Κάθε Σεπτέμβρη θα γυρνάς απ' το χωριό σου
και μόνο απ' τα άσπρα μερη κάτω απ' το μαγιο
θα αναγνωρίζω το κορμάκι το δικό σου
που τους χειμώνες το κοιτάζω μόνο εγώ
Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω....
αυτός τη νύχτα κλείνει εγώ μενω ανοικτός
κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω
κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως.....
Κάθε Σεπτέμβρη θα δαγκώνεις ένα μήλο
κι εγώ θα κάθομαι να βλέπω σαν Αδαμ
τον πειρασμό να σε τυλίγει σαν το φύλλο
και να μου κάνει την καρδιά μου γης μαδιαμ
ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
Για τον Tom Waits
To 1993 ήρθε η εποχή που τον αγάπησα. Τότε δεν άκουγα πια μουσική ούτε για ν’ αντιτεθώ, ούτε για να κατανοήσω. Άκουγα για να δυναμώσω τον εαυτό μου που μόλις είχα βρει και που προσπαθούσα να σώσω από πραγματικές πλέον απειλές. Και όταν ένας φίλος μού έδωσε όλα τα βινύλια του Waits και κάθισα σε μια νύχτα να τα ακούσω με τη σειρά, τον εαυτό μου αισθάνθηκα πολύ βαθιά.
Τώρα, τι ήταν αυτό που έκανε εμένα αλλά και χιλιάδες ακόμα Έλληνες συνομηλίκους μου ν’ αγαπήσουμε τόσο -και ιδιαίτερα- τον Tom Waits; Ίσως το ότι, όπως κι εκείνος 20 χρόνια πρωτύτερα, ζούσαμε κι εμείς πιο καθυστερημένα στο μεταίχμιο μεταξύ της «εθνικής» και της «πολυεθνικής» εποχής. Νοσταλγούσαμε κάτι που μόλις προλάβαμε να δούμε, ξέραμε όμως πως ήταν ήδη «πόλη-φάντασμα», πως για τους επόμενους θα ήταν ένα ακατανόητο -και όχι ελκυστικό- παρελθόν.
Μεταμφιεζόμασταν, λοιπόν, «Ελλάδα του ‘50 και του ‘60», αποστηθίζαμε ατάκες από παλιές ταινίες, μιμούμασταν τις διφωνίες των λαϊκών τραγουδιών, ανακαλύπταμε τον Χατζή και τον Ιωάννου και ταυτοχρόνως συνδεόμασταν πρώτοι και βουλιμικά στο ίντερνετ, συχνάζαμε στα καινούργια εμπορικά κέντρα και τα multiplex, καίγαμε αυτοβιογραφικά CD με «θέματα» από τηλεοπτικές σειρές.
Κάπως έτσι φανταζόμουνα τον Waits στην Αμερική των corporations του ‘70. Να τριγυρνάει στο τοπίο που άλλαζε για πάντα και ν’ αποθησαυρίζει τελευταίος τη φωνή της πουτάνας από τη Μινεάπολη, του παγωτατζή, της σερβιτόρας του Schwab’s drug store, του φαντασιόπληκτου αλογομούρη. Και όλα αυτά, υιοθετώντας τον ήχο των πρώτων LP της δεκαετίας του ‘50, σαν ένας αργοπορημένος μουσικός υπαρξιστής, γέρνοντας όμως λίγο παραπάνω προς την πλευρά του αισθήματος.
Στο «Rain Dogs», το αριστούργημα της δεύτερης περιόδου του, η μουσική τόλμη είναι τόσο ασταμάτητη, που ισχύει μέχρι σήμερα ως ένα σύνορο που δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί ούτε απ’ τους underground συνεχιστές του ούτε απ’ τον ίδιο τον Waits. Σε όλους τους μεταγενέστερους δίσκους του μένει στατικός, λιγότερο ή περισσότερο, στο τοπίο που ο ίδιος ανακάλυψε. Και οι κριτικοί -τώρα που δεν τους χρειάζεται πλέον- τον αποθεώνουν.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το άρτι αφιχθέν «Bad as me». Η ηχογράφηση του Waits-ικού ήχου έχει αγγίξει πραγματικά την τελειότητα, οι στίχοι είναι εκείνοι ακριβώς που θα περιμέναμε, μην περιμένετε όμως κανένα σκίρτημα απ’ αυτά που πάνε τον εαυτό μας λίγο μακρύτερα. Και πάλι, όμως, δεν μπορούμε να μη χαρούμε που οι ήρωες της υπόγειας, παλιάς Αμερικής είναι ακόμη ζωντανοί μέσα του και σχολιάζουν το ανελέητο παρόν, όπως στο εναρκτήριο «Chicago» ή στο μελαγχολικό «Talking at the same time». Δεν ξέρω πόσες γενιές ακόμα θ’ απασχολεί η Αμερική ως ένα βίαιο, αλκοοολικό κι εξαρτημένο από την τύχη και το χρήμα όνειρο. Κάθε μυθολογία κάνει τον κύκλο της κι έτσι και αυτή η συγκεκριμένη -σίγουρα όχι η πιο ενδιαφέρουσα που γέννησε ποτέ ο κόσμος- θα μας αποχαιρετήσει κάποια μέρα οριστικά. Όταν όμως κάποιος μελετητής θα γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος της, στην πρώτη δεκάδα των αληθινών ποιητών που εκείνη γέννησε (μαζί με τον Ηopper, τον Κασσαβέτη, τον Τσάντλερ, τον Charlie Parker) θα συναντάει στο τελευταίο κάθισμα τον Waits, τον τελευταίο που πρόλαβε να φορέσει τη στολή της, να χαλάσει τη φωνή του απ’ τα τσιγάρα της, να χάσει και τα τελευταία του δολάρια στο πιο κουτσό άλογό της.
Φοίβος Δεληβοριάς
LIFO - τεύχος 271 | 17-11-2011
Γεννήθηκε στην Καλλιθέα της Αθήνας το 1973. Έκανε μαθήματα κλασικής κιθάρας με τον Ορφέα Περίδη.
Το 1989 πηγαίνει τραγούδια του στο Μάνο Χατζιδάκι, με αποτέλεσμα να κυκλοφορήσει από τον «Σείριο» ο πρώτος προσωπικός του δίσκος "Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ".
Τα επόμενα 6 χρόνια γράφει και ηχογραφεί καινούργια τραγούδια κατ’ιδίαν. Το 1995 υπογράφει στη Sony Music και κυκλοφορεί τον δεύτερο δίσκο του "Η ΖΩΗ ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ ΕΙΝ´ ΩΡΑΙΑ", ενώ την ίδια χρονιά συμμετέχει και στη μουσική παράσταση του Διονύση Σαββόπουλου "Ανοιξιάτικο τραύλισμα".
Με αφορμή τον επόμενο δίσκο του «ΧΑΛΙΑ» (1998) κάνει την πρώτη του περιοδεία σε μουσικούς χώρους, αλλά και αίθρια πανεπιστημίων σε όλη τη χώρα.
Μετά από 2 χρόνια θητείας, επιστρέφει με την σχετική μουσική παράσταση «ΚαΨιΜί», προετοιμάζοντας το έδαφος για τον «ΚΑΘΡΕΦΤΗ», που κυκλοφόρησε το 2003.
Την ίδια χρονιά ανεβάζει την παράσταση «Ενόργανη Γυμναστική» στο Ζυγό της Πλάκας, ενώ το 2004, μαζί με την ομάδα δημιουργών κόμικς « Subart » και τον Ζακ Στεφάνου παρουσιάζουν το «Φανζίν», ένα μουσικό σώου εμπνευσμένο από τα κόμικς.
Την άνοιξη του 2007 κυκλοφορεί το «ΕΞΩ» .Τα τραγούδια του δίσκου εικονογραφούνται στο ένθετο βιβλιαράκι από 12 νέους ζωγράφους.
Tο φθινόπωρο ξεκινά στο «Ζυγό» την παράσταση «Κ-13», που θα ηχογραφηθεί-κινηματογραφηθεί και θα αποτελέσει τη βάση του διπλού cd-dvd «ΟΙ ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ», που η Sony κυκλοφορεί το 2008 .
Το 2009 ανεβάζει στο «Γυάλινο Μουσικό Θέατρο» τις «10 πρεμιέρες» όπου αυτοσχεδιάζονται 10 μουσικές συναντήσεις με ισάριθμους καλεσμένους ( Αργύρης Μπακιρτζής, Παύλος Παυλίδης, Μάρθα Φριντζήλα, Encardia, Νίκος Ξυδάκης, Κωστής Μαραβέγιας, Αρλέτα, Μάρω Μαρκέλλου, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Musica Ficta).
Στις αρχές του 2010 σχηματίζει την Big Band, (μουσικό σχήμα 30 οργάνων με δύο μόνο μουσικούς: τον Γιώργο Κατσάνο και τον Σταμάτη Σταματάκη) και παρουσιάζουν την ομότιτλη μουσική παράσταση στο «ΜΕΤΡΟ».
Με τους ίδιους συνεργάτες ηχογραφεί το άλμπουμ «Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ» που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 2010 από την Inner Ear.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου