Anne Sexton
Ξιφολόγχη
Τι μπορώ να κάνω μ’ αυτή την ξιφολόγχη;
Να στήσω μία τριανταφυλλιά;
Ή να τη χώσω στο φεγγάρι;
Ή μήπως με την κόψη της να ξύριζα τα πόδια μου;
Ή μήπως να καμάκωνα ένα ψάρι;
Όχι. Όχι.
Την έφτιαξα
για σένα
στα όνειρά μου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά.
Ήμουν σε στάση εμβρυακή,
όμως μια ξιφολόγχη είχα στα χέρια μου
που προοριζόταν για τη γη του στομαχιού σου.
Ο αφαλός το αίνιγμά του τραγουδούσε.
Τα έντερα ελίσσονταν σαν δρόμοι αλπικοί.
Φτιάχτηκε για να εισέλθει μέσα σου
όπως εισήλθες μέσα μου εσύ
και κόβοντας να σε γεμίσει φως της μέρας,
να ελευθερώσει τη θαμμένη σου ενδοχώρα,
να ελευθερώσει το κουτάλι που με τάισες,
να ελευθερώσει το πουλί που είπε άντε γαμήσου,
να το σμιλέψει σε άγαλμα μέχρι να γίνει άσπρο,
και τότε θα μπορούσα να το βάλω σε ένα ράφι,
ένα αντικείμενο άλογο σαν πέτρα,
όμως με όλους τους παλμούς
ενός σταυρού του μαρτυρίου.
Φεύγεις, έφυγες
Πάνω από πέτρινους τοίχους και αχυρώνες,
χιλιάδες μίλια μακριά από τις μαυρομάτες Σούζαν,
πάνω από σκηνές του τσίρκου και σεληνακάτους
φεύγεις, φεύγεις.
Εσύ που με κατοίκησες
στο πιο βαθύ και πιο σπασμένο μου κομμάτι,
φεύγεις, φεύγεις.
Μια γριά γυναίκα σε φωνάζει.
Από το νεκροκρέβατό της, όλο πόνο
σε ρωτά «Λοιπόν, τι θα σου μείνει από δαύτη;».
Είναι ο πυρήνας όλων των μύθων.
Είναι η τρελή του δείπνου
κι εσύ ο ταξιδευτής.
Παρά το ότι βιάζεσαι
σταματάς για ν’ ανοίξεις ένα μικρό καλάθι
και κάτω από τακτοποιημένα μισοφόρια
της δείχνεις τα μάτια με τις ραβδώσεις της τίγρης
που ξερίζωσες πρόσφατα,
της δείχνεις την ειδικότητά σου, τα χείλη,
αυτές τις δύο πρέσες
που άγρια τη σφίγγουν.
Το ένας χείλος μου ανήκει,
το άλλο είναι δικό σου.
Αποσπάστηκαν απ’ το οστό του καρπού
όταν ξεχύθηκες
στην ακατόρθωτη φυγή, έφυγες.
Τότε ακουμπάς το καλάθι
στην κούφια ποδιά της γριάς.
Ως τελευταία πράξη εκείνη χαϊδεύει
αυτά τα τεχνουργήματα σα να ‘ταν παιδικό κεφάλι
και μουρμουρίζει «πολύτιμα, πολύτιμα».
Κι εσύ χαίρεσαι που της τα 'δωσες
γιατί κι αυτή, ένα ταξίδι κάνει.
Ξιφολόγχη
Τι μπορώ να κάνω μ’ αυτή την ξιφολόγχη;
Να στήσω μία τριανταφυλλιά;
Ή να τη χώσω στο φεγγάρι;
Ή μήπως με την κόψη της να ξύριζα τα πόδια μου;
Ή μήπως να καμάκωνα ένα ψάρι;
Όχι. Όχι.
Την έφτιαξα
για σένα
στα όνειρά μου.
Τα μάτια μου ήταν κλειστά.
Ήμουν σε στάση εμβρυακή,
όμως μια ξιφολόγχη είχα στα χέρια μου
που προοριζόταν για τη γη του στομαχιού σου.
Ο αφαλός το αίνιγμά του τραγουδούσε.
Τα έντερα ελίσσονταν σαν δρόμοι αλπικοί.
Φτιάχτηκε για να εισέλθει μέσα σου
όπως εισήλθες μέσα μου εσύ
και κόβοντας να σε γεμίσει φως της μέρας,
να ελευθερώσει τη θαμμένη σου ενδοχώρα,
να ελευθερώσει το κουτάλι που με τάισες,
να ελευθερώσει το πουλί που είπε άντε γαμήσου,
να το σμιλέψει σε άγαλμα μέχρι να γίνει άσπρο,
και τότε θα μπορούσα να το βάλω σε ένα ράφι,
ένα αντικείμενο άλογο σαν πέτρα,
όμως με όλους τους παλμούς
ενός σταυρού του μαρτυρίου.
Φεύγεις, έφυγες
Πάνω από πέτρινους τοίχους και αχυρώνες,
χιλιάδες μίλια μακριά από τις μαυρομάτες Σούζαν,
πάνω από σκηνές του τσίρκου και σεληνακάτους
φεύγεις, φεύγεις.
Εσύ που με κατοίκησες
στο πιο βαθύ και πιο σπασμένο μου κομμάτι,
φεύγεις, φεύγεις.
Μια γριά γυναίκα σε φωνάζει.
Από το νεκροκρέβατό της, όλο πόνο
σε ρωτά «Λοιπόν, τι θα σου μείνει από δαύτη;».
Είναι ο πυρήνας όλων των μύθων.
Είναι η τρελή του δείπνου
κι εσύ ο ταξιδευτής.
Παρά το ότι βιάζεσαι
σταματάς για ν’ ανοίξεις ένα μικρό καλάθι
και κάτω από τακτοποιημένα μισοφόρια
της δείχνεις τα μάτια με τις ραβδώσεις της τίγρης
που ξερίζωσες πρόσφατα,
της δείχνεις την ειδικότητά σου, τα χείλη,
αυτές τις δύο πρέσες
που άγρια τη σφίγγουν.
Το ένας χείλος μου ανήκει,
το άλλο είναι δικό σου.
Αποσπάστηκαν απ’ το οστό του καρπού
όταν ξεχύθηκες
στην ακατόρθωτη φυγή, έφυγες.
Τότε ακουμπάς το καλάθι
στην κούφια ποδιά της γριάς.
Ως τελευταία πράξη εκείνη χαϊδεύει
αυτά τα τεχνουργήματα σα να ‘ταν παιδικό κεφάλι
και μουρμουρίζει «πολύτιμα, πολύτιμα».
Κι εσύ χαίρεσαι που της τα 'δωσες
γιατί κι αυτή, ένα ταξίδι κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου