(Φωτ. Μιχαλης Ταδε)
Ποιηση Οδ. Ελυτης
Ζ΄
Ἦρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τό παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
Καί τό χώμα δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή φτέρνα τους.
Ἔφεραν
τόν Σοφό, τόν Οἰκιστή καί τόν Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων καί ἀριθμών,
τήν πάσα Ὑποταγή καί Δύναμη,
τό παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
Καί τό φῶς δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κάν δέ γελάστηκε τό χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι.
Οὔτε ζέφυρος κάν, τίς λευκές νά φουσκώσει ποδιές.
Ἔστεισαν καί θεμέλιωσαν
στίς κορφές, στίς κοιλάδες, στά πόρτα
πύργους κραταιούς κι ἐπαύλεις
ξύλα κι ἄλλα πλεούμενα,
τούς Νόμους, τούς θεσπίζοντας τά καλά καί συμφέροντα,
στό παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Καί τό μέτρο δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέψη τους.
Οὔτε κάν ἕνα χνάρι θεοῦ στήν ψυχή τους σημάδι δέν άφησε
Οὔτε κάν ἕνα βλέμμα ξωθιάς τή μιλιά τους δέν εἶπε νά πάρει.
Ἔφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου,
τά παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
Καί τά δῶρα τους ἄλλα δέν ἤτανε
παρά μόνο σίδερο καί φωτιά.
Στ’ ἀνοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά. Μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά.
Ζ΄
Ἦρθαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου
τό παμπάλαιο χῶμα πατώντας.
Καί τό χώμα δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή φτέρνα τους.
Ἔφεραν
τόν Σοφό, τόν Οἰκιστή καί τόν Γεωμέτρη,
Βίβλους γραμμάτων καί ἀριθμών,
τήν πάσα Ὑποταγή καί Δύναμη,
τό παμπάλαιο φῶς ἐξουσιάζοντας.
Καί τό φῶς δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέπη τους.
Οὔτε μέλισσα κάν δέ γελάστηκε τό χρυσό ν’ αρχινίσει παιχνίδι.
Οὔτε ζέφυρος κάν, τίς λευκές νά φουσκώσει ποδιές.
Ἔστεισαν καί θεμέλιωσαν
στίς κορφές, στίς κοιλάδες, στά πόρτα
πύργους κραταιούς κι ἐπαύλεις
ξύλα κι ἄλλα πλεούμενα,
τούς Νόμους, τούς θεσπίζοντας τά καλά καί συμφέροντα,
στό παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Καί τό μέτρο δέν ἔδεσε ποτέ μέ τή σκέψη τους.
Οὔτε κάν ἕνα χνάρι θεοῦ στήν ψυχή τους σημάδι δέν άφησε
Οὔτε κάν ἕνα βλέμμα ξωθιάς τή μιλιά τους δέν εἶπε νά πάρει.
Ἔφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»
ἀμέτρητες φορές οἱ ἐχθροί μου,
τά παμπάλαια δῶρα προσφέροντας.
Καί τά δῶρα τους ἄλλα δέν ἤτανε
παρά μόνο σίδερο καί φωτιά.
Στ’ ἀνοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά. Μόνον ὅπλα καί σίδερο καί φωτιά.
Είμαι ενας θεός πρωτόγονος ή ενας έφηβος βαρβάρου γιός.
Βλέπω την ομορφιά μου και κλονίζομαι απο φρίκη
Συστρέφω τα μέλη μου με μανία.
Ιδανικό ξόανο και σου δίνω την παλάμη μου.
Να γράψεις πάνω ενα τραγούδι,
να εκστασιαστώ να ξεφύγω απο την αγάπη των ανθρώπων που με σκοτώνει μέσα τους
κι απο τον θάνατο μου δεν μ'ελευθερώνει.
--- --- --- ---- --- ---- ---- ----
Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας
πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.
Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.
Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.
Τάσος Λειβαδίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου