Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Παντελής Μπουκάλας









Φωτ. Αριαδνη..

Ο αγαπημένος του αδελφού μου.



Στον έρωτα μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση. 




Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ' την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ' τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δύο φορές στα ίδια του να μπω, τα μελλούμενα να 'ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ' αποστρέφονταν. Κι ώς τον Αδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.


.......................
Μάντευα την ηδονή πριν την γνωρίσω και με κατακτήσει, με άκρα επιμέλεια την οργάνωνα, την εφεύρισκα ακόμα, ότι του νου είναι όλα, από κείνον εκπορεύονται και σ' εκείνον ο νόστος τους.

.......................
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δώσω κάτι περ-
σότερο από τον πανικό μου. Κρυμμένος θα
'μαι και την ώρα την πιο άγρια, όταν το πά-
θος θα με τανύει ώς τη ρήξη. Ατεχνα κρυμ-
μένος. Σαν και τον κλέφτη που επαιτεί τη
σύλληψή του, να λυτρωθεί.
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δώσω κάτι περ-
σότερο από τον πανικό σου. Και τη στιγμή
την άγια θα ξεμακραίνεις μέσα σου, θα χά-
νεσαι, στον κόμπο που σε γέννησε θα επι-
στρέφεις, λατρεύοντάς τον με μιαν αγάπη
σπαραγμού.
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δοθώ υπέρτερος
του σκηνοθέτη πανικού μου.

(Ο μάντης, 1994)

.....................
Σαν τα πλατάνια. Ξυλεύει ο χρόνος και καίει. Καν ανη-
λεής. Απλώς αδιάφορος. Και βλασταίνει η πίκρα και θάλ-
λει, τα παιδιά μας υπάρχουμε, κατοικούμε ήδη μια μνήμη
που θα μας ξεχάσει, είμαστε κιόλας οι μέλλοντες, και το νήμα κρατάει και συσταίνει δεσμούς, τις μοίρες τυφλές της οργής καταλείποντας. Η σπορά μας ο άνεμος. Η πατρίδα υγρή, όσο υγρή η ερωμένη φωνή όταν λύνει τους κόμπους της και ηδύτατα άγρια βαθαίνει τα ρήματα, παραπλέει το θάνατο.

Χα. Ο θάνατος.

.....................
Νύχτα, κι ο κόσμος γίνεται καπνός και με τυλίγει. Δίχως
μορφή τα πράγματα, σκοτίζονται, σμίγουν, παράφορα ερω-
τεύονται
και φονικά χωρίζουν.
Η μνήμη ανέρχεται αιματηρή, πόλη φασμάτων. Κομ-
μένα νήματα με πνίγουν, φίλοι που φύγαν, κι έμεινε η
πληγή
να καίει λέξεις.


.....................
Χα ο θάνατος. Μα ο πατέρας έγινε ίσκιος και γραφή
πριν γίνει ρήμα. Και καβαλάρης έφυγε, ο ημερήσιος θάνα-
τος μην και τον φαρμακώσει. Τώρα κοιμάται στα βαθύκο-
μα πλατάνια τ' ουρανού και καβαλάρη με ονειρεύεται. Και
 στ' όνειρο του υπάρχω ήδη ασφαλής και καταστερωμένος.



(Οπόταν πλάτανος, 1999)


.......................................
Σύνοψη
Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ' αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ' την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο...
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος


Φυσικά
Φαντάζομαι το χέρι της.
Να μεθοδεύει την παραφορά
τραγούδια μυστικά διαλέγοντας,
να ξεσκονίζει μνήμες
να χαϊδεύει νότες.
Αχ να 'μουν νότα, έστω τραυλή,
έστω θραυσμένη,
χάδι το χέρι της να μου δωρίσει πύρινο
ώς την απανθράκωση.
Φαντάζομαι τα μάτια της.
Να συννεφιάζουν, να πανηγυρίζουνε,
να λάμπουν, ολόγιομα να λάμπουν
ακούγοντας τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς,
παιδί παιδάκι ο χρόνος
και να κολυμπάει στην υγρασία τους.
Αχ  να 'μουν τραγούδι να με πει
να με στολίσει,
να μ' ευλογήσει ο ρυθμός της
την ψυχή να λύσει.

Φαντάζομαι το δάκρυ της. Δακρύζω.
Στο γέλιο της γελώ και θριαμβεύω.
Φαντάζομαι την πίκρα της. Ραγίζω.
Και μέσα απ' τις ρωγμές μου ταξιδεύω.

(Ρήματα, 2009)
Το κρατικό βραβείο Ποίησης πήρε ο Παντελής Μπουκάλας για την έβδομη ποιητική του συλλογή «Ρήματα» («Αγρα»)


Ανθολόγηση ποιημάτων

Απ' τις εφτά σάλπιγγες του τηλεφώνου διελαύνουν τα μάτια σου ως να με τήξουν. Καλύτερα να μη γυρίσεις. Θα σε καλύπτει το προσδοκώμενο χαμόγελο, η ήρεμη φωτιά ελπίζοντας οσμές σαββάτου. Καλύτερα να 'ρθεις. Είπα να χαιρετίσω τα μάτια σου, μόνο που μ' είχε κυκλώσει το εφτάψυχο βλέμμα σου δικαιώνοντας τη μοναξιά του κόσμου.
Η χαρά σου το σήμα μου, όταν το φως κερδίζει το σώμα μου συντάσσοντάς το με τον τρόπο της γεύσης σου. Και πάντα με τα όνειρά μου ανθοί πικροδάφνης να εντείνουν τη γλώσσα μου. Εύφορος κόσμος ο κόσμος των εξόδων.
(Η εκδρομή της Ευδοκίας, 1982)

................
Μια συλλαβή
πριν γίνεις δάκρυ
λύνεσαι φως
Κι εγώ που σε διψώ
μαυλίζω
το κοκαλάκι της μουσικής σου
Ο πόνος άγονος
στο αλέτρι σου μη ενδίδοντας
Σβήνει τα χείλη σου η πίκρα
Μαράθηκαν τα φύλλα σου
κι έγινες μάνα
................
Στύση μουγκή
βουλιαγμένη στην ιλύ των φαντασμάτων
Η μοναξιά κατοικεί στους καθρέφτες
ρίμες θλιβερές και τελετές θανάτου
εμπορεύεται
Η μοναξιά ουρλιάζει στα σύρματα
και πετρώνουν οι λέξεις
Αξία τους μόνη εσύ
αυτός
το ζεϊμπέκικο που δεν τόλμησε
..................
Κάθε πρωί ταΐζω τον μέσα πάνθηρα με καθρεφτάκια και εικονίσματα, να 'χει να πλέξει όνειρα να 'χει να υφάνει δάκρυ. Και κάθε που σιγά ο ήλιος, ανατέλλω μέσα μου τις νύχτες που δεν τις ρυμουλκούν επίθετα, μια μ' όνειρο μια δάκρυ ζωπυρώντας των φρενών τ' ολοκαύτωμα. Και κάθε που 'ρχεται η αφή μουσκεμένος κόσμο κερδίζω τη σπατάλη
(Ο μέσα πάνθηρας, 1985)

       ----             -----                  -----
 
Παραμυθία
Ψωμί ο χρόνος,
ακριβώς πικρό,
ωσάν το βλέμμα όσων απόκαμαν
και κίνησαν για το βαθύ ταξίδι
το αμεταγλώττιστο.
Μνήμη αμείλικτη το σώμα σου,
ένα κλωνί βασιλικός στ' αυτί του χάρου.
Πρώτη και μόνη σιγουριά
αυτό που πάντα διαφεύγει

Λοκ άουτ
Υγρός
κι ανήμερος
επειδή του πόθου παρανάλωμα.
Φεύγεις
και φεύγει η όψη μου.
Πώς να μην ξαναρχίσω.
Ανάποδα, λοιπόν, Τζων Λοκ, ανάποδα.
Με το κεφάλι κάτω:
Ουδέν εν τη αισθήσει
ο μη πρότερον εν τη νοήσει.
Ενας νους τερατώδης ολονέν εκσαρκίζεται
να πληρώσει νόημα το Παμφάγο Ανόητο
Δεν αντέχεται αλλιώς τόσο πένθος

Στον αστερισμό του κυνός
Να ξοδευόμαστε υπέρ του μηδενός
για να μην στο μηδέν υποχωρήσουμε
Λέξεις από το πένθος μας
να κλέβουμε ανοιχτές
για να μην στο πένθος κλειστούμε
Να μεταφράζουμε την απελπισία σε όρεξη,
της ψυχής μας τη σάρκα να δειπνούμε
για να μην το κενό μας βροχίσει
Μπαίγνιο του χρόνου μην ξεπέσουμε
Του κυνισμού
κόκαλο
μην αφεθούμε

Ερεβοδίφης
Ρέεις εντός μου.
Πάμπλουτος όσο η νύχτα.
Και με τον ήλιο
σκηνοθετώ στην αγορά
τον μέσα πάνθηρα
τον αυτοφάγο.
Οτι καρκίνος ο έρωτας
πολλαπλασιάζοντάς σε
για να σε σβήσει
(Σήματα Λυγρά, 1992)



Το επομενο ποιημα αρεσει πολυ στον αδελφο μου για αυτο και του το στελνω με αγαπη..


«Ανώνυμο»

Α μωρέ Πάνο/ Πόσα τραγούδια θ’ απομείνουν ατραγούδιστα
και πόσοι στάσιμοι χοροί/ ματαιωμένοι.
Κι ας επιμένει η γλώσσα/ να γυρνάει λέξεις και μουσικές σαν ξόρκια
Κι ας δοκιμάζει το κορμί να εγερθεί/ και να κινήσει
Βουβά θα μείνουν τα τραγούδια μας/ μωρέ Δήμο/ το σώμα αργό
καθηλωμένο από της μνήμης το φαρμάκι
γιατί δε γίνονται χοροί χωρίς παρέα/ και τα τραγούδια μας
συνδυό- συντρείς ή τίποτε
Κι είμαστε πια πληνδυό- πληντρεις
Κι είμαστε πια πλξνδυό- πληντρείς- πλην πόσοι
- είμαστε τάχα;
Και τα τραγούδια μας γυρνούν αυθόρμητα
σε μοιρολόι/ μωρέ μάνα/ σε μοιρολόι αδάκρυτο
Μόνο το αίμα του θυμού το υγραίνει

Το αίμα ενός πατέρα που υπήρξε λείποντας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: