(φωτ.Αριαδνη)
Με τους συμπότες ήμουνα και γιόρταζα τη μέρα,
Μα ξαφνικά ένας δυνατός με πήρε απ' την καρέκλα.
Μ' έδειρε, με στροβίλισε σαν να 'μουν σκουπιδάκι.
Στους καταρράκτες τ' ουρανού ξαναβαπτίστηκα.
Η πόλη που μεγάλωσα μου στέλνε τα φιλιά της.
Μόνο η καλή μου έλειπα γιατί έμπλεξε τις ζίγρες στα μαλλιά της.
Χάλκινα απ' τη Γουμένισσα κι απ' το Γιδά ζουρνάδες,
κι απ' την Αγιάσσο γέροντες χορεύαν σιωπηλά.
Κοντά μου κι ο προφήτης μου, της γειτονιάς μαγκάκι,
κρατούσε αλφαβητάριο κι είχε στο χέρι Μάρτη.
Άνοιξε το βιβλίο του στην πρώτη τη σελίδα.
Ξεπήδησαν τα γράμματα και γίνηκαν πουλιά
Κι ο Ιωσήφ που πέρναγε --μοιραία ή κατά τύχη-
από τα' αυτί του τράβηξε και μου 'δωσε του μαραγκού μολύβι.
«Πάρε και γράψε, αγόρι μου με το καλό σου χέρι
ό, τι η ψυχή σου λαχταρά στο άδειο το χαρτί».
Στον Ιορδάνη ήμουνα --η μήπως στο Ασμάκι;-
κι έγραψα με τ' αριστερό --άδεια ζωή- ήρεμα και μ' αγάπη:
«Αχ, να 'μουνα καλύτερος, αχ, να μην ήμουν ψεύτης
και το μεγάλο κάλεσμα να μην φοβούμουνα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου