ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
Γιορτάσαμε την κάθε μας στιγμή
Των πρώτων συναντήσεων, σαν αποκάλυψη,
Μόνοι σε ολόκληρο τον κόσμο.Εσύ
Πιο τολμηρή, και ελαφρύτερη από πουλιού φτερούγα,
Στη σκάλα, σαν τον ίλιγγο,
Κατέβαινες πηδώντας το σκαλί και οδηγώντας
Μέσα από την υγρή την πασχαλιά προς το βασίλειό σου,
Προς την αντίστροφη πλευρά του γυάλινου καθρέφτη.
Όταν έπεσε η νύχτα, χάρη δόθηκε
Σε μένα, οι πύλες του βωμού
Ανοίχτηκαν, και στα σκοτάδια
Γύμνια έλαμψε και υπέκυψε αργά,
Και, καθώς ξύπνησα, « Να είσαι ευλογημένη!»,
Είπα και ήξερα, πως η επίκλησή μου
Ήταν παράτολμη: εσύ κοιμόσουνα,
Και η πασχαλιά τεντώθηκε έξω από τον πίνακα ν' αγγίξει
τις βλεφαρίδες σου με το μπλε του σύμπαντος της
Και οι βλεφαρίδες, συγκινημένες απ' το μπλε
Μείνανε ήρεμες, και το χέρι σου ήταν ζεστό.
Και μες στον κρύσταλλο,οι ποταμοί πάλλονταν,
Καπνός έστεφε τους λόφους, οι θάλασσες λαμπύριζαν,
Και εσύ κρατούσες τη σφαίρα την κρυστάλλινη
Μες στην παλάμη σου, και εσύ κοιμόσουνα στον θρόνο,
Και-ακριβοδίκαιε Θεέ!- ήσουν δική μου.
Ξύπνησες και μεταμόρφωσες
Το καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων,
Ώσπου η μιλιά ήταν γεμάτη και ξεχείλιζε
Συντριπτική ορμή, και η λέξη «εσύ»
Φανέρωσε τη νέα έννοια της και σήμαινε: κυρίαρχος
Στον κόσμο όλα μεταμορφώθηκαν, ακόμη ακόμη
Και πράγματα μικρά -η λεκάνη, το κανάτι-,όταν
Στάθηκε ανάμεσα σ' εμάς, σαν να 'ταν φύλακας,
Το χωρισμένο και συμπαγές νερό.
Οδηγηθήκαμε, χωρίς να ξέρουμε το πού.
Μπροστά μας ανοίγονταν, σαν οπτασίες,
Οι ως εκ θαύματος χτισμένες πολιτείες,
Η μέντα απλωνόταν κάτω από τα πόδια μας,
Και πουλιά την ίδια ακολουθούσανε μ' εμάς πορεία,
Και ψάρια πήδαγαν έξω από το νερό σε όλο το ποτάμι κατά μήκος,
Και ο ουρανός μπροστά στα μάτια μας ξεδιπλωνόταν ...
Όταν η μοίρα ακολουθούσε πίσω μας το μονοπάτι,
Σαν μανιακός μ' ένα ξυράφι ανά χείρας.
απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου
Τις νύχτες τρίζουν τα έπιπλα.
Κάπου στάζει απ’ τη σωλήνα.
Από το καθημερινό βάρος στους ώμους
Εκείνη τη στιγμή ελευθερώνονται,
Εκείνη τη στιγμή παραδίδονται στα πράγματα
Οι άφατες ανθρώπινες ψυχές,
Και τυφλές,
βουβές,
κουφές,
σκορπίζονται στους ορόφους.
Εκείνη τη στιγμή το ρολόι της πόλης
Στέλνει τα δευτερόλεπτα
εδώ
κι εκεί,
και ανεβαίνουν με τον ανελκυστήρα ζωντανοί,
τρυφεροί
και μισοζώντανοι,
Περιμένουν στα σκοτάδια, εκεί που στάζει το νερό,
Βγάζουν από τις τσάντες τα ποτήρια
Και χορεύουν σα τσιγγάνοι,
Στέκονται πίσω από τις πόρτες, σα συμφορά,
Τρυπώντας αργά μπαίνουν στις υδρορροές
Κι αμέσως κόβουν τα καλώδια.
Σύντομα όμως – θα γίνουν πιστωτές,
Κι ήρθαν για πάντα, για πάντα,
Κι έφεραν τους λογαριασμούς.
Αδύνατον
Να κάνεις μια τρύπα στο νερό, χωρίς να έχει κοιμηθεί, να κοπανίζεις αέρα,
Είναι αδύνατο να αποκοιμηθείς, - πόσο ταραγμένη
Είναι τούτη η νύχτα που δεν μας αφήνει σε ησυχία.
1958
Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου