Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Paul Éluard


foto_8_ceb6ceb5cf85ceb3ceaccf81ceb9


ποίηματα - Πωλ Ελυάρ
                                      

Ζω μες στις αρίφνητες των εποχών εικόνες 
Και των ετών 
Ζω μες στις αρίφνητες εικόνες της ζωής 
Μες στο υφάδι 
Των μορφών των χρωμάτων της κίνησης των λόγων 

Μες στην αιφνιδιασμένη ομορφιά Μες στην κοινή ασκήμια Μέσα στο φως τ’ ολόδροσο στη σκέψη θερμό στους πόθους Ζω μες στη μιζέρια και τη θλίψη κι αντιστέκομαι Ζω κι ας υπάρχει θάνατος 

Ζω μες στο μετριασμένο φλόγινο ποτάμι 
Σκοτεινό και διάφανο 
Ποτάμι από μάτια και βλέφαρα 
Μέσα στο πνιγερό δάσος μες στο μακάβριο λιβάδι 
Για μια θάλασσα μακριά δεμένη στο χαμένο ουρανό 
Ζω μες στην έρημο ενός πεπρωμένου λαού 
Στο μυρμήγκιασμα του μοναχικού ανθρώπου 
Και στ’ αδέρφια μου που ξαναβρήκα 
Και ζω μαζί και στην πείνα και τον πλούτο 
Στην ταραχή της μέρας και την τάξη του ερέβους 

Δίνω το λόγο μου για τη ζωή δίνω το λόγο μου για το σήμερα Και για το αύριο Στ’ όνομα του συνόρου και της έκτασης Στ’ όνομα της φωτιάς στ’ όνομα του καπνού Στ’ όνομα του λογικού και στ’ όνομα της τρέλας Κι ας υπάρχει θάνατος κι ας υπάρχει γη λιγότερο πραγματική Απ’ τις αρίφνητες εικόνες του θανάτου Είμαι επί γης κι όλα επί γης μαζί μου Τ’ αστέρια είναι μες στα μάτια μου γεννάω τα μυστήρια Στα μέτρα της γης που μας αρκεί 

Η μνήμη κι η ελπίδα δεν της ορίζουν τα μυστήρια Βάζουν θεμέλιο της ζωής αύριο σήμερα.

 ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ (αποσπασματα)
Στην ψηλή φωνή 
Ευκίνητα ο έρωτας άναβε 
με τόσες ακτινοβολίες λαμπερές 
που μες στη λειτουργία του εγκεφάλου 
αρνιόταν όλες τις ομολογίες 

Στην ψηλή φωνή όλοι οι κόρακες του αίματος θα σκεπάσουν την μνήμη άλλων γεννήσεων έπειτα θα ξαναχύσουν μες στο φως
το μέλλον συνθλιμμένο από φιλιά
Απίστευτη αδικία μι μόνη ύπαρξη είναι ο κόσμος 
ο έρωτας διαλέγει τον έρωτα χωρίς να αλλάζει πρόσωπο
                                                                

ΙΙ

Τα μάτια της είναι πύργοι φωτισμένοι 
κάτω απ΄ το γυμνό της μέτωπο 

Στο διάφανο λουλούδι οι γυρισμοί της σκέψης 
ακυρώνουν τις λέξεις που είναι κούφιες

Αυτή διαλύει όλες τις εικόνες θαμπώνει τον έρωτα και τους δύστροπους ίσκιους του αυτή αγαπάει - αγαπάει να ξεχαστεί 

ΙV

Σου λεγα για τα σύννεφασου λεγα για το δέντρο το θαλασσινό για κάθε κύμα για τα πουλιά στη φυλλωσιά για τα χαλίκια το θόρυβογια τα οικογενειακα χέρια για το μάτι που γίνεται πρόσωπο ή τοπίο και ο ύπνος του γυρίζει το χρώμα τ ουρανού για όλη τη νοτισμένη νύχτα για τη σκισμή του δρόμου για το ανοιχτό παράθυρο για ένα ξέσκεπο μέτωπο σου λεγα για τις σκέψεις για τις λέξεις σου παραχαιδεμένη όλη η εμπιστοσύνη ξαναζεί 

V

Περισσότερα ήταν ένα φιλί λιγότερο τα χέρια πάνω στα μάτια 
το φωτοστέφανο του φωτός 
τα χείλη του ορίζοντα 
και οι ανεμοστρόβιλοι του αίματος 
που παραδινόταν η σιωπή
                                             

VIII

Αγάπη μου για να φουντώσουν οι πόθοι μου 
βάλε τα χείλη σου στον ουρανό τις λέξεις σου σαν άστρο 
τα φιλιά σου μες στη νύχτα φλογερά 
και σφίξε τα μπράτσα σου γύρω μου 
όπως μια φλόγα στο σημείο που λμπαδιάζει 
τα όνειρά μου είναι στον κόσμο 
καθαρά και διαιωνισμένα 

Κι όταν δεν έισαι δίπλα μου 
ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι , ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι 

XIV

Ο ύπνος έχει πάρει τ αποτύπωμά σου 
και το χρώμα από τα μάτια σου 

XV

Ακουμπάει πάνω μου 
η καρδιά αγνοεί 
που κοιτάζει πόσο την αγαπώ 
αυτή έχει εμπιστοσύνη αυτή ξέχασε 
τα σύννεφα κάτω από τα ματόκλαδά της 
το κεφάλι της αποκοιμισμένο στα χέρια μου
που είμαστε εμείς 
μαζί αχώριστοι 
ζωντανοί , ζωντανοί 
ζωντανός ζωντανή 
και το κεφάλι μου κυλάει στα όνειρά της 

ΧΧ

Την αυγή σ αγαπώ σε έιχα όλη νύχτα μες στις φλέβες
όλη τη νύχτα σε κοιτούσα 
σε έιχα όλη ψηλαφίσει είμαι σίγουρος των σκοταδιών 
αυτά μου δίνουν τη δύναμη 
που σ αγκαλιάζω
που σε κουναω ποθώντας τη ζωη 
στο στήθος μου τ ακίνητο 
τη δύναμη που σε σηκώνω
που ελευθερώνεσαι που χάνεσαι 
φλόγα αθέατη μες στην ημέρα 

Αν εσύ φύγεις η πόρτα ανοίγει πάνω στη μέρα
αν εσύ φυγεις η πόρτα ανοίγει πάνω σε μένα 

ΧΧΙ

Τα μάτια της ξαναχύνουν το φως
και το φως τη σιωπή 
για να μην ξαναγνωριστούν 
να ξαναζήσουν στην αφάνεια 


Η κίνησή μας
Ζούμε μες στη λήθη των μεταμορφώσεών μας 
Οκνηρή είναι η μέρα προκομμένη η νύχτα 
Μια κούπα αγέρα μεσημεριάτικου η νύχτα τη φιλτράρει και τη φθείρει 
Η νύχτα σβήνει τη σκόνη από πάνω μας 

Όμως τούτη η ηχώ που κυλάει στη μέρα ακέρια 
Τούτη η ηχώ έξω απ’ το χρόνο του άγχους ή των χαδιών 
Η ακατέργαστη τούτη άβυσσος άνοστων κόσμων 
Και κόσμων αισθητών διπλός είναι ο ήλιος της 

Νά’ μαστε τάχα κοντά ή μακριά από τη συνείδησή μας 
Πού νά’ ναι τα όρια οι ρίζες ο σκοπός μας 

Κι όμως ατέλειωτη, η ηδονή των μεταμορφώσεών μας 
Σκελετοί που ζωντανεύουν μες στα σαπίζοντα τείχη 
Τα ανταμώματα που δόθηκαν σε αλόγιστες μορφές 
Στην πανέξυπνη σάρκα στους τυφλούς οραματιστές 

Τα αντάμωμα που έδωσε το πρόσωπο στην κατατομή του 

Ο πόνος στην υγεία, το φως 
Στο δάσος το βουνό στην κοιλάδα 
Το ορυχείο στο άνθος το μαργαριτάρι στον ήλιο 
Είμαστε κορμί με κορμί είμαστε γη πάνω στη γη 
Γεννιόμαστε από παντού είμαστε ασύνοροι. 


Του Πωλ Ελυάρ
Στ’ όνομα του τέλειου ψηλού μετώπου
Στ’ όνομα των ματιών που κοιτάζω Και του στόματος που φιλώ
Για σήμερα και για πάντα.
Στ’ όνομα της θαμμένης ελπίδας Στ’ όνομα των δακρύων μέσα στη νύχτα
Στ’ όνομα των φυτών που φέρνουν γέλιο Στ’ όνομα του γέλιου που φέρνει φόβο.
Στ’ όνομα του γέλιου κάτω στο δρόμο
Της γλύκας που δένει τα χέρια μας
Στ’ όνομα της οπώρας σαν σκεπάζει το λουλούδι
Σε μια όμορφη γη και καρπερή.
Στ’ όνομα των ανθρώπων που σαπίζουνε στη φυλακή
Στ’ όνομα των εξορισμένων γυναικών.
Στ’ όνομα όλων των συντρόφων μας Που μαρτύρησαν και σφαγιάστηκαν
Για να μη δεχτούν τον ίσκιο.
Πρέπει να στραγγίζουμε την ορμή Και να σηκώσουμε το ξίφος
Για να φυλάξουμε την ιερή εικόνα Των αθώων που κυνηγήθηκαν παντού
Και που παντού θα θριαμβεύσουν.
 Χάρις στην αγάπη
Κατήργησα το δωμάτιο όπου κοιμάμαι, όπου ονειρεύομαι,
Κατήργησα την εξοχή και την πόλη όπου περνώ
Όπου ονειρεύομαι ξυπνητός, όπου ο ήλιος ανατέλλει,
Όπου, μέσα στα σβησμένα μάτια μου, το φως σωρεύεται.

Κόσμος στην τύχη, χωρίς επιφάνεια και χωρίς βάθος,
Θέλγητρων που αλησμονήθηκαν ευθύς μόλις αναγνωρίστηκαν,
Η γέννηση κι ο θάνατος ανακατεύουν το μίασμά τους
Μες τις πτυχές της γης και του ουρανού που μπλέχτηκαν.

Τίποτα δεν ξεχώρισα μα έκαμα την καρδιά μου δυο.
Αγαπώντας, τα πάντα δημιούργησα: πραγματικό, φανταστικό.
Έδωσα τη λογική της, το σχήμα της, τη θέρμη της
Και τον αθάνατο ρόλο της σ' εκείνη που με φωτίζει.

 ΖΩΓΡΑΦΙΣΤΑ ΛΟΓΙΑ

Για να νιώσεις το παν , 
Ακόμη και το δέντρο με την πρωραία ματιά 
της σαύρας και της κληματίδας 
το δέντρο τ’ αξιολάτρευτο ,
τη φωτιά τ’ αδιέξοδο

Για να σμίξεις δρόσο και φτερούγα ,
σύννεφο και καρδιά, νύχτα και μέρα 
παράθυρο κι όποια να ‘ναι χώρα 

Γiα να καταργήσεις του μηδενικού τον μορφασμό
που θα κυλήσει μεθαύριο στο χρυσάφι
Για να ξεκόψεις , 
με τις μικροπρέπειες των θρεμμένων 
απ’ τους ίδιους των εαυτούς γιγάντων

Για να δεις όλα τα μάτια έτσι ωραία
Όσο κι εκείνα που ατενίζουνε 
θάλασσα που τα πάντ’ αφομοιώνει

Για να δεις τα μάτια ν’ αντικαθρεφτίζουνε
μέσα τους πάλι όλα τα μάτια

Για να γελάς που κάποτε ιδροκόπησες , 
ξεπάγιασες και πείνασες και δίψασες

Για να ‘ναι και το να μιλάς όσο και να φιλάς
γενναιόδωρο 

για ν’ αναδέψεις κολυμβήτρια και ποτάμι, 
κρύσταλλο και χορεύτρια θύελλας
Χαραυγή και καρδιάς Άνοιξη 
φρονιμάδες και πόθους παιδιάστικους

Για να δώσεις στη γυναίκα 
τη μοναχική και τη συλλογισμένη 
τη μορφή των χαδιών 
που ονειρεύτηκε

Για να ‘ναι η έρημος μες στη σκιά
Κι όχι διόλου μες στη σκιά Μου
Όλα ορίστε 
Δίνω
Τ’ αγαθά μου
Όλα τα Δικαιώματά μου.

Ένα μόνο κορμί

Η ζέστη λύτρωσε
Το γυμνό δάσος
Δάσος πια δεν υπάρχει
Ούτε ταξίδια πλέον στο νερό
Μήτε ίσκιος ελαφρύς στις πλάτες μας
Ο ουρανός μας έγινε αχθός

Το σώμα μας είναι βορά
Ντυμένη μεστωμένα δάκρυα
Τα δάχτυλα είναι αιματηρά καρφιά
Τα στήθη αναδιπλώνονται
Το στόμα έχει μόνο αδέλφια

Δεν υπάρχει πια παράθυρο να ανοίξεις
Δεν υπάρχει τοπίο πια
Αέρας καθαρός μήτε αέρας μολυσμένος
Τα μάτια μας επιστρέφουν στην πηγή τους
Κάτω από τη γυμνή σάρκα της γενέθλιας ομορφιάς τους.

μτφ. Ελένη Κόλλια, εκδ. Ηριδανός

 ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατιά αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιάζουν την ελευθερία 
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις 
είναι διχασμένες 

Όλες οι πληγές μες στο φως 
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων 
και η καρδιά μου που χτυπάει 
καινούρια διαιώνιση των αρνήσεων 
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους 
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου 
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει 
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού 



  ΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΙ

Οι φυλακισμένοι έχουν ζηλέψει το γέλιο 
έχουνε χάσει τα κλειδιά της περιέργειας 
έχουν φορτώσει την επιθυμία της ζωής 
σ ελαφρές αλυσίδες 
από παλιές κατηγόριες είναι βεβαρημένοι ακόμη 
η οκνηρία δεν είναι πια ένα μυστήριο 
η ανεξαρτησία είναι στη φυλακή 

  ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Μια καταιγίδα μία μόνο 
από ορίζοντα σε ορίζοντα 
κα πάνω σ΄ όλη τη γη
για να σκουπίσει τη σκόνη 
τις μυριάδες τα ξερά φύλλα 
για να απογυμνώσει όλα τα δέντρα 
για να ερημώσει τις καλλιέργειες
για να καταρρίψει τα πουλιά 
για να διασκορπίσει τα κύματα 
να καθαρίσει τις αναθυμιάσεις 
για να καταστρέψει την ισορροπία 
του ήλιου του πιο ζεστού 
διώχνοντας μάζες αδυναμίας 
κόσμος που δεν ζυγίζει τίποτα
κόσμος αρχαίος που μ αγνοεί 
ίσκιος ξετρελλαμένος 
δεν θα είμαι πια ελέυθερος παρά μέσα στ άλλα χέρια . 




ΑΛΛΟΥ ΕΔΩ ΠΑΝΤΟΥ ( αποσπάσματα )
Ψηλό τριαντάφυλλο της παλίρροιας 
όλες μου οι επιθυμίες ποτίστηκαν 
τριαντάφυλλο αναγνωρισμένο στο κλάμα

Μαθαίνω όλα που μου λες μπορώ να τα καταλάβω
η σκέψη σου είναι χωρίς ντροπή σκέψη στην ψηλή φωνή 

Σιωπά το αφελές θαύμα 
και η κλωστή στη βελόνα 
όλη ήταν διαχυμένη 
ο σκοτεινός άνεμος καθαρίζει 
τη θάλασσα και τον ήλιο

Η αναπνοή σου ετοιμάζει τις απαντήσεις μου 
ακούω τον άνεμο ξέρω αυτό που λες 
και συνδέω τους θορύβους που σου δίνουν ζωή 
πάνω σε ένα δρόμο που η ηχώ χτυπάει σε όλες τις καρδιές 
αν και η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα κλείσανε 
η ατολμία μου ακούει τη βροντή των θορύβων 
και οι μουγγοί ζητάνε να διυλίσω τη νύχτα τους 
ακούμε αυτό που κοιμάται σε μας ανέκφραστο 

Θα διασχιστούν οι περιορισμοί μας 

Ήμουνα μακριά πεινούσα διψούσα για μια επαφή 

Η αφή σου μοιάζει των καρπερών χωμάτων 
των χωμάτων των εξαντλημένων 
από τ όργωμα των αρότρων των βροχών και των καλοκαιριών 
η αφή σου δημιουργεί ένα πρόσωπο από φύλλα 
ένα σώμα χορταρένιο ένα σώμα πεσμένο σε ένα θάμνο 
το χέρι σου με προστατεύει από τσουκνίδες κι από βάτους 

Τα χάδια μου θεμελιώνουν τα όνειρα μου σε ένα μόνο 
οξυδερκή και πιστό ένα όνειρο της διάρκειας

Γιατί σε αισθανόμουν καλύτερα τη νύχτα 

Είχα ελευθερωθεί

Είχα γευτεί τον ουρανό , τη γη και την παλίρροια 
αισθάνθηκα το αίμα το δέρμα την παγωνιά και το άχυρο 
τα είχα όλα καταλάβει τ άγγιζα αναδειχνόμουν 
ανάπνεα χρωματιζόμουν βάδιζα μιλούσα 
και αναδημιουργούμουν 

Είδα καθαρά μεσημεριάτικα παραδεχόμουνα τον ίσκιο 
ήξερα χωριστά και ομαδικά τ αστέρια 
και τα έργα των ανθρώπων 
ήξερα να υπάρχω λιγότερο και πιο πολύ απ τον εαυτό μου 
οι πέντε αισθήσεις μου κάνανε θέση στη φαντασία

Η φαντασία έμεινε στη σκέψη 
κι εμείς κατέχουμε μια έκτη αίσθηση



 ΧΩΡΙΣ ΗΛΙΚΙΑ 

Πλησιάζουμε
Μέσα στα δάση πάρε το δρόμο του πρωινού 
ανέβα τα σκαλιά της πάχνης
Πλησιάζουμε
Είναι η καρδιά της γη σφιγμένη 
να ‘ρθει στον κόσμο μια μέρα ακόμη, θα πλατύνει ο ουρανός
Είχαμε βαρεθεί να κατοικούμε στα ερείπια του ύπνου , 
στη χαμηλή σκιά της ανάπαυσης ,της κούρασης και της εγκατάλειψης

Η γης θα ξαναπάρει τη μορφή των ζωντανών σωμάτων μας 
ο άνεμος θα μας υπομείνει
ο ήλιος και η νύχτα θα περάσουν μες στα μάτια μας
χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν 

Το σίγουρο μας διάστημα ο αγνός μας αέρας 
φτάνει για να γεμίσει την αργοπορία που έσκαψε η συνήθεια 
όλοι μαζί θ’ αράξουμε σε μια καινούργια μνήμη
και θα μιλήσουμε μαζί μια ευαίσθητη λαλιά 

Ω! αδερφοί μου αντίμαχοι 
που κρατάτε στα μάτια τη νύχτα αναλυμένη και τη φρίκη της 
που να σας έχω αφήσει
με τα βαριά σας χέρια μες το λάδι το νωθρό,
μες στις παλιές σας πράξεις με τόση λίγη ελπίδα
που κι ο θάνατος φαίνεται ν ‘χει δίκιο

Χαμένοι μου αδερφοί , εγώ πηγαίνω προς τη ζωή 
έχω την όψη ανθρώπου για ν’ αποδείξω
πως ο κόσμος έγινε στ’ ανάστημα μου
και δεν είμαι μόνος 

χίλιες εικόνες από μένα πληθαίνουν το φως μου 
χίλιες ματιές πανόμοιες ισοπεδώνουν τη σάρκα να το πουλί το παιδί κι ο βράχος κι ο κάμπος σμίγουν μαζί μας
Γελά το χρυσάφι που έμεινε από την άβυσσο έξω
γυμνό νερό, γυμνή φωτιά για μια εποχή μονάχα,
έκλειψη δεν υπάρχει πια στο μέτωπο του κόσμου

Χέρια από τα χέρια μας αναγνωρισμένα
Χείλια με τα χείλια μας ενωμένα
οι πρώτες ανθισμένες ζέστες .
Παραστέκουνται το αίμα δροσερό 
το πρίσμα ανασαίνει μαζί μας
Εύφορη αυγή, 
στην κορφή κάθε χόρτου βασίλισσα
στην κορφή των μούσκλων στην αιχμή του χιονιού 
του κυμάτου , της ταραγμένης άμμου ,της επίμονης παιδικής ζωής
Έξω από όλες τις σπηλιές μας 
Έξω από τον εαυτό μας. 


Ο,ΤΙ ΝΕΕΙ Ο ΠΟΝΕΜΕΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΑΚΑΙΡΟ

Όλος κλαδιά ο χειμώνας κι αλύγιστος σαν πτώμα
Κάποιος σ’ ένα παγκάκι δρόμου ερημικού που τον δέρν’ η μοναξιά
Ώρα να ‘ρθει η απελπισία με τα καθημερινά της σύνεργα , 
μολυβένιους καθρέφτες βοτσαλένια νερά
κι αποτελματωμένα αγάλματα
Να ξεγραφτεί κάθε καλό 
να φανούν της αλήθειας οι ρακένδυτες θύμησες
Φως μελανό αρχαία πυρκαγιά,
με μαλλιά που χάνονται σ’ ένα λαβύρινθο

Άνθρωπος που λαθεύτηκε σε κλειδί σε πόρτα σε όροφο
Να μπορέσει να νιώσει πιο βαθιά , 
πιο βαθιά ν’ αγαπήσει

Πού αρχινάει ένα τοπίο , ποιαν ώρα ,
Πού λοιπόν τερματίζεται η γυναίκα
Γέρνει η βραδιά πάνω στην πολιτεία , 
βρίσκει τον οδοιπόρο ξαπλωμένον χάμου, 
οδοιπόρο γυμνό, 
που απ το στήθος μιας παρθένας πιότερο ποθεί
το αστέρι το άμορφο που συντηρεί τη νύχτα

Είναι κάτι ερείπια που να σου σφίγγεται η καρδιά ,
δύσκολα να τα περιγράψεις και όμως
από μέσα τους ο ήλιος δραπετεύει ψάλλοντας 
την ώρα που ο ουρανός κάνει το μέλι του χορεύοντας
Είναι κάτι πεζούλια όπου ανθούνε οι έρωτες 
κι όπου ο γύψος όλος ξέφτια κανακεύει δυό σκιές που σμίξανε , 
φωτιά στις φλέβες ανυπόταχτη φωτιά, 
στο κύμα το ένα των χειλιών

Πιαστείτε από τα χέρια κοιταχτείτε κατάματα 
αιφνιδιαστικά αιχμαλωτίστε τ’ όραμα
πίσω απ’ τα παλάτια πίσω απ’ τα ερείπια 
πίσω απ’ τα τζάκια κι απ’ τις στέρνες
μπρος στον άνθρωπο,
στο πλάτωμα που ξεσηκώνει έναν μανδύα σκόνης
Πυρετός που σέρνεται 
εισβολή ωραίων ημερών , μια φυτεία γαλανών σπαθιών.
Κάτω απ’ τα βλέφαρα που ανοίγονται μες στα βαθιά φυλλώματα 
είναι η βαριά συγκομιδή της ηδονής, 
τ’ άνθος του λιναριού που σπάει τις προσωπίδες 
Όλα τα πρόσωπα έχουν ξεπλυθεί, 
μέσα στο χώμα που κάλυψε τα πάντα.

Οι φωτεινές των περασμένων μέρες, 
τα λιοντάρια τους τα καγκελόφραχτα 
κι οι διαφανείς υδάτινοι αετοί τους
η βροντή τους η αλαζονική δίνοντας δύναμη στις ώρες τις αιμάτινες των δέσμιων όρθρων
πέρα ως πέρα μες στον ουρανό το διάδημά τους συσπασμένο, 
πάνω στον όγκο ενός μόνον καθρέφτη ,
μιας μονάχα καρδιάς

Μα πιο κάτου τώρα πιο βαθιά ολοένα 
στους δρόμους που τους έφαε το σκοτάδι, 
το τραγούδι αυτό που βαστά όλη νύχτα, 
που κάνει τον κουφό που κάνει τον αόμματο,
που ευγενικά συνοδεύει τα φαντάσματα ,
ο έρωτας αυτός ο απαρνητής ,
που χτυπιέται μες στις έγνοιες, χύνοντας δάκρυα ποτάμι.
Τ’ όνειρο αυτό που κατάντησε κουρέλι ,
το γελοίο το στραπατσαρισμένο 
η χέρσα τούτη αρμονία, η ορδή που ζητιανεύει

επειδή στ’ αλήθεια δε λαχτάρησε 
παρεχτός το χρυσάφι τίποτε άλλο
τη ζωή της την άθιχτη και την εντέλεια του έρωτα


ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Μια πλατια αλλοτρίωση σκεπάζει τον ορίζοντα
μερικοί άνθρωποι κουρελιαζουν την ελευθερία 
οι ομοιότητες δεν έχουν σχέσεις 
είναι διχασμένες 

Ολες οι πληγές μες στο φως 
όλα τα χτυπήματα των βλεφάρων 
και η καρδιά μου που χτυπαει 
καινούρια διαιώνιση των αρνησεων 
οι αγαναχτισμένοι ετοιμάζουν όρκους 
θα διαβάζω σε λίγο μες στις φλέβες σου 
το αίμα σου σε διαπερνάει και σε φωτίζει 
ένα νέο άστρο του έρωτα σηκώνεται παντού

Ποίημα του Πωλ Ελυάρ εμπνευσμένο από τον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στους 'Aγγλους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους υποτακτικούς τους: 
 ΑΘΗΝΑ 
Έλληνα λαέ βασιλιά απελπισμένε
Να χάσεις άλλο πια δεν έχεις πάρεξ τη λευτεριά
Τον έρωτα σου για τη λευτεριά και για τη δικαιοσύνη 
Και τον άπειρο σεβασμό του ίδιου του εαυτού σου 

Βασιλιά λαέ δε σ' απειλεί ο θάνατος 
Στον έρωτά σου είσ' όμοιος είσαι αγαθός 
Και το κορμί σου κι η καρδιά πεινούν για αιωνιότητα 
Βασιλιά λαέ που πίστεψες πως σου χρωστούν το ψωμί 

Και πως σου δίναν τίμια τ' άρματα να σηκώσεις
Τίμια δικιά σου σώζοντας βάζοντας το δικό σου νόμο
Λαέ απελπισμένε στα δικά σου μόνο τ' άρματα εμπιστέψου
Ελεημοσύνη σαν τα δώσανε κάνε τα εσύ ελπίδα 

Και τη ελπίδα τούτη όρθωσε στο μαύρο φως αντίκρυ
Στον ανελέητο Χάροντα που δίπλα σου δεν βολεύετεια
Λαέ απελπισμένε ήρωα λαέ Λαέ πεινασμένων λαίμαργων της πατρίδας 

Μικρέ και μεγάλε στα μέτρα του καιρού σου
Έλληνα λαέ αφέντη παντοτινέ των πόθων σου
Συνταιριασμένα το ιδανικό της σάρκας κι η σάρκα η ίδια
Η φυσική λαχτάρα το ψωμί κι η λευτεριά 

Η λευτεριά όμοια με τη λιόλουστη θάλασσα
Το ψωμί όμοιο με τους θεούς το ψωμί που σμίγει τους ανθρώπους
Το αληθινό ολόφωτο αγαθό πιο δυνατό απ' όλα
Πιο δυνατό απ' τον πόνο και τους εχθρούς μας όλους 

9 Δεκέμβρη 1944  



Πωλ Ελυάρ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Πωλ Ελυάρ 14 Δεκεμβρίου 1895 - 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια.
Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ωςΓκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη.
Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του υπερρεαλισμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: