Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Εσύ, Μαρία, εσύ ανύψωσες την Εύα.


Εσύ, Μαρία, εσύ ανύψωσες την Εύα.
Της Λίνας Νικολακοπούλου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 22-23/4/1995

Ποτέ δεν αγάπησα, δεν ταυτίστηκα , δεν ενστερνίστηκα το προπατορικό αμάρτημα και τις ζωγραφιστές του εικόνες. Το πριν και το μετά του. Ένας Αδάμ και μια Εύα πρώτα αθώοι κι αδαείς μεσ’ στο παράδεισο, μετά φριχτοί κι άθλιοι, ντυμένοι με τη γύμνια τους και το σκοτάδι της δαγκωνιάς της γνώσης, να πορεύονται στο πουθενά της πλάσης.
Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο. Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή και απόγνωση γεννούσε στην ψυχή μου.
Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο , αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήτα πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα – λάβω της Ευαγγελίας το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την Τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να την διαβάσουμε, Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα. Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα. Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.
Δαίμονες είναι οι αισθήσεις, πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία, δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. Είμαι το χάος και το φως, είμαι ο δίπλα, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη και ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωση Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε την ζωή μετά τον θάνατό Του. Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν για την Ανάσταση. Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης.
Κι ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές που φύλαγες στο στρώμα
Τη νύχτα που μου παίξανε στα ζάρια το κορμί,
Ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές μα εσύ κοιμάσαι ακόμα
Με το χεράκι ξέσκεπο να φαίνεται η πληγή.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Την κρυφη την μοιρα μας πες μου ποιος οριζει του καιρου τα βηματα πες μου ποιος τα κυβερνα!

φωτ. μιχαλης ταδε



μουσικη μιχαλης καλογερακης
ποιηση Νικος Γκατσος


"Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής" ( 
Οδυσσέας Ελύτης).

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

Tom Waits - No One Knows I'm Gone


Hell above and Heaven below
All the trees are gone
The rain makes such a lovely sound
To those who are six feet under ground
The leaves will bury every year
And no one knows I'm gone

Live me golden tell me dark
Hide from Graveyard John
The moon is full here every night
And I can bathe here in his light
The leaves will bury every year
And no one knows I'm gone





Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου




«Ποιος το περίμενε στ' αλήθεια,
να βγουν ψευτιές και παραμύθια
και να ξεχάσουν τώρα πια τα λόγια εκείνα τους,
που μας τα 'λέγαν κάθε βράδι απ' τα Λονδίνα τους.

Μα δεν πειράζει, δεν πειράζει,
δεν θα το βάλουμε μαράζι
και δεν θα κλάψουμε που πάλι μας ξεχάσατε,
γιατί δεν είν' πρώτη φορά που μας τη σκάσατε
και στην υγειά σας μια οκαδούλα εμείς θα πιούμε
και στη μικρή την Ελλαδούλα μας θα πούμε:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις.

Σε κάθε χιονισμένη ράχη,
σαν πολεμούσαμε μονάχοι,
όλοι λαγούς με πετραχήλια μας ετάζατε
και μεσ' στα μάτια με λατρεία μας κοιτάζατε.

Μα ξεχαστήκαν όλα εκείνα,
η Πίνδος και η Τρεμπεσίνα,
ίσως μια μέρα εμάς που τόσο αίμα εχάσαμε,
να μας καθήσουν στο σκαμνί, γιατί νικήσαμε.

Μα φυσικό θα μας φανεί κι αυτό ακόμα
και στην Ελλάδα μας θα πούμε μ' ένα στόμα:

Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
κι όσο μπορείς κρατήσου
και στα παλιά παπούτσια σου,
γράψε όσα λέν' οι εχθροί σου.

Κι αν μας τη σκάσανε με μπαμπεσιά,
οι σύμμαχοι στη μοιρασιά,
κάνε κουράγιο Ελλάδα μου, να μη μας αρρωστήσεις,
γιατί το θέλει ο Θεός να ζήσεις και θα ζήσεις»




Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

William Blake


William Blake 
 


Από τους σημαντικότερους 
Άγγλους Ποιητές και παράλληλα ζωγράφος, χαράκτης εικονογράφος, μυστικιστής και οραματιστής. 



.Αν θες να δεις τον κόσμο σα κόκκο άμμου
       και τη κόλαση σαν αγριολούλουδο
       κράτησ' ατέρμονα, τους σφυγμούς της καρδιάς σου
       και την αιωνιότητα σε μιαν ώρα
...


Μια θεία εικόνα

H βαρβαρότητα έχει μια ανθρώπινη καρδιά
Ο φθόνος το σχήμα του ανθρώπινου προσώπου
Ο τρόμος είναι η θεία ανθρώπινη μορφή
 H μυστικότητα το ρούχο του ανθρώπου.

Το ανθρώπινο ρούχο είναι σίδερο χυτό
 H ανθρώπινη μορφή πύρινος καυστήρας 
Το ανθρώπινο πρόσωπο καμίνι σφαλιστό 
H ανθρώπινη καρδιά αχόρταγος κρατήρας.




“Παροιμίες της Κόλασης”

Η δεξαμενή περιέχει, η πηγή ξεχειλίζει.
Να σκέπτεσαι το πρωί. Να πράττεις το μεσημέρι. Να δειπνάς το βράδυ. Να κοιμάσαι τη Νύχτα.
Να περιμένεις δηλητήριο από το στάσιμο νερό.
Αυτός που δέχεται μ’ ευγνωμοσύνη έχει πλούσια σοδειά.
Η δημιουργία ενός μικρού λουλουδιού είναι μόχθος αιώνων.
Η Πλησμονή είναι Ομορφιά
Οι χαρές γκαστρώνουν. Οι λύπες γεννάνε.
Το πουλί τη φωλιά, η αράχνη τον ιστό, ο άνθρωπος τη φιλία
Μια σκέψη γεμίζει το αχανές
Πάντα λέγε λεύτερα τη γνώμη σου και ο τιποτένιος θα σε αποφεύγει.
Οι τίγρεις της οργής είναι σοφότερες απ’ τ’ άλογα της διδαχής.
Η μηλιά ποτέ δε ρωτάει την οξιά πώς να μεγαλώσει∙ ούτε το λιοντάρι το άλογο πώς να πιάσει τη λεία του.
Η ψυχή της γλυκιάς χαράς ποτέ δε λερώνεται.
Ο ανόητος δεν βλέπει το ίδιο δέντρο με τον σοφό.
Αυτός που το πρόσωπό του δεν σκορπάει φως, ποτέ του δεν θα γίνει άστρο.
Η Αιωνιότητα είναι ερωτευμένη με τα έργα του χρόνου.
Τις ώρες της ανοησίας τις μετρά το ρολόι αλλά τις ώρες της σοφίας κανένα ρολόι δεν μπορεί να τις μετρήσει.



για περισσότερα εδω και εδω

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

Μιχάλης Γκανάς





(Παραλογή, 1993) 
[Ι]

Κοιτάζω ένα πηγάδι. Με κοιτάζει.
Κοιταζόμαστε ώρα πολλή
σαν μαλωμένα αδέρφια.
Μονόφθαλμο σκοτάδι με τραβάει
και κατεβαίνω πέτρα πέτρα
απόκρημνη ζωγραφική.

Σωτήρη. Με τα δικά σου δάχτυλα κρατιέμαι
με το δικό μου σώμα κινδυνεύω
γλιστρώ και με φωνάζεις Κωνσταντίνο.

Μου πέφτουν τα σγουρά μαλλιά και το ξανθό μουστάκι
σαν άρρωστο παιδάκι ψιθυρίζω
τη βραδινή μου προσευχή







Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Δημοκρατία: Kαμία διέξοδος. Βγήκαν οι μεγάλες ψωλές. Θα γαμήσουν ό,τι βρουν μπροστά τους. Φυλάξτε τα νώτα σας.





Ποιήματα: Χάρολντ Πίντερ (1930 -2008)

Διαταγή (12 Σεπτεμβρίου, 1996)

Είσαι έτοιμος να διατάξεις; Οχι δεν υπάρχει τίποτα να διατάξω
Οχι είμαι ανίκανος να διατάξω
Οχι θ'αργήσω πολύ να διατάξω
Κι ενώ υπάρχουν τα πάντα,
Και τίποτα για να διατάξω,
Ο κατάλογος παραμένει μακρύς
Και το χάος τρέφεται από την κοιλιά της τάξης
Και η τάξη ζητά το αίμα της αναρχίας
Κι η «λευτεριά» κι η λάσπη κι άλλες πλάνες
Χρειάζονται την οσμή της τάξης να γλυκάνει τις δολοφονίες τους
Να στριμώξεις ένα ζητιάνο σε σκοτεινό δωμάτιο
Να βολέψεις κάποιον τραπεζίτη σε μια ζεστή μήτρα
Να παγιδέψεις ένα νήπιο σε παγωμένο σπίτι
Να φυλάξεις κάποιο στρατιώτη σε δηλητηριασμένο τάφο.

Καρκινικά κύτταρα
(28 Αυγούστου, 2002)
«Καρκινικά κύτταρα είναι εκείνα που έχουν ξεχάσει πώς να πεθαίνουν» - νοσοκόμα, Βασιλικό Νοσοκομείο του Μάρσντεν.
Εχουν ξεχάσει πώς να πεθάνουν
Και έτσι παρατείνουν τη ζωή που με σκοτώνει.
Εγώ κι ο όγκος μου σκληρά παλεύουμε.
Ας ελπίσουμε ένας διπλός θάνατος να μας ξεκάνει.
Πρέπει να δω τον όγκο μου νεκρό
Εναν όγκο που ξεχνά να πεθάνει
Κι απ' την άλλη σκέφτεται να με ξεκάνει.
Αλλά θυμάμαι πώς να πεθάνω
Αν κι όλοι οι μάρτυρές μου είναι νεκροί.
Θυμάμαι όμως τι είπαν
Για όγκους που θα τους κύκλωναν.
Σαν να 'ταν τυφλοί και κουφοί
Πριν η αρρώστια τούτη φανεί
Που έκανε τον όγκο τούτο πρωταγωνιστή.
Τα μαύρα κύτταρα θα ξεραθούν και θα πεθάνουν
Ή θα τραγουδήσουν με χαρά και τον δρόμο τους θέ 'να 'βρουν.
Θεριεύουν τόσο ήσυχα μέρα νύχτα,
Ποτέ δεν ξέρεις, ποτέ δεν λένε.

Ποίημα
(17 Ιανουαρίου, 1995)
Μην κοιτάς.
Ο κόσμος πάει να διαλυθεί
Ο κόσμος πάει το φως του όλο να χάσει
Και στο σκοτεινό του πηγάδι να μας στριμώξει,
Σε κείνο το μαύρο, γεμάτο κι αποπνικτικό μέρος
Κει όπου θα σκοτώσουμε ή θα πεθάνουμε ή θα χορέψουμε
ή θα θρηνήσουμε ή θα ουρλιάξουμε ή θα στριγκλίζουμε
ή θα σπρώχνουμε σαν τα ποντίκια ξανά να διαπραγματευτούμε
την αρχική μας τιμή.

Πόθος
(26 Ιανουαρίου, 2006)
Υπάρχει ένας κρότος δυνατός
που ώς τον λόφο φτάνει
Φεύγεις από το φως
Μαύρες σκιές τρέχουν
Διασχίζοντας την ψαλιδωτή οροσειρά
Χαμογελούν καθώς ιδρώνουν
Χτυπούν τη μαύρη καμπάνα
Ρουφάς το υγρό φως
Που το κελί πλημμυρίζει
Και τον πόθο οσφραίνεσαι του ισχυρού
Την ουρά του καθώς τινάζει.
Γιατί ο πόθος του ισχυρού
Εναν κρότο δυνατό στέλνει στον τοίχο
Και ο πόθος του ισχυρού
-η γλυκιά σκοτεινή του δύναμη-
Ακόμη σε θωπεύει

Ο Φρουρός
( 9 Απριλίου, 2007)
Ενα παράθυρο κλείνει κι ένας τυφλός καταφτάνει
Η νύχτα είναι σκοτεινή κι αυτός ακίνητος μένει σαν νεκρός
Υπάρχει μια λάμψη ξαφνική από σεληνόφως στο δωμάτιο
Φωτίζει το πρόσωπό του - ένα πρόσωπο που δεν μπορώ να δω
Ξέρω πως είναι τυφλός
Αλλά με παρακολουθεί

Κρίκετ τη νύχτα
(3 Ιουνίου, 1995)
Ακόμα παίζουν κρίκετ τη νύχτα
Παίζουν το παιχνίδι στο σκοτάδι
Είναι σ' επιφυλακή για μια αναλαμπή φωτός
Χάνουν την μπάλα σ' ένα χτύπημα δυνατό
Προσπαθούν να μάθουν πώς το σκοτάδι
βοηθά την μπάλα να επιστρέψει
Προσπαθούν να βρούν νέο κόλπο
ώστε η μπάλα να κινηθεί από το σκοτάδι στο φως
Είναι αποφασισμένοι να βάψουν μαύρο το σκηνικό
Μια μαυρίλα όμως ανακατεμένη με λευκό
Ανυπομονούν να εφαρμόσουν ένα νέο νόμο
Οπου η τύφλωση να λογαριάζεται φως

Ας έχει ο Θεός καλά την Αμερική
(22 Ιανουαρίου, 2003)
Να τους πάλι,
Οι Γιάνκηδες στην ένστολη παρέλασή τους
Τραγουδώντας ύμνους χαράς
Καθώς καλπάζουν στον μεγάλο κόσμο
Δοξάζοντας τον Θεό της Αμερικής.
Τα κανάλια είναι φίσκα από νεκρούς
Κείνους που δεν ασπάστηκαν
Τους άλλους που αρνούνται να τραγουδούν
Κείνους που χάνουν τη φωνή τους
Κείνους που έχουν ξεχάσει τον σκοπό.
Οι ιππείς έχουν μαστίγια που κόβουν.
Το κεφάλι σου κυλά στο χώμα
Το κεφάλι σου μια λίμνη στη βρόμα
Το κεφάλι σου ένας λεκές στη σκόνη
Τα μάτια σου βγαλμένα και η μύτη σου
Τη δυσοσμία παίρνει μόνο των νεκρών
Κι όλος ο νεκρός αέρας ζωντανεύει
Με τη μυρωδιά του Θεού της Αμερικής.

Ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή το 'να να 'μαι εγώ, τ' άλλο να 'σαι εσύ






φωτ. Μιχαλης Καλ.


Είχα μια αγάπη μια φορά που' μοιαζε λίγο 
στη θλίψη μόνο με τη φτωχογειτονιά

εκεί που η σκέψη ακροπατεί σαν το φονιά
για να τη δει απ' τη γωνιά
πώς να ξεφύγω.

Μοιάζουν οι δρόμοι μας σπαθιά που συναντιούνται
μέσα στη νύχτα και ραΐζουν τη σιωπή
αίμα στ' αχείλι και στο βλέμμα αστραπή
πες μου ποιο στόμα να τα πει
και πώς ξεχνιούνται.

Τ' όνειρο μικρή σαν χαθώ νωρίς
κάμε φυλαχτό για να το φορείς
ράψε δυο πουλιά με κλωστή χρυσή
το 'να να 'μαι εγώ, τ' άλλο να 'σαι εσύ.

Πέρασε κόσμε κι η παράσταση θ' αρχίσει
και θα τα πούμε σαν δυο φίλοι γκαρδιακοί
που σμίξανε κάποια θλιμμένη Κυριακή
σε μια ταβέρνα ερημική
κι έχουν μεθύσει.

Άσπρο πουκάμισο θα βάλω απόψε πάλι
να πέσει απάνω του σαν ταύρος ο καιρός
δώσε μου μάνα την ευχή να βγω γερός
πόλεμος είναι και χορός
και παραζάλη.







Στην θεια μου την Αριαδνη που την αγαπώ πολυ...

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

Bertrand Russell


Περί σεξ και σεξουαλικής διαπαιδαγωγήσεως.

Σύμφωνα με τον Al Seckel σε εισαγωγή του στο έργο του Ράσσελ, Περί των εθών, του σεξ και του γάμου, «ο Ράσσελ δεν έβλεπε τίποτε κακό στις σεξουαλικές σχέσεις προ του γάμου, και υποστήριζε προσωρινούς χωρίς παιδιά γάμους για τους περισσοτέρους φοιτητές πανεπιστημίων. Είναι λάθος να θεωρείται ο Ράσσελ εχθρός του θεσμού του γάμου, μολονότι πράγματι εναντιωνόταν στη συνέχιση της έγγαμης σχέσης, όταν δεν θα είχε απομείνει πια αγάπη [έρωτας]. Αυτό που σόκαρε πολύ τους ανθρώπους ήταν το σχόλιό του, ότι ένας μόνιμος γάμος δεν απέκλειε αναγκαστικά και μερικές προσωρινές εξώγαμες σχέσεις».

«Θα ασχολούμουν με το θέμα της σεξουαλικής ηθικής, ακριβώς όπως θα έκανα και με όλα τα άλλα. Θα έλεγα, ότι αν αυτό που κάνεις δεν κάνει κακό σε κανένα, δεν υπάρχει λόγος να το καταδικάσεις. Και δεν θα έπρεπε να το καταδικάσεις απλώς και μόνο επειδή κάποιο αρχαίο ταμπού έχει πεί ότι αυτό είναι εσφαλμένο. Θα έπρεπε να ερευνήσεις αν αυτό κάνει κακό ή όχι, και αυτό είναι η βάση της σεξουαλικής ηθικής, όπως και όλων των άλλων».
(Σημείωση: αυτή είναι και η αρχή του νεο-σατανισμού, κατά τον Aleister Crowley: «Κάνε ό,τι θέλεις, αρκεί να μη βλάπτει τους άλλους»).

 «Δεν είναι μόνον η αντιμετώπιση των χριστιανών απέναντι στη σεξουαλική συμπεριφορά που είναι επικίνδυνη για τους ανθρώπους, αλλά και η αντιμετώπιση της γνώσεως των σεξουαλικών θεμάτων. Καθένας που έχει κάνει τον κόπο να μελετήσει το θέμα αμερόληπτα γνωρίζει ότι η τεχνητή άγνοια που προσπαθούν να επιβάλλουν στα παιδιά οι χριστιανοί είναι υπερβολικά επικίνδυνη για τη σωματική και την ψυχική υγεία, και δημιουργεί – σε αυτούς που αντλούν τη γνώση τους από «κακές» συζητήσεις, όπως τα περισσότερα παιδιά - μια αντίληψη που θεωρεί το σεξ βρώμικο και γελοίο. Δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να υπεραμυνθεί της θέσεως ότι η γνώση είναι ανεπιθύμητη. Δεν θα έβαζα όρια στον τρόπο αυξήσεως της γνώσεως σε κανέναν και σε καμμία ηλικία. Αλλά ειδικά στην περίπτωση της σεξουαλικής γνώσεως υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά επιχειρήματα υπέρ αυτής, παρά για οποιαδήποτε άλλη γνώση. Ένα άτομο είναι πολύ πιο απίθανο να συμπεριφερθεί σαφώς όταν έχει άγνοια για ένα θέμα, παρά όταν το έχει μελετήσει, και είναι γελοίο να αποδίδουμε στους νέους μια αίσθηση αμαρτίας επειδή έχουν μια φυσική περιέργεια για ένα σημαντικό ζήτημα»





Ενα πνευματικό και ενα ηθικό..




για περισσότερα εδω

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Παντελής Μπουκάλας









Φωτ. Αριαδνη..

Ο αγαπημένος του αδελφού μου.



Στον έρωτα μου προχωρώ δίχως εξάρτυση
στην πιο βαθιά ποθώντας να δοθώ εξάρτηση
ότι το βλέμμα σου με ναυπηγεί με πλήρη εξάρτιση. 




Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ' την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ' τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δύο φορές στα ίδια του να μπω, τα μελλούμενα να 'ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ' αποστρέφονταν. Κι ώς τον Αδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.


.......................
Μάντευα την ηδονή πριν την γνωρίσω και με κατακτήσει, με άκρα επιμέλεια την οργάνωνα, την εφεύρισκα ακόμα, ότι του νου είναι όλα, από κείνον εκπορεύονται και σ' εκείνον ο νόστος τους.

.......................
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δώσω κάτι περ-
σότερο από τον πανικό μου. Κρυμμένος θα
'μαι και την ώρα την πιο άγρια, όταν το πά-
θος θα με τανύει ώς τη ρήξη. Ατεχνα κρυμ-
μένος. Σαν και τον κλέφτη που επαιτεί τη
σύλληψή του, να λυτρωθεί.
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δώσω κάτι περ-
σότερο από τον πανικό σου. Και τη στιγμή
την άγια θα ξεμακραίνεις μέσα σου, θα χά-
νεσαι, στον κόμπο που σε γέννησε θα επι-
στρέφεις, λατρεύοντάς τον με μιαν αγάπη
σπαραγμού.
Ποτέ δε θα μπορέσω να σου δοθώ υπέρτερος
του σκηνοθέτη πανικού μου.

(Ο μάντης, 1994)

.....................
Σαν τα πλατάνια. Ξυλεύει ο χρόνος και καίει. Καν ανη-
λεής. Απλώς αδιάφορος. Και βλασταίνει η πίκρα και θάλ-
λει, τα παιδιά μας υπάρχουμε, κατοικούμε ήδη μια μνήμη
που θα μας ξεχάσει, είμαστε κιόλας οι μέλλοντες, και το νήμα κρατάει και συσταίνει δεσμούς, τις μοίρες τυφλές της οργής καταλείποντας. Η σπορά μας ο άνεμος. Η πατρίδα υγρή, όσο υγρή η ερωμένη φωνή όταν λύνει τους κόμπους της και ηδύτατα άγρια βαθαίνει τα ρήματα, παραπλέει το θάνατο.

Χα. Ο θάνατος.

.....................
Νύχτα, κι ο κόσμος γίνεται καπνός και με τυλίγει. Δίχως
μορφή τα πράγματα, σκοτίζονται, σμίγουν, παράφορα ερω-
τεύονται
και φονικά χωρίζουν.
Η μνήμη ανέρχεται αιματηρή, πόλη φασμάτων. Κομ-
μένα νήματα με πνίγουν, φίλοι που φύγαν, κι έμεινε η
πληγή
να καίει λέξεις.


.....................
Χα ο θάνατος. Μα ο πατέρας έγινε ίσκιος και γραφή
πριν γίνει ρήμα. Και καβαλάρης έφυγε, ο ημερήσιος θάνα-
τος μην και τον φαρμακώσει. Τώρα κοιμάται στα βαθύκο-
μα πλατάνια τ' ουρανού και καβαλάρη με ονειρεύεται. Και
 στ' όνειρο του υπάρχω ήδη ασφαλής και καταστερωμένος.



(Οπόταν πλάτανος, 1999)


.......................................
Σύνοψη
Μια μεταφορά ο βίος
Κυριολεκτικά

Ακάθεκτα περνούν τα χρόνια μας τα στάσιμα
ένας αέρας πες ένας αέρας. Ούτε.
Εκείνος, μια θ' αναστήσει τη φωτιά
μόλις που σβήνει
μια τα καράβια θα τα κινδυνέψει
μια πιο αψύ θα κάνει το κρασί.
Αέρας το λοιπόν.
Αφού το λες.
Φυσάει και φεύγει.
Απ' την πληγή δεν απομένει παρά η μνήμη της,
λειψή κι εκείνη,
μακρινή. Τότε. Θυμάσαι. Δεν θυμάσαι;
Τότε που έφυγε ο...
Ο;
Ολα τα συνοψίζει ο θάνατος


Φυσικά
Φαντάζομαι το χέρι της.
Να μεθοδεύει την παραφορά
τραγούδια μυστικά διαλέγοντας,
να ξεσκονίζει μνήμες
να χαϊδεύει νότες.
Αχ να 'μουν νότα, έστω τραυλή,
έστω θραυσμένη,
χάδι το χέρι της να μου δωρίσει πύρινο
ώς την απανθράκωση.
Φαντάζομαι τα μάτια της.
Να συννεφιάζουν, να πανηγυρίζουνε,
να λάμπουν, ολόγιομα να λάμπουν
ακούγοντας τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς,
παιδί παιδάκι ο χρόνος
και να κολυμπάει στην υγρασία τους.
Αχ  να 'μουν τραγούδι να με πει
να με στολίσει,
να μ' ευλογήσει ο ρυθμός της
την ψυχή να λύσει.

Φαντάζομαι το δάκρυ της. Δακρύζω.
Στο γέλιο της γελώ και θριαμβεύω.
Φαντάζομαι την πίκρα της. Ραγίζω.
Και μέσα απ' τις ρωγμές μου ταξιδεύω.

(Ρήματα, 2009)
Το κρατικό βραβείο Ποίησης πήρε ο Παντελής Μπουκάλας για την έβδομη ποιητική του συλλογή «Ρήματα» («Αγρα»)


Ανθολόγηση ποιημάτων

Απ' τις εφτά σάλπιγγες του τηλεφώνου διελαύνουν τα μάτια σου ως να με τήξουν. Καλύτερα να μη γυρίσεις. Θα σε καλύπτει το προσδοκώμενο χαμόγελο, η ήρεμη φωτιά ελπίζοντας οσμές σαββάτου. Καλύτερα να 'ρθεις. Είπα να χαιρετίσω τα μάτια σου, μόνο που μ' είχε κυκλώσει το εφτάψυχο βλέμμα σου δικαιώνοντας τη μοναξιά του κόσμου.
Η χαρά σου το σήμα μου, όταν το φως κερδίζει το σώμα μου συντάσσοντάς το με τον τρόπο της γεύσης σου. Και πάντα με τα όνειρά μου ανθοί πικροδάφνης να εντείνουν τη γλώσσα μου. Εύφορος κόσμος ο κόσμος των εξόδων.
(Η εκδρομή της Ευδοκίας, 1982)

................
Μια συλλαβή
πριν γίνεις δάκρυ
λύνεσαι φως
Κι εγώ που σε διψώ
μαυλίζω
το κοκαλάκι της μουσικής σου
Ο πόνος άγονος
στο αλέτρι σου μη ενδίδοντας
Σβήνει τα χείλη σου η πίκρα
Μαράθηκαν τα φύλλα σου
κι έγινες μάνα
................
Στύση μουγκή
βουλιαγμένη στην ιλύ των φαντασμάτων
Η μοναξιά κατοικεί στους καθρέφτες
ρίμες θλιβερές και τελετές θανάτου
εμπορεύεται
Η μοναξιά ουρλιάζει στα σύρματα
και πετρώνουν οι λέξεις
Αξία τους μόνη εσύ
αυτός
το ζεϊμπέκικο που δεν τόλμησε
..................
Κάθε πρωί ταΐζω τον μέσα πάνθηρα με καθρεφτάκια και εικονίσματα, να 'χει να πλέξει όνειρα να 'χει να υφάνει δάκρυ. Και κάθε που σιγά ο ήλιος, ανατέλλω μέσα μου τις νύχτες που δεν τις ρυμουλκούν επίθετα, μια μ' όνειρο μια δάκρυ ζωπυρώντας των φρενών τ' ολοκαύτωμα. Και κάθε που 'ρχεται η αφή μουσκεμένος κόσμο κερδίζω τη σπατάλη
(Ο μέσα πάνθηρας, 1985)

       ----             -----                  -----
 
Παραμυθία
Ψωμί ο χρόνος,
ακριβώς πικρό,
ωσάν το βλέμμα όσων απόκαμαν
και κίνησαν για το βαθύ ταξίδι
το αμεταγλώττιστο.
Μνήμη αμείλικτη το σώμα σου,
ένα κλωνί βασιλικός στ' αυτί του χάρου.
Πρώτη και μόνη σιγουριά
αυτό που πάντα διαφεύγει

Λοκ άουτ
Υγρός
κι ανήμερος
επειδή του πόθου παρανάλωμα.
Φεύγεις
και φεύγει η όψη μου.
Πώς να μην ξαναρχίσω.
Ανάποδα, λοιπόν, Τζων Λοκ, ανάποδα.
Με το κεφάλι κάτω:
Ουδέν εν τη αισθήσει
ο μη πρότερον εν τη νοήσει.
Ενας νους τερατώδης ολονέν εκσαρκίζεται
να πληρώσει νόημα το Παμφάγο Ανόητο
Δεν αντέχεται αλλιώς τόσο πένθος

Στον αστερισμό του κυνός
Να ξοδευόμαστε υπέρ του μηδενός
για να μην στο μηδέν υποχωρήσουμε
Λέξεις από το πένθος μας
να κλέβουμε ανοιχτές
για να μην στο πένθος κλειστούμε
Να μεταφράζουμε την απελπισία σε όρεξη,
της ψυχής μας τη σάρκα να δειπνούμε
για να μην το κενό μας βροχίσει
Μπαίγνιο του χρόνου μην ξεπέσουμε
Του κυνισμού
κόκαλο
μην αφεθούμε

Ερεβοδίφης
Ρέεις εντός μου.
Πάμπλουτος όσο η νύχτα.
Και με τον ήλιο
σκηνοθετώ στην αγορά
τον μέσα πάνθηρα
τον αυτοφάγο.
Οτι καρκίνος ο έρωτας
πολλαπλασιάζοντάς σε
για να σε σβήσει
(Σήματα Λυγρά, 1992)



Το επομενο ποιημα αρεσει πολυ στον αδελφο μου για αυτο και του το στελνω με αγαπη..


«Ανώνυμο»

Α μωρέ Πάνο/ Πόσα τραγούδια θ’ απομείνουν ατραγούδιστα
και πόσοι στάσιμοι χοροί/ ματαιωμένοι.
Κι ας επιμένει η γλώσσα/ να γυρνάει λέξεις και μουσικές σαν ξόρκια
Κι ας δοκιμάζει το κορμί να εγερθεί/ και να κινήσει
Βουβά θα μείνουν τα τραγούδια μας/ μωρέ Δήμο/ το σώμα αργό
καθηλωμένο από της μνήμης το φαρμάκι
γιατί δε γίνονται χοροί χωρίς παρέα/ και τα τραγούδια μας
συνδυό- συντρείς ή τίποτε
Κι είμαστε πια πληνδυό- πληντρεις
Κι είμαστε πια πλξνδυό- πληντρείς- πλην πόσοι
- είμαστε τάχα;
Και τα τραγούδια μας γυρνούν αυθόρμητα
σε μοιρολόι/ μωρέ μάνα/ σε μοιρολόι αδάκρυτο
Μόνο το αίμα του θυμού το υγραίνει

Το αίμα ενός πατέρα που υπήρξε λείποντας.

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς




Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς

θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ'άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω 




Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Oτι φάμε, ότι πιούμε, κι ότι αρπάξει ο κώλος μας.

Άνθρωπε, άθελά σου
Κακέ - παρ' ολίγο η τύχη σου άλλη.
Σ' ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες
Να πολιτεύεσαι
Σωστά, θα τα 'χες όλα. Επειδή απ' τα λίγα, μερικές φορές
Κι από το ένα - έτσι ο έρωτας -
Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:
Στο χείλος των πραγμάτων στέκει
Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα.
                                                          Ελυτης





Μουσικη Μιχαλης Καλογερακης





Όλα στραβά πηγαίναν στη ζωή μου
κι απάνω που 'χα χάσει την αντοχή μου
ανοίξανε οι ουρανοί, κι ανάμεσα στα φλάς
κοντά μου η Πυθία ήρθε τρεκλίζοντας.


Ένα τσιγάρο πρώτα έκανε τράκα
κι ύστερα ανέκραξε: "Φτωχέ μου βλάκα,
μες στα βαθιά νερά τι θες και κολυμπάς;
Oτι φάμε, ότι πιούμε, κι ότι αρπάξει ο κώλος μας."


Mα πριν προλάβω καν να την ρωτήσω
το γρίφο που έκρυβε ο χρησμός της να λύσω,
του νόμου οι φύλακες μας κύκλωσαν γιαβρούμ
στα χέρια βραχιολάκια της περνούν,
ντρούμ ντρούμ λέει, ντρούμ ντρούμ.


Kι ενώ μες στη στενή με βία την οδηγούνε
γυρνάν σ' εμένανε και μ' εξηγούνε,
μέσα σε κούφιο δόντι είχε κρυμμένο
μιά δαχτυλίθρα μαύρο κατεργασμένο.


Στα πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα
είδα τα μάτια της ξενυχτισμένα,
"EΠITYXIA" με μεγάλα γράμματα
θα ξέρετε θαρρώ πως πάνε αυτά τα πράγματα.


Mε τα πολλά αναγκάστηκε να ομολογήσει
αντί για δάφνη έπερνε λέει χασίσι,
κι αν ξέφευγε για αιώνες τούτη η κυρία
πάντα νικά στο τέλος η αστυνομία.






Shakespeare's Sonnets





 Sonnet 1
Μακάρι οι νιοι κι ωραίοι πιότεροι να ’ναι,
της ομορφιάς ο ανθός μη μαραθεί -
σαν φύγουνε μια μέρα οι που γερνάνε
στο ταίρι η θύμηση να μη χαθεί.
Μα μες στη φωτεινή σου τη ματιά,
τρώγεσ’ εσύ απ’ τη φλόγα του φωτός σου
κι όπου ήταν πλούτη, η φτώχεια μένει πια -
κακός σου οχτρός, ο ολόγλυκος εαυτός σου.
Εσύ, με την πιο ολόδροσην ειδή
του κόσμου, που άγγελος του θέρους είσαι,
θάβεσ’ εντός σου, αθώο μικρό παιδί
κι όσα κρατείς για σε, τόσα στερείσαι.
Δείξ’ οίχτο ή φάτον πια τον κόσμο αυτόνε:
ο τάφος να τον φάει κι εσύ, γραφτό ’ναι.
 Sonnet. 2
Χειμώνες σαν περάσουνε σαράντα
κι οργώσουν το κορμί το ποθεινό,
της νιότης σου η ντυσιά, η που’ χες πάντα
θε να ’ναι πια σκουπίδι ελεεινό.
Κι αν σε ρωτήσουν η ομορφιά σου που ’ναι,
κι ο θησαυρός σου, εκείνο σου το πάθος,
θα ’ν’ άδεια ξιπασιά, πως κατοικούνε
μες στων ματιών σου - αν πεις - τ’ άμετρο βάθος.
Πόσην τιμή η δικιά σου θα ’χε ειδή
αν έλεγες: “Την πρότερή μου χάρη
θα φτάσει αυτό μου τ’ όμορφο παιδί”,
που από την ομορφιά σου θα ’χει πάρει.
Γέρος σαν θα ’σαι, αυτός θα καίει εντός του
το αίμα σου το κρύο, το σαν τ’ αρρώστου.
 Sonnet 3
Πες στη μορφή που βλέπεις στον καθρέφτη,
είν’ ώρα διάδοχο να κάνει - διότι
αν δε βιαστείς θα πουν για σε, τον κλέφτη,
πως μιας γυναίκας κόβεις τη μητρότη.
Ποια κόρη αγνή στον άθιχτό της τράφο,
σαν το γεωργό να σπείρεις, δε θ’ αφήσει;
Και ποιος ανόητος νάρκισσος σε τάφο
ως θες εσύ - το μέλλον θε να κλείσει;
Καθρέφτισμα της μάνας σου, διακρίνει
την ομορφιά της, μέσα σου, την πρώτη.
Γέρος κι εσύ θα βλέπεις - σαν κι εκείνη -
μες στο παιδί σου τη χρυσή σου νιότη.
Μα αν θες ζωή στη λήθη να θαφτεί,
εργένης πας κι η ειδή σου πάει κι αυτή.
 Sonnet.18
Να πω πως μοιάζεις με καλοκαιριά;
Μα ’σύ ’σαι πιο γλυκιά και μετρημένη.
Τ’ άνθια του Μάη οι ανέμοι σα θεριά
δέρνουν. Το θέρος γρήγορα πεθαίνει.
Βάνει φωτιές ο ήλιος το πρωινό
και άλλοτε η χρυσή του ειδή χλωμιάζει
-κάποτ’ η τύχη αστόλιστο, φτηνό
κάνει να δείχνει αυτό που όμορφο μοιάζει.
Μα εντός σου ο ήλιος μέρα-νύχτα καίει
κι ούτ’ ίχνος η ομορφιά σου δεν ξεφτίζει,
κι ο θάνατος δε θα ’χει να το λέει
στα σκότη του πως ζεις και πως σ’ ορίζει.
Όσον ο κόσμος βλέπει κι ανασαίνει
θα ζει το ποίημα αυτό, να σ’ ανασταίνει.
 Sonnet. 23
Όπως ένας αδέξιος θεατρίνος
π’ όλο ξεχνάει τα λόγια του, αγχωμένος,
και σαν το άγριο, λυσσασμένο χτήνος,
που την καρδιά του τρώει περίσσιο μένος,
έτσι κι εγώ, που ν’ ανοιχτώ φοβάμαι,
ξεχνώ τα λόγια της αγάπης τ’ άγια•
λειωμένος απ’ το εντός μου πάθος, να με,
και με λυγούν βαριά του έρωτα μάγια.
Άσ’, της καρδιάς μου που φωνάζει, να ’ναι
οι στίχοι μου, λοιπόν, βουβοί αγγέλοι,
κι απόκριση κι αγάπη να ζητάνε
πιότερο απ’ όσα η γλώσσα να πει θέλει.
Μάθ’ όσα ο πόθος μου έχει να σου πει•
τα μάτια σου θ’ ακούνε στη σιωπή.
 Sonnet. 42
Κι αν τη λατρεύω, αυτή δεν είν’ η μόνη
πίκρα μου ότι τη χαίρετ’ ένας άλλος -
μα τ’ ότι σ’ έχει αυτή ’ναι που με λειώνει
κι ο πόνος πως τη χάνω ο πιο μεγάλος.
Αγάπες μου άσπονδες, έτσι εξηγείται:
την αγαπώ, γι’ αυτό τη νοιάζεσαι
κι αλίμονό μου, αυτή ταλαιπωρείται
για χάρη μου, σα βρίσκεται μ’ εσέ.
Αν σ’ αρνηθώ, η καλή μου σε κερδίζει
κι αν χάσω τη, στο πλάι σου θα τη βρω.
Ταιριάχτε ’σεις κι η μοίρα ας μας χωρίζει,
κι ας φορτωθώ μονάχος το σταυρό.
Μα πως! Ο φίλος μου κι εγώ είμαστ’ ένα,
κι άλλον δε θέλει η αγάπη μου από μένα.
 Sonnet. 44
Η σάρκα μου η νωθρή, σκέψη αν γινόταν,
η απόσταση για ’με δε θα μετρούσε,
αφού, παρά τ’ όποιο κενό θα ’ρχόταν,
όσο μακριά κι αν ήταν, εκεί που ’σαι.
Τι κι αν πατούσα τότ’ εγώ στα ξένα,
μακριά ’πό σένα, αφού πετάει η σκέψη
από στεριές και πέλαγ’ αφρισμένα,
κι όπου θελήσει, εκεί θα ταξιδέψει;
Στη σκέψη, αχ, πως δεν είμαι σκέψη σβήνω,
που φεύγεις και να τρέξω δε μπορώ,
και καρτερώ, όπως είμαι, μες στο θρήνο,
μια μάζα σκέτο χώμα και νερό.
Άλλο από δάκρυα, ετούτα τα στοιχεία
δε δίνουν, μάρτυρες στη δυστυχία.
 Sonnet. 138
Ορκίζετ’ η καλή μου ότι είν’ αλήθεια
όλα όσα λέει και την πιστεύω - διότι
μ’ αρέσει που της νιότης την ευήθεια
μέσα μου βλέπει, κι όλη την αγνότη.
Ματαιόδοξα, θαρρώ πως με περνάει
για νιο κι ας ξέρει ότι έχω πια γεράσει,
μα λέω ’τι η γλώσσα της δε με γελάει -
για μας τους δυο η αλήθεια ’χει σωπάσει.
Πρέπο να λέει αλήθεια τι να το ’χει,
κι εγώ να πω είμαι γέρος τι με βιάζει:
Πίστη στα λόγια ο έρως θέλει κι όχι
τα χρόνια μου η καλή μου να φωνάζει.
Ψέμματα εγώ, λοιπόν, κι αυτή ίσα κι όμοια,
κι ο ένας τ’ άλλου πλέκουμε τα εγκώμια.


That time of year thou mayst in me behold,
When yellow leaves, or none, or few do hang
Upon those boughs which shake against the cold,
Bare ruined choirs, where late the sweet birds sang.
In me thou seest the twilight of such day,
As after sunset fadeth in the west,
Which by and by black night doth take away,
Death's second self that seals up all in rest.
In me thou seest the glowing of such fire,
That on the ashes of his youth doth lie,
As the death-bed, whereon it must expire,
Consumed with that which it was nourished by.
This thou perceiv'st, which makes thy love more strong,
To love that well, which thou must leave ere long.

8.
Music to hear, why hear'st thou music sadly?
Sweets with sweets war not, joy delights in joy:
Why lov'st thou that which thou receiv'st not gladly,
Or else receiv'st with pleasure thine annoy?
If the true concord of well-tuned sounds,
By unions married do offend thine ear,
They do but sweetly chide thee, who confounds
In singleness the parts that thou shouldst bear:
Mark how one string sweet husband to another,
Strikes each in each by mutual ordering;
Resembling sire, and child, and happy mother,
Who all in one, one pleasing note do sing:
Whose speechless song being many, seeming one,
Sings this to thee, 'Thou single wilt prove none'.