Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

La Reina




Ποίηση : Pablo Neruda
Μουσική (music) : Τέρψη Κονταργύρη
Φωνή(vocals) : Παντελής Καλογεράκης, Τέρψη Κονταργύρη
Κιθάρα(guitar) :  Αντωνης Κουφουδάκης,Μιχάλης Καλογεράκης,Τέρψη Κονταργύρη


La Reina

Yo te he nombrado reina.
Hay más altas que tú, más altas.
Hay más puras que tú, más puras.
Hay más bellas que tú, hay más bellas.
Pero tú eres la reina.

Cuando vas por las calles
nadie te reconoce.
Nadie ve tu corona de cristal, nadie mira
la alfombra de oro rojo
que pisas donde pasas,
la alfombra que no existe.

Y cuando asomas
suenan todos los ríos
en mi cuerpo, sacuden
el cielo las campanas,
y un himno llena el mundo.

Sólo tú y yo,
sólo tú y yo, amor mío,
lo escuchamos.





kainavelos.blogspot.gr

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

«100 χιλιάδες ποιητές για την αλλαγή»




Ποιητικές αναγνώσεις
 υπό τους ήχουςτης Φιλαρμονικής Ορχήστρας Πνευστών του Δήμου Αθηναίων,φιλοξενεί στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Εθνικός Κήπος, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας«100 χιλιάδες ποιητές για την αλλαγή», κατά την οποία δημιουργοίκαι πολίτεςσυμμετέχουν σε περισσότερες από 800 εκδηλώσεις, που πραγματοποιούνται ταυτόχρονα την ίδια ημέρα, σε 115 χώρες, εκφράζοντας μέσω της ποίησης την ανάγκη τους για συλλογικότητατομές και αλλαγές παντού.
Στην Αθήνα τη διοργάνωση αναλαμβάνουν  η Πρωτοβουλία 21 Μαρτίου, που  διοργάνωσε -και την ποιητική δια-μαρτυρία ενάντια στην κρίση στην Αθήνα, την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου 2012) -ο Κύκλος Ποιητών, τα ποιητικά περιοδικά Poetix  και Ποιητικά, ο  εκδοτικός  οίκος  Μικρή Άρκτος και η αλυσίδα πολιτισμού ΙΑΝΟS, σε συνεργασία με τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ).
Στον Εθνικό Κήπο, μεταξύ άλλων, θα βρεθούν οι ποιητές: Δημήτρης Αγγελής, Δημήτρης Αθηνάκης, Γιώτα Αργυροπούλου, Αναστάσης Βιστωνίτης, Ηλίας Γκρης, Γιάννης Δάλλας, Γιάννης Ευσταθιάδης, Δημήτρης Καλοκύρης, Έλσα Κορνέτη, Μιχάλης Μήτρας, Γιώργος Μπλάνας, Παυλίνα Παμπούδη, Χρίστος Παπαγεωργίου, Βασίλης Ρούβαλης, Χρίστος Ρουμελιωτάκης, Αγγελική Σιδηρά, Κωστής Τριανταφύλλου και Γιώργος Χουλιάρας.
Θα συνοδευουν οι μουσικοι Ταδε (Μιχαλης και Παντελης Καλογερακης). 
Εθνικός Κήπος
Ώρα: 12.00-14.30

Αρης Δικταιος. Δεκα σχεδια για το προσωπο του ερωτα.

(φωτ. Μιχαλης ταδε.)



Είμαι ενας θεός πρωτόγονος ή ενας έφηβος βαρβάρου γιός.
Βλέπω την ομορφιά μου και κλονίζομαι απο φρίκη
Συστρέφω τα μέλη μου με μανία.
Ιδανικό ξόανο και σου δίνω την παλάμη μου.

Να γράψεις πάνω ενα τραγούδι,
να εκστασιαστώ να ξεφύγω απο την αγάπη των ανθρώπων που με σκοτώνει μέσα τους
κι απο τον θάνατο μου δεν μ'ελευθερώνει.




Η Ποιηση
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ ἔντυνες μία φορὰ τὴ γυμνὴ μέθη μας
ὅταν κρυώναμε καὶ δὲν εἴχαμε ροῦχο νὰ ντυθοῦμε
ὅταν ὀνειρευόμαστε, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ζωὴ νὰ ζήσουμε
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σύννεφα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὴ ρέμβη μας;
δὲ θὰ ὑπάρξουν πιὰ σώματα γιὰ νὰ ταξιδέψουμε τὸν ἔρωτά μας;
Μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κλειστεῖς μέσα σὲ σχήματα
μὰ ἐσὺ Ποίηση
ποὺ δὲ μποροῦμε νὰ σ᾿ ἀγγίξουμε μὲ τὸ λόγο
ἐσὺ
τὸ στερνὸ ἴχνος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀνάμεσά μας
σῶσε τὴν τελευταία ὥρα τούτη τοῦ ἀνθρώπου
τὴν πιὸ στυγνὴ καὶ τὴν πιὸ ἀπεγνωσμένη
ποὺ ὁ Θάνατος
ποὺ ἡ Μοναξιὰ
ποὺ ἡ Σιωπὴ
τὸν καρτεροῦν σὲ μία στιγμὴ μελλούμενη



Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Anne Sexton-2 Ποιηματα.

Anne Sexton


Ξιφολόγχη


Τι μπορώ να κάνω μ’ αυτή την ξιφολόγχη;
Να στήσω μία τριανταφυλλιά;
Ή να τη χώσω στο φεγγάρι;
Ή μήπως με την κόψη της να ξύριζα τα πόδια μου;
Ή μήπως να καμάκωνα ένα ψάρι;
Όχι. Όχι.

Την έφτιαξα
για σένα
στα όνειρά μου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά.
Ήμουν σε στάση εμβρυακή,
όμως μια ξιφολόγχη είχα στα χέρια μου
που προοριζόταν για τη γη του στομαχιού σου.
Ο αφαλός το αίνιγμά του τραγουδούσε.
Τα έντερα ελίσσονταν σαν δρόμοι αλπικοί.
Φτιάχτηκε για να εισέλθει μέσα σου
όπως εισήλθες μέσα μου εσύ
και κόβοντας να σε γεμίσει φως της μέρας,
να ελευθερώσει τη θαμμένη σου ενδοχώρα,
να ελευθερώσει το κουτάλι που με τάισες,
να ελευθερώσει το πουλί που είπε άντε γαμήσου,
να το σμιλέψει σε άγαλμα μέχρι να γίνει άσπρο,
και τότε θα μπορούσα να το βάλω σε ένα ράφι,
ένα αντικείμενο άλογο σαν πέτρα,
όμως με όλους τους παλμούς
ενός σταυρού του μαρτυρίου.


Φεύγεις, έφυγες

Πάνω από πέτρινους τοίχους και αχυρώνες,
χιλιάδες μίλια μακριά από τις μαυρομάτες Σούζαν,
πάνω από σκηνές του τσίρκου και σεληνακάτους
φεύγεις, φεύγεις.
Εσύ που με κατοίκησες
στο πιο βαθύ και πιο σπασμένο μου κομμάτι,
φεύγεις, φεύγεις.

Μια γριά γυναίκα σε φωνάζει.
Από το νεκροκρέβατό της, όλο πόνο
σε ρωτά «Λοιπόν, τι θα σου μείνει από δαύτη;».
Είναι ο πυρήνας όλων των μύθων.
Είναι η τρελή του δείπνου
κι εσύ ο ταξιδευτής.

Παρά το ότι βιάζεσαι
σταματάς για ν’ ανοίξεις ένα μικρό καλάθι
και κάτω από τακτοποιημένα μισοφόρια
της δείχνεις τα μάτια με τις ραβδώσεις της τίγρης
που ξερίζωσες πρόσφατα,
της δείχνεις την ειδικότητά σου, τα χείλη,
αυτές τις δύο πρέσες
που άγρια τη σφίγγουν.
Το ένας χείλος μου ανήκει,
το άλλο είναι δικό σου.
Αποσπάστηκαν απ’ το οστό του καρπού
όταν ξεχύθηκες
στην ακατόρθωτη φυγή, έφυγες.

Τότε ακουμπάς το καλάθι
στην κούφια ποδιά της γριάς.
Ως τελευταία πράξη εκείνη χαϊδεύει
αυτά τα τεχνουργήματα σα να ‘ταν παιδικό κεφάλι
και μουρμουρίζει «πολύτιμα, πολύτιμα».
Κι εσύ χαίρεσαι που της τα 'δωσες
γιατί κι αυτή, ένα ταξίδι κάνει.

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

''Κακες Παρεες''

(φωτ. Μιχαλης Ταδε)

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.  
Να  το θυμάσαι Μαρία.  
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι  
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη  
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.  
’κου θάρθει καιρός  
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς  
δε θα βγαίνουν στην τύχη  
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές  
με γυρμένους απέξω  
Και τη δουλειά  
θα τη διαλέγουμε  
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.  
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα  
κι άλλοι με νότες.  
Να φυλάξεις μονάχα  
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό  
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές  
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός  
για το μάθημα της ιστορίας.  
Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.  
Και θαρθούνε κι άλλοι.  
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-  
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω  
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:  
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".  
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!  
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

 Κατερίνα Γώγου



Ποιηση Νικος Γκατσος
Μουσικη Μιχαλης Καλογερακης

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ella Fitzgerald, the Voice of Jazz



"I never knew how good our songs were," Ira Gershwin once said, "until I heard Ella Fitzgerald sing them."


Ella Fitzgerald





Ella Fitzgerald, the Voice of Jazz
By STEPHEN HOLDEN
Published: June 16, 1996

Correction Appended
Ella Fitzgerald, whose sweet, silvery voice and endlessly inventive vocal improvisations made her the most celebrated jazz singer of her generation, died yesterday at home in Beverly Hills, Calif. She was 79.

She had been suffering from diabetes and its eyesight and circulatory system complications for many years. In 1993, both of her legs were amputated below the knees.

A pre-eminent American singer who brought a classic sense of musical proportion and balance to everything she touched, Miss Fitzgerald won the sobriquet "first lady of song" and earned the unqualified admiration of most of her peers. Musicians from Bing Crosby to Benny Goodman, when asked to name their favorite singer, cited Ella Fitzgerald.

"Man, woman or child, Ella is the greatest," Crosby once said. Mel Torme hailed her as having "the best ear of any singer ever." Until the 1970's, when physical problems began to impinge on her perfect technique, this hefty, unglamorous woman seemed to loom as an immutable creative force in a musical world where everything else was crumbling.

In a career that spanned six decades, Miss Fitzgerald stood above the emotional fray of the scores of popular standards she performed. Stylistically she was the polar opposite of her equally legendary peer, Billie Holiday, who conveyed a wounded vulnerability. Even when handed a sad song, Miss Fitzgerald communicated a wistful, sweet-natured compassion for the heartache she described.

Where Holiday and Frank Sinatra lived out the dramas they sang about, Miss Fitzgerald, viewing them from afar, seemed to understand and forgive all. Her apparent equanimity and her clear pronunciation, which transcended race, ethnicity, class and age, made her a voice of profound reassurance and hope.

Over the decades, Miss Fitzgerald performed with big bands, symphony orchestras and small jazz groups. Her repertory encompassed show tunes, jazz songs, novelties (like her first major hit, "A-Tisket A-Tasket," recorded in 1938), bossa nova, and even opera ("Porgy and Bess" excerpts, recorded with Louis Armstrong). At her jazziest, her material became a springboard for ever-changing, ebullient vocal inventions, delivered in a sweet, girlish voice that could leap, slide or growl anywhere within a range of nearly three octaves.





          ----                     ----                        ----                          ----                     ----


I'm feeling mighty lonesome
Haven't slept a wink
I walk the floor and watch the door
And in between I drink

Black coffee
Love's a hand me down brew
I'll never know a Sunday
In this weekday room

I'm talking to the shadows
1 o'clock to 4
And Lord, how slow the moments go
When all I do is pour

Black coffee
Since the blues caught my eye
I'm hanging out on Monday
My Sunday dream's too dry

Now a man is born to go a lovin'
A woman's born to weep and fret
To stay at home and tend her oven
And drown her past regrets
In coffee and cigarettes

I'm moody all the morning
Mourning all the night
And in between it's nicotine
And not much hard to fight

Black coffee
Feelin' low as the ground
It's driving me crazy just waiting for my baby
To maybe come around

My nerves have gone to pieces
My hair is turning gray
All I do is drink black coffee
Since my man's gone away


                      BLACK COFFEE



                         -----                           -----               ----                     ----            ----


How High the Moon
By FRANK RICH
Ella Fitzgerald could turn any song into an oxygen rush of bouncing melody that reached the listener's ears as pure, untroubled joy -- the eternally young sound of a young country.
June 19, 1996



Ella Fitzgerald's Playfulness Ripens With Time's Passage
By STEPHEN HOLDEN
Ella Fitzgerald, who will turn 73 on April 25, commands an undiminished rhythmic inventiveness, but her voice has developed a wobble that makes her ability to sustain notes somewhat uncertain. But ever the resourceful technician, she has learned how to work around her vocal seams, and there are moments she even uses them to expressive advantage.
April 15, 1991




Ward of the State;The Gap in Ella Fitzgerald's Life
By NINA BERNSTEIN

Ella Fitzgerald sang jazz in a voice so pure and perfected that it admitted no pain -- and America loved her for it. In her sound we soared over the darkest passages of our nation's history, to a place where race and class lost all dominion. Yet the public never knew the full measure of her accomplishment, because for over 60 years she kept the cruelest chapter of her own history a secret: her confinement for more than a year in a reformatory when she was an orphaned teen-ager.
June 23, 1996

Οι αγαπημενοι μου, της Θεσσαλονικης.




Στον κ.Βασίλη Νόττα και στον κ.Ηλία Κουτσούκο.


(φωτ. Βασίλης Νόττας)


Ο άνεμος
Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Προσοχή λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Στον  παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά

Οι ¨ωχ αδελφέ¨ κι οι ¨καθώς πρέπει¨
για τον άνεμο ρωτούν
που δέντρα ρίχνει, στέγες παίρνει  και φούστες σηκώνει

¨Ωχ αδελφέ¨ και ¨καθώς πρέπει¨
θα σας απαντήσω εγώ
πως ο άνεμος σας έχει
γραμμένους και τους δυο

Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Τον  παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά

Έτσι βέβαια κι αρκεστείς
σε ό, τι μοιάζει προφανές
ο αέρας ίδιος είναι για όλους τους ανθρώπους

αλλά αν προβληματιστείς
περισσότερο θα δεις
πώς να ενοχλεί του αρέσει στριμμένους και εμπαθείς

Πρόσεξε λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Όταν φυσάει δυνατά
Κράτα τη φούστα σου σφικτά

Προσοχή λιγάκι
Στο Καλατραβάκι
Στον  παιχνιδιάρη τον βοριά
Που ανακατεύει τα μαλλιά
                     μετ. Β.Νόττας
                     τραφουδι του Georges Brassens.

Βασίλης Νόττας











Το νεο Μυθιστόρημα του Βασίλη Νόττα  Το Πολυτεχνείο τρέμει. Ένα μυθιστόρημα πανεπιστημιακής φαντασίας με αστυνομικές αποχρώσεις.


«Τον καιρό εκείνο ο Τόπος άλλαζε και μαζί του άλλαζε και η Πόλη»


Στο μπαλκόνι στην Ανω Πόλη με καφέ ή με κρασί.
Με τραγιάσκα και με ενα χαμόγελο μεχρι τον ουρανό.
Ζωγραφική.Ποίηση.Georges Brassens.

   ----                         ----                        ----                        ----                     ----


Ηλίας Κουτσούκος





Αγαπημένη μου μαμά,

Σου γράφω γιατί αισθάνομαι πολύ μπλοκαρισμένος πάλι... Μάλιστα έχω την εντύπωση πως είμαι πολύ μπλοκαρισμένος τα τελευταία είκοσι χρόνια... Μαμά νομίζω πως αυτά τα χρόνια τα έχασα κάπου. Για να σου εξηγήσω καλύτερα μου θυμίζει εκείνη την ιστορία με το εικοσάρικο... πρέπει να ήταν γύρω στο 1960 που πρωτοβγήκαν τα μεταλλικά εικοσάρικα —θυμάσαι— κι ο μπαμπάς έφερε ένα εικοσάρικο στο σπίτι και μας το έδειξε κι εγώ ο ηλίθιος μόλις ο μπαμπάς έπεσε για ύπνο το βούτηξα μέσα απ' το μικρό του το τσεπάκι και την άλλη μέρα το μεσημέρι που γύρισε ο μπαμπάς — μετά το φαγητό— είπε κοιτάζοντας το πιάτο με τις φακές του, κάπου έχασα το εικοσάρικο που σας έδειξα χτες... και συ είπες, αποκλείεται... κάπου θα το έδωσες και δεν θυμάσαι Τζίμη... κι αυτός είπε δυο-τρεις φορές χωρίς να σε κοιτάζει, χωρίς να με κοιτάζει, το εικοσάρικο χάθηκε εδώ μέσα στο σπίτι!... κι εγώ είχα γίνει λιώμα μ' αυτό που είπε κοιτάζοντας τις φακές του... Βέβαια το ίδιο βράδυ τόβαλα πάλι στο τσεπάκι του, έκλαψα κι όλας θυμάμαι στο κρεβάτι μου αφού είχα γίνει ο κλέφτης του μπαμπά...

Μαμά, έτσι ακριβώς αισθάνομαι με τα χρόνια. Νομίζω πως τα έχασα κάπου τριγύρω μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ, λες και τα έκλεψα εγώ απ' τον εαυτό μου...

[....] Μαμά θέλω να σου γράψω δυο λόγια για τα μαθήματα που κάνω στη σχολή. Έχω κάπου εξήντα μαθητές σε τρία τμήματα. Στη σχολή λένε πως είμαι ο καλύτερος καθηγητής αν και δεν ακολουθώ κανένα οδηγό διδα­σκαλίας, παρά τους λέω τα δικά μου πράγματα. Τα παιδιά ξέρεις θαυμάζουν τον δάσκαλο τους αν τους μιλάει στη γλώσσα τους κι εγώ έτσι τους μιλάω και τους λέω πως είναι ξοφλημένοι αν δεν μπουν στο Σύστημα αλλά παράλληλα τους βρίσκω διάφορους τρόπους να είναι μέσα στο Σύστημα και να μην είναι! Αυτό τους ενθουσιάζει πολύ! τώρα που να σου εξηγήσω ρε μαμά τι σημαίνει Σύστημα;.. είναι σαν να σε βρίζω και συ να μου λες στο τηλέφωνο., καλά-καλά παιδάκι μου αλλά να προσέχεις και να φοράς φανέλα από μέσα!. έτσι δηλαδή η αιώνια προστασία, κατάλαβες;

[....] Μαμά προχτές σε είδα στον ύπνο μου και χάρηκα πολύ. Φορούσες ένα μπεζ ταγιέρ με μεγάλα πέτα, κάτι καφετιές γόβες και τσάντα ασορτί, καδράκι του εξήντα ήσουν, μόλις λέει, είχε σχολάσει η εκκλησία κι έμπαινες σπίτι... Λιάκο! Λιακούλη, φώναξες απ' την πόρτα κι εγώ έτρεxα σφήνα στον καμπινέ να σβήσω το τσιγάρο...

Μαμά θα κλείσω τώρα και θα σου γράψω άλλη φορά γιατί είμαι κουρασμένος. Τον μπαμπά και τα μάτια σου.

Μαμά στο προηγούμενο γράμμα σ' είχα πικράνει για τον Άγιο Φανούριο και τις πίτες που κάνεις. Εντάξει, μη παίρνεις στα σοβαρά όσα σου γράφω. Πάντως στο λέω πως ο Άγιος Φανούρης σου δεν κάνει τίποτα...

Σ' αγαπώ
ο Λιάκος σου


Από το περιοδικό ΓΙΑΤΙ - τ. 179, Μάιος 1990
Ηλίας Κουτσούκος
Απο το βιβλίο  "Γράμματα στη μητέρα"

               ---                    ---                     ---                        ---                 ---

                                      Ψέμα απ' το βάθος δεξιά

Καθόμουν με τον φίλο μου τον Γιωργάκη στα πίσω θρανία
στην αίθουσα των εκδηλώσεων του Γυμνασίου κι ακούγαμε,δήθεν με προσοχή,
ένα τεράστιο σε όγκο παπά που μας μιλούσε για την 'ανάγκη της Θείας Μετάληψης'.

Είναι,μας έλεγε, τεράστιο αμάρτημα να μην μεταλαμβάνουμε
το σώμα και το αίμα του Κυρίου κι επίσης αυτό πρέπει να γίνεται μετά το μυστήριο
της Εξομολόγησης.

Σκεφτόμουν ότι έπρεπε δηλαδή να πάω πρώτα στον σκατόπαπα και του πω
ότι μερικά βράδια τρίβω το πουλί μου ενώ σκέφτομαι τον κώλο της Αργυρούλας και μετά
Κυριακάτικα να πάω στην εκκλησία και να μεταλάβω σώμα κι αίμα του Κυρίου, δηλαδή
κάτι σαν να είμαι κανίβαλος ή πτωματοφάγος. Έτσι το έβλεπα κι ο Γιώργος συμφωνούσε μαζί μου.

Μιλούσε αυστηρά λοιπόν ο πάπαρος και μας κοιτούσε και μας έλεγε-για να μας τρομάξει-
για την 'ρομφαία του Κυρίου' και κάπου πήρε το μάτι του ότι είχαμε στρώσει κουβέντα εγώ και ο φίλος μου και αγριεμένος,μου απευθύνθηκε... 'δε μου λες μικρέ εκεί στο βάθος δεξιά δεν σε ενδιαφέρουν αυτά που σας λάω;'

Σηκώθηκα όρθιος και σαν από θείο θαύμα σκέφτηκα αστραπιαία να τον ξεγελάσω.
Του λέω 'πάτερ έλεγα στον συμμαθητή μου ότι το παλιό κρασί είναι ξύδι...'

Ο παπάς ρώτησε εκνευρισμένος 'και λοιπόν,τι σχέση έχει αυτό με τη Θεία Μετάληψη για πες μου'

Κοίταξα τον πάπαρο με δήθεν φόβο και δέος και τότε αμόλησα τη φρικτή αλλά λαμπρή
ψεματάρα μου..

'Έλεγα στον συμμαθητή μου πάτερ ότι δεν χωνεύω το κρασί που γίνεται ξύδι γιατί όταν δίψασε ο Χριστός στο σταυρό οι στρατιώτες του έδωσαν ξύδι...'

Τότε ο παπάς με κοίταξε με θαυμασμό και είπε 'μπράβο αγόρι μου, μπραβο' και μερικοί συμμαθητές μου ξύναν τα κεφάλια τους...

Απο το βιβλίο Delivery Boy.
Ηλίας Κουτσούκος

Με χιούμορ και βαριά φωνή. Τσιγάρα Chesterfield ζωγραφισμένα απο τον ιδιο.

           ----                    ----                 ----                     ----

Μεσα απο τα μάτια σας αγαπησαμε την Θεσσαλονικη.

Υ.Γ.
Την τελευταια φορα που ηρθα στη Θεσσαλονικη ελειπε η Σοφη και η Μαρια.
Την επομενη φορα..
Καλημερα.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

«Πες μας το μήνυμά σου, για να βρούμε παρηγοριά» Γ. Θ. Βαφόπουλος




Παρασκευη 21 Σεπτεμβρη οι Ταδε -Μιχαλης και Παντελης Καλογερακης στο Βαφοπουλειο Ιδρυμα Θεσσαλονικης παρουσιαζουν ποιηματα του Γ. Θ. Βαφοπουλου.


Κιθαρα, πιανο Μιχαλης Καλογερακης
Μελοντικα φωνη Παντελης Καλογερακης
Μελοποιημένα ποιήματα σε μουσική Μιχάλη Καλογεράκη
(Στην Αίθουσα Θεάτρου)
21:00

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Απο τον Jorge Luis Borges στον Giorgio de Chirico.


   Στον Νίκο Μοσχοβάκο που αγαπά τον  Borges και τον De Chirico.
   Στην κοπέλα που αγαπά την Αργεντινή. 
   Σε εμένα που αγαπώ την Ιταλία.
   Καλή εβδομάδα.



ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ

Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.

 
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;

 
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;

 
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.

 
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;

 
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.

 
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.

 
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.

 
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.

 
Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.

 
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,

 
κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.

 
Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).

 
Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά, της ζωής τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά,
που δεν είναι άλλο από Χρόνος. Το τάνγκο ένα ψεύτικο Χθες φτιάχνει, όπου βγαίνει αληθινή κατά
κάποιο τρόπο η απίθανη ανάμνηση ότι ένας σ’ έναν ανάστατο τόπο,
στον καβγά, σε μια γωνιά του προαστίου έχει πεθάνει.
                                                                                         Μπόρχες



                                                                            Giorgio de Chirico

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Καπετάν Μιχάλης


Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τι θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλαβαίνεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου, τρομάζεις… γιατί δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άνανδρες πράξεις σου, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους. Ξέρεις πως εσύ, όχι η μοίρα, όχι η τύχη, μήτε οι άνθρωποι γύρω σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι και αν κάμεις, ό,τι και αν γίνεις ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο. Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τι του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ν.
Καζαντζάκη «Ο Καπετάν Μιχάλης».

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Μίλα ψιθυριστά , αν μου μιλάς για αγάπη.





Τώρα που δεν είσαι μπροστά μου και δεν βλέπεις τι έκφραση παίρνει το πρόσωπο μου και δεν κινδυνεύω να φανώ τρυφερός και γελοίος , σου λέω πως σ' αγαπώ πολύ.


Χατζιδάκις και Ζαμπέτας










«Το λαϊκό, το μάγκικο και το παλιό ρεμπέτικο. Τρεις διαφορετικές έννοιες σε τρεις διαφορετικές λέξεις που κάθε τόσο τις μπερδεύουμε και εννοούμε να τις κάνουμε ένα. Μια τριάδα ομοούσια για τους νέους της σήμερον, που ακούνε Βαμβακάρη με την προσήλωση που ένας φανατικός οπαδός της όπερας από καλή οικογένεια ακούει «Σιμόνε Μποκανέγκρα» στην Εθνική μας Λυρική Σκηνή. Και οι δύο επικοινωνούν με τη μουσική τόσο, όσο κι εγώ με το ποδόσφαιρο – και ας με συγχωρέσει το ποδόσφαιρο.
...Το λαϊκό σημαδεύει το χρόνο και περιφρονεί τους ερασιτέχνες της κουλτούρας.
Το μάγκικο, πάλι, έγινε βιομηχανικό ντύσιμο ακριβής κατασκευής που χρηματοδοτεί πολυτελή καταστήματα στην οδό Τσακάλωφ.
Και το παλιό ρεμπέτικο, έγινε αφίσα, μυροπωλείο ινδικών αρωμάτων, πέρασμα πληκτικών ενηλίκων και νεαρών κολυμβητών, σκοτεινό μαγαζί όπου ενεδρεύει η οριζόντια πτώση και η εξουθένωση πτηνών και ποιητών.
Το λαϊκό δεν είναι πια το μάγκικο και το παλιό ρεμπέτικο. Γιατί αυτά δεν μας αποκαλύπτουν τίποτα πια. Και συνεπώς δεν έχουν θέση».

Μάνος Χατζιδάκις
Κυριακή 14 Μαιου 1978





Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ  

Ημερομηνία: 1949  

Η πρώτη εργασία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι.
Η διάλεξη δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.
Παρουσιάζεται ολόκληρη.



EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)

Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.
Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.
Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.
Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.
Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο. Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).
Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.
Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.
Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.
Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.
Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.
Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.
Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.
Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»
Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.
Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.
Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).

Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.
Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.
Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.
Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.
Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.
Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.

Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της. (Είσοδος)
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω. Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου» (τραγούδι).
Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου» (τραγούδι).
Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του. (τραγούδι)
Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».
Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.
Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.
Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.
Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.
Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.
Έτσι κι εμείς.

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.

Μάνος Χατζιδάκις 
(Το κείμενο της διάλεξης βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου)