν, ούτε είχα ελπίδα να 'βρισκα κανέναν γνωστό. Στεκόμουν στην άκρη στον μεγάλο δρόμο, μπροστά μου είχα αφήσει τη μικρή βαλίτσα μου. Κοίταζα τον συννεφιασμένο ουρανό, που ολοένα σκοτείνιαζε. Πλησίαζε η νύχτα και συλλογιζόμουν πού να ζητούσα καταφύγιο.
Με πλησίασε ένας αντάρτης:
«Ερχόσαστε από μακριά;».
«Ναι, από πολύ μακριά, και δε γνωρίζω κανέναν εδώ...».
«Δε χρειάζεται να γνωρίσεις, έλα να σε πάω στη μάνα μου, να ξεκουραστείς».
Πήγα μαζί του μ' όλη την εμπιστοσύνη που 'χει ποτίσει τους ανθρώπους ο αγώνας της αντίστασης. Δεν περπατήσαμε πολύ και φτάσαμε σ' ένα χαμηλό σπιτάκι, πρόσχαρο, παστρικό και καλόδεχτο, με αυλή γεμάτη λουλούδια, αϊδημητριάτικα και γαζίες. Το σπιτάκι είχε χρώμα χωριάτικο, από κείνα που η όψη τους δείχνει το ίδιο φιλόξενη σαν του χωριάτη νοικοκύρη τους, που το 'χει κανόνα να μοιράζεται το ψωμί του με όποιον του στείλει ο Θεός.
«Ηρθες, γιε μου; Πέρασε μέσα, κόρη μου», μας καλοδέχτηκε με χαϊδευτική, στοργική φωνή μια ηλικιωμένη μαυροφόρα, σκουπίζοντας βιαστικά με μαντίλι με γύρω πένθος τα μάτια της, που φαίνονταν κοκκινισμένα και υγρά από τα κλάματα.
Μπήκαμε σ' ένα ευρύχωρο δωμάτιο με τραπέζι στη μέση. Επάνω σε άσπρο τραπεζομάντιλο ήταν ένας μεγάλος δίσκος με κόλλυβα, ομορφοστολισμένος και πλάι του μια μαύρη κορδέλα, φανερό πως το πένθος ήταν βαρύ και νωπό στο σπίτι. Ομως το γλυκό πρόσωπο της γυναίκας έδειχνε τόσο πρόθυμο, που δεν άφησε την ιδέα την πένθιμη να μου πλακώσει την καρδιά.
«Εμένα με συχωρείς, έχω υπηρεσία», είπε ο στρατιώτης και γυρίζοντας στη νοικοκυρά είπε, αγκαλιάζοντάς τη:
«Δε θ' αργήσω, μάνα, κοίτα να περιποιηθείς την ξένη μας».
Η μάνα τον πήγε ως την πόρτα και στάθη εκεί παρακολουθώντας τον με το μάτι. Κοίταζα ένα κάδρο με τέσσερες φωτογραφίες, τις δύο από πάνω από τις δύο από κάτω. Το κάδρο είχε επίσης το σημάδι του πένθους, έναν μαύρο φιόγκο.
Κατάλαβα πως τα πρόσωπα σ' αυτό το κάδρο ήταν η αιτία του πένθους. Από κει που καθόμουν τα 'βλεπα καθαρά: Η πρώτη φωτογραφία ήταν ένας νέος άντρας με μουστάκι και χωρίστρα στο πλάι και στολή υπαξιωματικού. Τα τρία σιρίτια στο μανίκι έδειχναν πως θα ήταν επιλοχίας. Η άλλη, κι αυτή με στολή, ένας νεαρός υπολοχαγός, που 'μοιαζε στο πρόσωπο με τον επιλοχία. Η πρώτη από κάτω έδειχνε ένα αγόρι, έφηβον, με ανοιχτό πουκάμισο και μαθητικό πηλήκιο. Η τέταρτη ήταν μια κόρη με σγουρά κοντοκομμένα μαλλιά, που 'μοιαζε πολύ στη μορφή με τη νοικοκυρά του σπιτιού.
Στο μεταξύ αυτή είχε ξαναμπεί, είδε μ' ευγνωμοσύνη τη ματιά μου σταματημένη πάνω στο κάδρο, ήρθε κι έκατσε κοντά μου στον καναπέ, μου 'πιασε με το χέρι της και δείχνοντάς μου τις φωτογραφίες, μου είπε αφού αναστέναξε βαθιά:
«Αυτός από πάνω είναι ο άντρας μου και πλάι του ο πρώτος μου γιος, ο Σταύρος. Ο μικρός είναι ο Λευτέρης μου και το κορίτσι η Μάρω μου. Μα ρώτησέ με» - είπε η γυναίκα σφίγγοντάς μου το χέρι, ενώ τα μάτια της πλημμύρισαν χοντρά δάκρυα - «πού είναι τοι τώρα;. Να, για όλους βράζω κόλλυβα» - συνέχισε σκουπίζοντας τα μάτια της και προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Ε, δεν είχα κι άλλους», αναστέναξε.
Είδε το ερωτηματικό μου βλέμμα και συνέχισε εξηγώντας μου: «Τούτο το παλικάρι, που σ' έφερε; Τούτος δεν είναι γιος μου. Που με λέει μάνα; Μάνα του είμαι και γιος μου είναι, χωρίς να τον έχω γεννήσει. Τούτος είναι τώρα για μένα κι ο κόσμος όλος».
Την εκοίταζα, αυτή συνέχισε κόβοντας τα λόγια της μ' αναστεναγμούς και σφουγγίζοντας τα δάκρυα.
«Είναι και τούτος πεντάρφανος. Οταν γύρισε απ' τους πολέμους δε βρήκε κανέναν από τους δικούς του ζωντανόν. Είναι βλέπεις πολλοί οι νεκροί, κόρη μου, είναι πολλοί οι σκοτωμένοι και μερικοί βρεθήκανε στη μέση στο ποτάμι και τους πήρε όλους. Ο άντρας μου, εκείνος εκεί ο λεβέντης ο μουστακαλής, χάθηκε στον πρώτο πόλεμο, στην έρημη τη Μικρασία. Ο Σταύρος μου, αξιωματικός, στην Αλβανία, "έπεσε μαχόμενος ηρωικά" μου γράψανε όταν μου στείλανε τα χαμπέρια του. Τούτο το αγόρι, ο Λευτέρης μου, μ' όσα κι αν του 'κανα, δε με άκουσε, έφυγε για να φέρει τη λευτεριά. Τώρα κοντά σκοτώθηκε στα Γρεβενά, κυνηγώντας τους Γερμανούς που φεύγανε. Το κορίτσι πέθανε το σαρανταδυό, από την πείνα. Ολα τα 'δωσα, βραχιόλια από χρυσάφι ατόφιο, καλοδουλεμένο, μου τα πήραν οι μαυραγορίτες, μόλις πλήρωσα δυο μερών φαΐ στο νοσοκομείο με δαύτα, μα γλήγορα μου σώθηκαν όλα κι έτσι σώθηκαν κι οι μέρες της Μάρως μου.»
Κάτι ήθελα να της έλεγα, μα δεν έβρισκα λόγια. Αυτή συνέχισε: «Τούτος, τούτος που σ' έφερε δω, τούτος μου 'φερε τη μαύρην είδηση. Πολέμαγαν μαζί, στα χέρια του ξεψύχησε και ξεψυχώντας του 'πε τη σύσταση να 'ρθει να με βρει. Κι ήρθε ο έρμος ο πεντάρφανος και μ' ήβρε την πεντάρφανη, εδώ στο χωριό, στον μεγάλο το δρόμο, όπου είχα βγει και ρώταγα όλους που περνούσαν. Σήκωνα τα χέρια μου και ρώταγα φωναχτά, είχα βραχνιάξει απ' τις φωνές: "Τον Ελευθερίου, τον Λευτέρη, μην τον είδατε";».
Εκλαιγε, την περίμενα να συνεχίσει.
«Και πέφτει στην αγκαλιά μου ετούτος. "Εγώ θα σου πω", μου λέει, "έλα κοντά μου, έρχομαι από το Λευτέρη..." Ηρθαμε αγκαλιασμένοι στο σπίτι, έκατσε δω που κάθεσαι τώρα κι έκλαιγε σα μωρό και δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. Εγώ είχα καταλάβει. Δερνόμουνα και χτυπιόμουνα και φώναζα όλους τους σκοτωμένους και μάλωνα τον Λευτέρη που δε μ' άκουσε παρά πήγε θεληματικά στον πόλεμο, και τούτος, που είναι γιος μου τώρα, φώναζε κι αυτός τη μάνα του και τ' αδέλφια του, τόσο που κι εγώ μέσα απ' το σπαραγμό μου, μέσα απ' τα δάκρυά μου, τον άκουσα και τον κοίταξα κι είδα και τον δικό του τον πόνο, που ως τότε δεν τον είχα προσέξει. Τότε άρχισε να μου λέει κλαίγοντας πως τα 'ξερε όλα από τον Λευτέρη. "Το ξέρω", μου είπε, "πως είσαι μια έρημη, μαύρη μάνα και δεν έχεις πού να σηκώσεις τα μάτια σου και ποιον να ιδείς. Το ίδιο κι εγώ, μανούλα μου, δεν έχω πού να πάω και πού να σταθώ, δεν έχω κανέναν, ούτε δικούς, ούτε σπίτι, ούτε καν τάφο, να πάω να κλάψω, όλους κι όλα τ' αφάνισαν οι μπόμπες στον Πειραιά. "Αυτά μου 'λεγε και σηκώθηκε να φύγει και κοντοστεκόταν, ώσπου μ' άφησε αποσβολωμένη και βγήκε απ' την πόρτα, κι ανανοήθηκα και το βλέπω πως μου 'φυγε κι αυτός και χύνομαι και τον προφταίνω στην αυλή και τον πιάνω απ' τα ρούχα του: "Πού πας, γιε μου", του λέω, "πού μ' αφήνεις και φεύγεις κι εσύ;" Και τον έφερα μέσα και τον έκανα γιο μου και μ' έκανε μάνα του».
Εσφούγγισε τα μάτια της και παρηγορημένη κάπως συνέχισε:
«Πόλεμος, κόρη μου, και πάλι πόλεμος και ξανά πόλεμος κι όλο πόλεμος, που να μην ήταν αυτή η λέξη. Πώς τους βαστάει η ζωή τόσους πολέμους; Να περιμένω τον άντρα μου με τους μήνες, να τον περιμένω με τα χρόνια. Πολλοί γύριζαν, εκείνος δε γύριζε, ώσπου μου 'ρθε το μήνυμα πως έμεινε στη Μικρασία. Σφαγμένος, βασανισμένος πήγε. Ε, το πήρα απόφαση, έσκυψα το κεφάλι στην τύχη μου και βάλθηκα να μεγαλώσω τα ορφανά».
Τα μουσκεμένα μάτια της με κοίταζαν καθώς μου 'λεγε την ιστορία της και τώρα στο πρόσωπό της έβλεπα την ανείπωτη θλίψη, το μαύρος πένθος, που 'χε περιτυλίξει το δίσκο με τα κόλλυβα, τις φωτογραφίες, το σπίτι και τον κόσμο. Αναστέναξε και συνέχισε:
«Τα μεγάλωσα τα ορφανά, τα 'καμα ανθρώπους κι απάνω που είπε να χαμογελάσει η καρδιά μου, να σου πάλι ο πόλεμος έρχεται και μου παίρνει το πρώτο μου παιδί, το στύλο του σπιτιού μου. Εσφιξα την καρδιά μου, έπλεκα κάλτσες και πάλευα με την πείνα, πάλευα με τους μαυραγορίτες, καρτερώντας καθημερινά και να το πάλι το μήνυμα το πικρό, το φαρμακωμένο, έφτασε, δεν το εμπόδισε κανείς, ήρθε και μ' ήβρε να μου ειπεί πως "ο υπολοχαγός ο Σταύρος Ελευθερίου έπεσε ηρωικά, εθυσιάσθη υπέρ πατρίδος". Γύριζαν οι στρατιώτες από το μέτωπο, εγώ δεν περίμενα κανέναν, ο δικός μου ο γιος φυλάει το Τομόρι...».
«Ε, μάνα, της είπα αγκαλιάζοντάς τη, να, η ζωή...»
«Το ξέρω, θέλεις να με παρηγορήσεις, παιδάκι μου, και συμπάθησέ με που τα θυμάμαι έτσι ζωντανά και σε φιλεύω με τον πόνο μου, μα είδα τη συμπόνια σου και τα θυμήθηκα όλα. Θυμήθηκα την κόρη μου, να, στην ηλικία σου θα ήταν τώρα, που την έθαψα μόνη μου σαν την Εύα... και στο τέλος ήρθε κι ο αγώνας στα βουνά και μ' άρπαξε και το στερνό μου τ' αποκούμπι και με άφησε σαν ξυλάρμενο καράβι, μεσοπέλαγα. Ηρθε καμιά φορά κι η λευτεριά κι έφερε σ' όλους τη χαρά, έφερε το τραγούδι και το φως και την ελπίδα και μόνο σε μένα την έρημη μάνα δεν έφερε τίποτα».
«Εμ πώς», της είπα, «σου 'φερε και σένα, δε σου 'φερε τούτον το γιο που 'χεις τώρα;».
«Ναι, ?καλά λες», μου απάντησε με βιάση, σαν μετανιωμένη για τον τόσο της θρήνο, «ας μην είμαι αχάριστη και γρουσουζεύω την τύχη μου... Ετσι βρεθήκαμε κι οι δυο μας, κόρη μου, εμείς οι παντέρημοι σμίξαμε την ορφάνια μας και την πίκρα μας και βρήκαμε παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Τώρα βράζουμε κόλλυβα για τους νεκρούς μας κι εγώ δοξάζω το Θεό που μου τον έστειλε. Οταν έρχεται στο σπίτι, η πόρτα μου φωτίζεται το ίδιο, όπως και πριν με το Σταύρο, κι όταν φεύγει απ' το σπίτι, η έγνοια μου τον ακολουθεί και τρέμει η ψυχή μου το ίδιο, όπως και για τα παιδιά που γέννησα κι ανάθρεψα. Τώρα μου λέει πως θέλει να πάει στο Μοριά για κάτι χτήματα κι εγώ δεν τον αφήνω. Τι τα θέλουμε τα χτήματα; Εγώ δε θέλω χτήματα, εγώ θέλω το παιδί μου».
Με κοίταζε πολύ τρυφερά, καθώς μου κράταγε και τα δυο μου τα χέρια με τα χέρια της και ξαφνικά μου 'πε:
«Ξέρεις, κόρη μου, τι λέει ο νους μου έτσι που σε βλέπω; Δεν κάθεσαι κι εσύ εδώ μαζί μας; Τότε θα κάνουμε χαρά και μπορεί να φύγει το πένθος...».

Της Βούλας ΔΑΜΙΑΝΑΚΟΥ