ΘΥΜΑΜΑΙ….ΘΥΜΑΣΑΙ;
Σε μια ξένη πόλη,ούτε δική μου
ούτε δική σου,εκεί σε πρωτοείδα…
…μπορεί και να μ’ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες…
κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα…
το θυμάσαι;
Την άλλη κιόλας μέρα
φτιάξαμε ένα τρένο…
κίτρινο,κόκκινο,μπλέ το βάψαμε…
και ταξιδεύαμε τη γη…
Τις νύχτες ταξιδεύαμε στον ουρανό…
αστέρι και σταθμός….
θυμάσαι;
Βρήκες το πιο μακρινό αστέρι…
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λεύκα
να μείνουμε για πάντα εκεί….
θυμάσαι;
Όταν σου έδινα ένα πορτοκάλι…
πήγαινε να πεί….ΜΟΝΟ…
μαζί σου ταξιδεύω…
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα….
την πίναμε μισή μισή
θυμάσαι;
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ’όλη τη γη….
να βρώ το πρώτο πρώτο λουλούδι…
για σένα βέβαια…
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου’φερνες ένα κοχύλι…
θυμάσαι;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα
ποτάμι,λίμνη,θάλασσα,ωκεανός…
Κι όταν το ζήταγες
γινόμουνα κι εγώ…
θυμάσαι;
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα…
καλοπλυμένα…καλοχτενισμένα…
και τα δικά σου όνειρα
εγώ τα ετοίμαζα…
θυμάσαι;
Θυμάσαι
τότε που κατέβηκα
στον ύπνο σου
μ’ένα τεράστιο
ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια…
μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ…
Το θυμάσαι ακόμη;
Mια νύχτα χάθηκες
σ’ ένα μεγάλο δάσος
είχες το μύλο…δε φοβήθηκες
κι έτρεξα και σε βρήκα…
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια…
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο…
Τα θυμάσαι;
Kαι σου’μαθα
να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια…
μη πατάς πολύ το μολύβι
σου ’λεγα…
μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα…
θυμάσαι;
Και μου ’μαθες
να φτιάχνω χάρτινα καράβια
και χάρτινα κινέζικα πουλιά…
Μια μέρα είπαμε…
καιρός πια να εφεύρουμε
τη δική μας γραφή
να μη την ξέρει άλλος…
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ένα ποτάμι
πάντα ένα ποτάμι…
Τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό
πράγματα από τότε…
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε…
Τα θυμάσαι όλα;
Ό,τι δε χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές
σημαιούλες πολύχρωμες…
θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο
που άλλαζε σχήμα
ανάλογα με τη στάση
του κορμιού μας
το θυμάσαι;
Kι ήταν φορές που γινόταν
ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε
τα πιο ωραία παραμύθια…
κι όταν μας τέλειωναν
αρχίσαμε να παίζουμε
δικά μας παραμύθια…
Μια φορά κι έναν καιρό
ήτανε δύο
θυμάσαι;
Ήτανε δύο
κι ήτανε σαν ένας…
ένας και πολλοί μαζί…
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ’ανταμώναμε ξανά;
και σου ’γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα…
κι εσύ ακόμη πιο τεράστια
μου ’γραφες…
Μια φορά όμως που άργησες…
πρόλαβε κι ήρθε ένας χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε…
κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
και δεν μπορούσες να γυρίσεις…
Έμεινες μακριά
και μου ’γραφες
η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
Μπορεί…
όμως
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη…
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Έλα
Θα μετρήσω ως το δέκα….
Xρήστος Μπουλώτης
Σε μια ξένη πόλη,ούτε δική μου
ούτε δική σου,εκεί σε πρωτοείδα…
…μπορεί και να μ’ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες…
κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα…
το θυμάσαι;
Την άλλη κιόλας μέρα
φτιάξαμε ένα τρένο…
κίτρινο,κόκκινο,μπλέ το βάψαμε…
και ταξιδεύαμε τη γη…
Τις νύχτες ταξιδεύαμε στον ουρανό…
αστέρι και σταθμός….
θυμάσαι;
Βρήκες το πιο μακρινό αστέρι…
κι είπες να το γυαλίσουμε
να του φυτέψουμε μια λεύκα
να μείνουμε για πάντα εκεί….
θυμάσαι;
Όταν σου έδινα ένα πορτοκάλι…
πήγαινε να πεί….ΜΟΝΟ…
μαζί σου ταξιδεύω…
Με πέντε πορτοκάλια κάναμε πορτοκαλάδα….
την πίναμε μισή μισή
θυμάσαι;
Κι έτρεχα κάθε άνοιξη σ’όλη τη γη….
να βρώ το πρώτο πρώτο λουλούδι…
για σένα βέβαια…
Κατέβαινες στα βάθη του ωκεανού εσύ
και μου’φερνες ένα κοχύλι…
θυμάσαι;
Άμα στο ζήταγα γινόσουνα
ποτάμι,λίμνη,θάλασσα,ωκεανός…
Κι όταν το ζήταγες
γινόμουνα κι εγώ…
θυμάσαι;
Μου έστελνες στον ύπνο μου όνειρα…
καλοπλυμένα…καλοχτενισμένα…
και τα δικά σου όνειρα
εγώ τα ετοίμαζα…
θυμάσαι;
Θυμάσαι
τότε που κατέβηκα
στον ύπνο σου
μ’ένα τεράστιο
ροζ αερόστατο;
Σου χάρισα ένα μύλο
να τον κρατάς γερά
γιατί φοβόσουν τα σκοτάδια…
μου χάρισες έναν ολόιδιο κι εσύ…
Το θυμάσαι ακόμη;
Mια νύχτα χάθηκες
σ’ ένα μεγάλο δάσος
είχες το μύλο…δε φοβήθηκες
κι έτρεξα και σε βρήκα…
Μου χάρισες ένα χρυσόψαρο
που μέτραγε ως τα χίλια…
κι ένα τζιτζίκι
και μια ζίνα
κι ένα πουκάμισο άσπρο…
Τα θυμάσαι;
Kαι σου’μαθα
να ζωγραφίζεις
κάμπους και ποτάμια…
μη πατάς πολύ το μολύβι
σου ’λεγα…
μια αγκαλιά ψυχές το τοπίο
κι οι ψυχές δεν έχουν περίγραμμα…
θυμάσαι;
Και μου ’μαθες
να φτιάχνω χάρτινα καράβια
και χάρτινα κινέζικα πουλιά…
Μια μέρα είπαμε…
καιρός πια να εφεύρουμε
τη δική μας γραφή
να μη την ξέρει άλλος…
Τη ζωγραφίσαμε στο πι και φι
κοντά σ’ένα ποτάμι
πάντα ένα ποτάμι…
Τη θυμάσαι ακόμη εκείνη τη γραφή;
Κι εφεύραμε ένα σωρό
πράγματα από τότε…
τη σαντιγύ
τον ήλιο
τις αυπνίες
την παλίρροια
το σκούρο μπλε…
Τα θυμάσαι όλα;
Ό,τι δε χώραγε στις λέξεις
το κάναμε μικρές μικρές
σημαιούλες πολύχρωμες…
θυμάσαι πως τις ανεμίζαμε;
Το μαγικό δωμάτιο
που άλλαζε σχήμα
ανάλογα με τη στάση
του κορμιού μας
το θυμάσαι;
Kι ήταν φορές που γινόταν
ολοστρόγγυλο
Θυμάσαι πότε;
Μαζί διαβάζαμε
τα πιο ωραία παραμύθια…
κι όταν μας τέλειωναν
αρχίσαμε να παίζουμε
δικά μας παραμύθια…
Μια φορά κι έναν καιρό
ήτανε δύο
θυμάσαι;
Ήτανε δύο
κι ήτανε σαν ένας…
ένας και πολλοί μαζί…
Χωρίζαμε για λίγο μόνο
γιατί αλλιώς
πως θ’ανταμώναμε ξανά;
και σου ’γραφα κάθε στιγμή
κάτι τεράστια γράμματα…
κι εσύ ακόμη πιο τεράστια
μου ’γραφες…
Μια φορά όμως που άργησες…
πρόλαβε κι ήρθε ένας χειμώνας
που κράτησε όσο πέντε…
κι όταν τέλειωσε
ήρθε πάλι χειμώνας ακόμη πιο βαρύς
και δεν μπορούσες να γυρίσεις…
Έμεινες μακριά
και μου ’γραφες
η πιο μεγάλη απόσταση είναι ο χρόνος…
Μπορεί…
όμως
τα πιο ωραία μας ταξίδια
δεν τα ταξιδέψαμε ακόμη…
ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ
Έλα
Θα μετρήσω ως το δέκα….
Xρήστος Μπουλώτης
1 σχόλιο:
από τα μικρά αγαπημένα μου βιβλιαράκια!!
"Μ&Τ"
Δημοσίευση σχολίου