Αγαπητέ Θεέ,
Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο.
Σού το λέω ευθύς εξαρχής: σιχαίνομαι να γράφω. Για να γράψω, πρέπει πραγματικά να είμαι αναγκασμένος να το κάνω· γιατί το γράψιμο είναι γιρλάντα και στολίδι και μεταξωτή κορδέλα. Τι άλλο είναι το γράψιμο από ένα ωραιοποιημένο ψέμα; Το γράψιμο είναι για τους μεγάλους.
Θες να σ’ το αποδείξω; Ξανακοιτά λίγο πιο πάνω και δες πώς αρχίζω το γράμμα μου! «Με λένε Όσκαρ, είμαι δέκα χρονών, έχω βάλει φωτιά στη γάτα, στο σκύλο, στο σπίτι (αν δεν κάνω λάθος έχω ψήσει και τα χρυσόψαρα), κι αυτή είναι η πρώτη φορά που σού γράφω, γιατί μέχρι σήμερα, λόγω του σχολείου, δεν είχα χρόνο». Ε, δε θα μπορούσα να γράψω: «Με φωνάζουν Γλόμπο, δε δείχνω παραπάνω από επτά, μένω στο νοσοκομείο λόγω του καρκίνου μου, και δεν σού ’χω απευθύνει ποτέ το λόγο γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχεις»;
Βέβαια, αν το γράψω αυτό, την πάτησα, γιατί θα δείξεις λιγότερο ενδιαφέρον για μένα. Κι εγώ το ’χω ανάγκη το ενδιαφέρον σου.
Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα ’θελα να βρεις χρόνο να μου κάνεις και δυο-τρεις χάρες.
Εξηγούμαι:
Το νοσοκομείο, δε λέω, είναι ένα μέρος παρά πολύ συμπαθητικό, γεμάτο ευχάριστους μεγάλους που μιλάνε δυνατά, γεμάτο παιχνίδια και ροζ κυρίες που τους αρέσει να διασκεδάζουν με τα παιδιά, γεμάτο φίλους που είναι πάντα εκεί όταν τους θέλεις, όπως ο Μπέικον, ο Αϊνστάιν ή ο Ποπ Κορν. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, το νοσοκομείο είναι μια χαρά για έναν άρρωστο που το διασκεδάζει.
Εγώ, όμως, δεν το διασκεδάζω πια. Από τότε που μου έκαναν τη μεταμόσχευση, το καταλαβαίνω: δεν το διασκεδάζω πια. Κάθε πρωί που μ’ εξετάζει ο γιατρός Ντίσελντορφ, δεν το αντέχω πια, τον απογοητεύω. Με κοιτάζει αμίλητος, σαν να ’χα κάνει καμιά αταξία. Κι όμως, ήμουν τόσο συνεργάσιμος στην εγχείρηση! Καθόμουν φρόνιμος, τους άφησα να με κοιμίσουν, πόνεσα και δε φώναξα, πήρα όλα μου τα φάρμακα. Είναι κάτι μέρες, όμως, που έτσι μου έρχεται να του φωνάξω κατάμουτρα, να του πω ότι μπορεί να φταίει κι αυτός ο ίδιος, ο γιατρός Ντίσελντορφ με τα μαύρα φρύδια, να φταίει αυτός που απέτυχε η εγχείρηση. Μα παίρνει εκείνο το δυστυχισμένο ύφος του, και δε μου πάει να τον βρίσω. Όσο πιο πολύ σωπαίνει ο γιατρός Ντίσελντορφ μ’ εκείνο το λυπημένο βλέμμα, τόσο πιο ένοχος αισθάνομαι. Έχω καταλάβει ότι έγινα ένας κακός άρρωστος, ένας άρρωστος που δε θέλει να πιστέψει ότι η ιατρική κάνει θαύματα.
Η σκέψη ενός γιατρού είναι μεταδοτική. Τώρα, όλοι στον όροφο —νοσοκόμες, βοηθοί, καθαρίστριες— με κοιτάζουν με το ίδιο βλέμμα. Έχουν θλιμμένο ύφος όταν είμαι σε καλή διάθεση· γελάνε με το ζόρι όταν λέω κάποιο αστείο. Είν’ αλήθεια: δε διασκεδάζουμε πια όπως πριν.
Μόνο η θεία Ροζ δεν. έχει αλλάξει. Κι ούτε νομίζω ότι μπορεί ν’ αλλάξει πια: είναι πολύ γριά. Τη θεία Ροζ, Θεέ, δεν έχω ανάγκη να σού τη συστήσω· πρέπει να ’ναι καλή σου φίλη, μια που η ίδια μου είπε να σού γράψω. Το πρόβλημα είναι ότι μόνο εγώ τη φωνάζω θεία Ροζ. Γι’ αυτό, πρέπει να κάνεις έναν κόπο για να καταλάβεις για ποιαν σού μιλάω: είναι η πιο ηλικιωμένη απ’ όλες τις κυρίες με τις ροζ μπλούζες που έρχονται απ’ έξω για να περάσουν λίγο χρόνο με τα άρρωστα παιδιά.
«Πόσων χρονών είστε, θεία Ροζ;»
«Μπορείς να συγκρατήσεις αριθμούς με δεκατρία ψηφία, μικρέ μου Όσκαρ;»
«Μα γιατί με πειράζετε;»
«Δε σε πειράζω. Όμως πρόσεξε: κανείς εδώ δεν πρέπει να μάθει την ηλικία μου, γιατί, αλλιώς, θα με διώξουν και δε θα βλεπόμαστε πια.» «Γιατί;»
«Είμαι παράνομα εδώ. Υπάρχει όριο ηλικίας για τις ροζ κυρίες. Κι εγώ αυτό το όριο το έχω περάσει εδώ και καιρό.»
«Έχετε λήξει δηλαδή, ε;»
«Ναι.»
«Σαν γιαούρτι;»
«Σσστ!»
«Ο.Κ. Δε λέω λέξη.»
Ήταν πολύ θαρραλέο εκ μέρους της να μού εμπιστευτεί το μυστικό της. Αλλά έπεσε στον σωστό άνθρωπο. Θα μείνω βουβός, ακόμα κι αν μου κάνει εντύπωση που κανείς δεν την έχει πάρει είδηση, με όλες αυτές τις ρυτίδες, σαν ακτίνες του ήλιου, γύρω από τα μάτια.
Μια άλλη φορά έμαθα κι άλλο ένα μυστικό της, κι άμα σ’ το πω, Θεέ, είμαι σίγουρος πως θα καταλάβεις ποια είναι.
Περπατούσαμε στον κήπο του νοσοκομείου, και πάτησε σκατά.
«Γαμώτο!»
«Α, θεία Ροζ, λέτε κακά λόγια!»
«Άκου να σού πω, σπόρε, θα μιλάω όπως θέλω — εντάξει;»
«Θεία Ροζ!»
«Και κούνα τον κώλο σου! Βγήκαμε για βόλτα, όχι για να κάνουμε παρέα στα σαλιγκάρια!»
Όταν καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι για να φάμε μια καραμέλα, τη ρώτησα!
«Μα πώς γίνεται και μιλάτε τόσο άσχημα;»
«Ας όψεται το επάγγελμα, μικρέ μου Όσκαρ. Στη δουλειά που έκανα, θα πήγαινα χαμένη αν μιλούσα με το σεις και με το σας.»
«Και ποιο ήταν το επάγγελμα σας;»
«Δεν θα με πιστέψεις...»
«Σας ορκίζομαι ότι θα σας πιστέψω.»
«Παλαίστρια του κατς.»
«Δε σας πιστεύω!»
«Άκου που σού λέω! Μ’ έλεγαν η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ.»
Από τότε, όποτε είμαι λίγο κακόκεφος, η θεία Ροζ, αφού σιγουρευτεί ότι κανείς δεν μπορεί να μας ακούσει, μου διηγείται τους μεγάλους αγώνες της! η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ εναντίον της Χασάπισσας του Λιμουζέν, τους αγώνες της επί είκοσι χρόνια εναντίον της Διαβολικής Σινκλέρ, μιας Ολλανδέζας που είχε οβίδες αντί για στήθια, και ειδικά τον αγώνα για τον τίτλο της παγκόσμιας πρωταθλήτριας εναντίον της Ούλα-Ούλα ή Σκύλας του Μπούχενβαλντ που δεν είχε ηττηθεί ποτέ, ούτε καν από τα Ατσάλινα Μπούτια, το ίνδαλμα της θείας Ροζ όταν ήταν παλαίστρια του κατς. Εμένα μ’ αρέσει να τ ακούω όλα αυτά, γιατί φαντάζομαι τη φίλη μου πάνω στο ρινγκ (αλλά έτσι όπως είναι τώρα: μια γριούλα με ροζ μπλούζα που δεν πατάει πολύ γερά στα πόδια της) να ρίχνει στο καναβάτσο τις δράκαινες με τα μαγιό. Βάζω με το νου μου ότι είμαι εγώ. Εγώ είμαι ο δυνατός.
Παίρνω εκδίκηση.
Ε, τώρα, αν με όλα αυτά που σού είπα για τη θεία Ροζ ή Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, δεν έχεις καταλάβει ακόμα ποια είναι η θεία Ροζ, τι να σού πω... πρέπει να σταματήσεις να είσαι Θεός, και να πάρεις σύνταξη. Πιο σαφής δεν μπορώ να γίνω.
Ξαναγυρίζω στα δικά μου.
Η μεταμόσχευση, που λες, δεν πήγε και πολύ καλά. Ούτε κι η χημειοθεραπεία μου πήγαινε καλά, αλλά αυτό δεν πείραζε πολύ, γιατί όλοι εδώ είχαν ρίξει τις ελπίδες τους στη μεταμόσχευση. Τώρα μου φαίνεται ότι οι γιατροί δεν ξέρουν τι να προτείνουν, για να μη σού πω ότι έχουν αρχίσει και να με λυπούνται. Ο γιατρός Ντίσελντορφ, που η μαμά τον θεωρεί τόσο όμορφο αλλά εγώ βρίσκω ότι παραέχει μεγάλα φρύδια, δείχνει σαν Άι-Βασίλης που του τέλειωσαν τα δώρα.
Η ατμόσφαιρα χειροτερεύει και πάει. Μίλησα γι’ αυτό στο φίλο μου τον Μπέικον. Ο φίλος μου, για να λέμε την αλήθεια, δε λέγεται Μπέικον λέγεται Ιβ, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Μπέικον που του πάει γάντι, αφού είναι ψηλός κι όλο καψίματα.
«Μπέικον, μου φαίνεται ότι οι γιατροί δε μ αγαπάνε πια — τους φέρνω στενοχώρια.»
«Ιδέα σου είναι, Γλόμπε! Δεν παθαίνουν τίποτα οι γιατροί. Το μυαλό τους κατεβάζει συνέχεια εγχειρήσεις. Εμένα, ας πούμε, μου έχουν υποσχεθεί τουλάχιστον έξι.»
«Θα τους εμπνέεις...»
«Εμένα μου λες!»
«Μα γιατί δεν μου λένε ξεκάθαρα ότι θα πεθάνω;»
Και τότε, ξαφνικά, ο Μπέικον έκανε ό,τι κάνουν όλοι στο νοσοκομείο!, κουφάθηκε. Αν πεις τη λέξη «πεθαίνω» μέσα σ’ ένα νοσοκομείο, κανείς δεν ακούει. Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα βρουν εκεί μια δικαιολογία και θ’ αλλάξουν κουβέντα. Έκανα το τεστ με όλο τον κόσμο — εκτός από τη θεία Ροζ.
Σήμερα το πρωί, λοιπόν, θέλησα να δω αν κι αυτή γίνεται περήφανη στ’ αφτιά την κρίσιμη στιγμή.
«Θεία Ροζ, γιατί δε μου λέει κανείς ότι θα πεθάνω;»
Με κοιτάζει. Άραγε θ’ αντιδράσει όπως οι άλλοι; Αχ, σε παρακαλώ, Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, μείνε μαζί μου, κράτησε ανοιχτά τ αφτιά σου!
«Και γιατί να σ’ το πουν αφού το ξέρεις;»
Ουφ! Άκουσε.
«Μου φαίνεται, θεία Ροζ, ότι στο μυαλό τους έχουν άλλο νοσοκομείο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Κάνουν θαρρείς και τα νοσοκομεία είναι μόνο για να μπεις και να γίνεις καλά, ενώ τα νοσοκομεία μπορεί να ’ναι ακόμα και για να πεθάνεις.»
«Έχεις δίκιο, Όσκαρ. Πιστεύω, μάλιστα, ότι το ίδιο λάθος κάνουμε και για τη ζωή. Ξεχνάμε ότι η ζωή σπάει, ότι η ζωή, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, γίνεται χίλια κομμάτια, ότι η ζωή είναι εφήμερη. Κάνουμε όλοι σαν να ήμαστε αθάνατοι.»
«Η εγχείρηση μου απέτυχε, θεία Ροζ — έτσι δεν είναι;»
Η θεία Ροζ δεν απάντησε. Αυτός ήταν ο τρόπος της να λέει «ναι». Όταν σιγουρεύτηκε ότι είχα καταλάβει, με πλησίασε και μου είπε, με τόνο παρακλητικό:
«Εγώ, φυσικά, δε σού είπα τίποτα. Μου τ’ ορκίζεσαι;»
«Ορκίζομαι.»
Σωπάσαμε για ένα λεπτάκι, ίσα-ίσα για να κατασταλάξουν αυτές οι καινούργιες σκέψεις.
«Δε γράφεις κάνα γράμμα στο Θεό, Όσκαρ;»
«Α, όχι, θεία Ροζ! Όχι κι εσείς!»
«Τι όχι κι εγώ;»
«Όχι κι εσείς! Δε σας είχα για ψεύτρα.»
«Μα δε σού λέω ψέματα!»
«Τότε γιατί μου μιλάτε για το Θεό; Δε φτάνει μια φορά που μου τη φέρανε με τον Άι-Βασιλη;»
«Όσκαρ, τι σχέση έχει ο Θεός με τον Άι-Βασίλη;»
«Άκου "τι σχέση έχει!" Δεν είναι η ίδια πλύση εγκεφάλου και τα ρέστα;»
«Κι εσύ, δηλαδή, τι νόμισες; Ότι εγώ, μια παλαίστρια του κατς που έχω δώσει εκατόν εξήντα πέντε αγώνες κι έχω νικήσει στους εκατόν εξήντα (και μάλιστα, τους σαράντα τρεις με νοκάουτ), εγώ, η Στραγγαλίστρια του Λανγκεντόκ, είναι δυνατόν να πιστεύω στον Άι-Βασίλη;»
«Όχι.»
«Ε, λοιπόν, μπορεί να μη πιστεύω στον Αι-Βασίλη, αλλά στο Θεό πιστεύω. Κατάλαβες τώρα;»
Αυτό, φυσικά, τ άλλαζε όλα.
«Και γιατί να γράψω στο Θεό;»
«Για να μη νιώθεις τόσο μόνος.»
«Πώς δε θα νιώθω τόσο μόνος με κάποιον που δεν υπάρχει;»
«Κάν’ τον να υπάρχει.»
Έγειρε προς το μέρος μου.
«Κάθε φορά που θα πιστεύεις σ’ αυτόν, όλο και πιο πολύ θα υπάρχει. Κι αν επιμείνεις, θα υπάρξει ολότελα. Δεν ξέρεις τι καλό θα σού κάνει...»
«Τι μπορώ να του γράψω;»
«Πες του τι σκέφτεσαι. Οι σκέψεις που δεν τις λες, είναι σκέψεις που βαραίνουν, σε στοιχειώνουν, σού φορτώνονται, που μουχλιάζουν και δεν κάνουν χώρο να ’ρθουν οι καινούργιες σκέψεις. Άμα δεν μιλάς, γίνεσαι ένας σκουπιδοτενεκές, γεμάτος παλιές σκέψεις που σαπίζουν.»
«Ο.Κ.»
«Αλλά πρόσεξε: ένα πράγμα την ημέρα μπορείς να ζητήσεις από το Θεό. Ακούς; Ένα μονάχα!»
«Φράγκο δεν αξίζει ο Θεός σας, θεία Ροζ. Ο Αλαντίν είχε δικαίωμα να ζητήσει τρεις χάρες απ’ το τζίνι.»
«Δεν είναι καλύτερα μια την ημέρα παρά τρεις και τέρμα;»
«Ο.Κ. Τότε μπορώ να του τα ζητήσω όλα; Παιχνίδια, καραμέλες, ένα αυτοκίνητο...»
«Όχι, Όσκαρ. Ο Θεός δεν είναι Αι-Βασίλης. Μόνο πνευματικές χάρες μπορείς να ζητήσεις.»
«Όπως...;»
«Όπως: θάρρος, υπομονή, εξηγήσεις.»
«Ο.Κ. Κατάλαβα.»
«Μπορείς, επίσης, να του ζητήσεις και χάρες για άλλους.»
«Μα τι είν’ αυτά που λες, θεία Ροζ; μια χάρη την ημέρα την κρατάω για τον εαυτό μου!»
Αυτά που λες, Θεέ. Ήθελα, με το πρώτο μου γράμμα, να σού δείξω λίγο πώς ζω εδώ, στο νοσοκομείο, όπου τώρα με κοιτάζουν σαν να ’μουν ένα εμπόδιο στην ιατρική, και θα ’θελα να μου δώσεις μιαν απάντηση! Θα γίνω καλά; Απάντησε μου μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι». Δεν είναι δύσκολο. Ναι ή όχι. Διαγράφεις το ένα από τα δύο.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Δεν έχω τη διεύθυνση σου. Τι κάνω;
Αγαπητέ Θεέ,
Μπράβο! Είσαι τέλειος! Πριν καλά-καλά ταχυδρομήσω το γράμμα, μου απάντησες. Μα πώς το κάνεις;
Σήμερα το πρωί, έπαιζα σκάκι με τον Αϊνστάιν στην αίθουσα ψυχαγωγίας, όταν ήρθε ο Ποπ Κορν και μου είπε!
«Έχουν έρθει οι γονείς σου.»
«Οι γονείς μου; Αποκλείεται. Οι γονείς μου έρχονται κάθε Κυριακή.»
«Είδα το αυτοκίνητο: ένα κόκκινο τζιπ με άσπρη κουκούλα.»
«Αποκλείεται.»
Σήκωσα τους ώμους και συνέχισα να παίζω σκάκι με τον Αϊνστάιν. Όμως, επειδή είχα το μυαλό μου αλλού, ο Αϊνστάιν μου ’φαγε όλα τα πιόνια, κι αυτό με εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ. Τον Αϊνστάιν δεν τον λέμε Αϊνστάιν επειδή είναι πιο έξυπνος από τους άλλους, αλλά επειδή έχει ένα κεφάλι διπλάσιο απ’ το δικό μας — σαν να ’χει μέσα νερό. Κρίμα, γιατί, αν όλο αυτό ήταν μυαλό, θα μπορούσε να κάνει μεγάλα πράγματα ο Αϊνστάιν.
Όταν κατάλαβα ότι θα έχανα, εγκατέλειψα το παιχνίδι και πήγα στο δωμάτιο του Ποπ Κορν, που το παράθυρο του έβλεπε στο πάρκινγκ. Δεν έλεγε ψέματα: είχαν έρθει οι γονείς μου.
Πρέπει να σού πω, Θεέ, ότι οι γονείς μου κι εγώ μένουμε μακριά. Αυτό, δεν το καταλάβαινα όταν έμενα εκεί, αλλά τώρα που δεν μένω πια εκεί, μού φαίνεται πως είναι αρκετά μακριά. Έτσι οι γονείς μου μπορούν να ’ρχονται να με βλέπουν μόνο μια φορά την εβδομάδα, κάθε Κυριακή, γιατί την Κυριακή δεν δουλεύουν, ούτε κι εγώ.
«Βλέπεις ότι είχα δίκιο;» είπε ο Ποπ Κορν. «Πόσα μου δίνεις που σε ειδοποίησα;»
«Έχω σοκολάτες με φουντούκια.»
«Δεν έχεις πια φράουλες Tagada;»
«Όχι.»
«Ο.Κ.: σοκολάτες.»
Όπως καταλαβαίνεις, δε μας επιτρέπουν να δίνουμε στον Ποπ Κορν να τρώει, αφού είναι εδώ για να αδυνατίσει. Είναι εννιά χρονών κι είναι ενενήντα οκτώ κιλά, ένα και δέκα ύψος κι ένα και δέκα φάρδος! Το μοναδικό ρούχο που του κάνει, είναι ένα αμερικάνικο φούτερ. Και πάλι, οι ρίγες του είναι θεόστραβες. Επειδή, όμως, ούτε εγώ κι ούτε και κανένας απ’ τους φίλους μου πιστεύουμε ότι θα πάψει ποτέ να ’ναι χοντρός, κι επειδή τον λυπόμαστε που πεινάει τόσο πολύ, του δίνουμε πάντα ό,τι μας περισσεύει. Και τι να κάνει μια σοκολάτα σε τόσο λίπος! Αν έχουμε άδικο που τον ταΐζουμε, ας σταματήσουν και οι αδελφές να του χώνουν υπόθετα.
Γύρισα στο δωμάτιο μου για να περιμένω τους γονείς μου. Στην αρχή, δεν κατάλαβα πόσος χρόνος είχε περάσει, γιατί ήμουν λαχανιασμένος, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι είχε περάσει τόσος χρόνος όσος για να πάνε και να έρθουν στο δωμάτιο μου δεκαπέντε φορές.
Ξαφνικά, κατάλαβα πού ήταν. Βγήκα στο διάδρομο. Όταν δεν μ’ έβλεπε κανείς, κατέβηκα τη σκάλα, κι ύστερα, μες στο μισοσκόταδο, περπάτησα μέχρι το γραφείο του γιατρού Ντίσελντορφ. Ήταν εκεί. Άκουγα τις φωνές τους πίσω από την πόρτα. Όπως ήμουν εξαντλημένος απ’ τις σκάλες, χρειάστηκα λίγο χρόνο για να πάρω ανάσα, και τότε ήρθε η καταστροφή: άκουσα αυτό που δεν έπρεπε ν’ ακούσω. Η μητέρα μου έκλαιγε με λυγμούς, ο γιατρός Ντίσελντορφ επαναλάμβανε: «Δοκιμάσαμε τα πάντα... πιστέψτε με... δοκιμάσαμε τα πάντα», και ο πατέρας μου έλεγε με τρεμάμενη φωνή: «Το ξέρω, γιατρέ, το ξέρω».
Έμεινα με το αφτί κολλημένο στη σιδερένια πόρτα. Δεν ξέρω τι ήταν πιο παγωμένο! το μέταλλο ή εγώ.
Ύστερα ο γιατρός Ντίσελντορφ είπε!
«Θέλετε μήπως να τον δείτε... να τον αγκαλιάσετε;»
«Με τι κουράγιο...» είπε η μητέρα μου.
«Δεν πρέπει να μας δει σ’ αυτή την κατάσταση» συμπλήρωσε ο πατέρας μου.
Και τότε κατάλαβα ότι οι γονείς μου ήταν δειλοί· κι ότι (αυτό είναι το χειρότερο) με πέρναγαν κι εμένα για δειλό!
Άκουσα να σέρνονται καρέκλες, κατάλαβα ότι θα ’βγαιναν, κι άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα μπροστά μου.
Έτσι βρέθηκα μέσα στο ντουλάπι για τις σκούπες, κι έμεινα εκεί όλο το άλλο πρωί, γιατί, μπορεί και να μη το ξέρεις, Θεέ, τα ντουλάπια για τις σκούπες ανοίγουν μόνο απ’ έξω, όχι από μέσα, σαν να φοβούνται οι άνθρωποι μήπως, τη νύχτα, οι σκούπες, οι κουβάδες κι οι σφουγγαρίστρες την κοπανήσουν!
Έτσι κι αλλιώς, δε μ’ ενοχλούσε που ήμουν κλεισμένος στο σκοτάδι, γιατί δεν είχα πια όρεξη να δω κανέναν, και γιατί τα πόδια και τα χέρια μου είχαν παραλύσει από το σοκ.
Γύρω στο μεσημέρι ήρθε στ αφτιά μου φασαρία απ’ τον επάνω όροφο. Άκουγα βήματα, άκουγα τρεχαλητά. Μετά, από παντού ακουγόταν τ όνομα μου! «Όσκαρ! Όσκαρ!»
Ωραία είναι ν’ ακούς να σε φωνάζουν, και να μην απαντάς. Μου ’κανε και καλό. Ήθελα έτσι να «τη σπάσω» σ’ όλο τον κόσμο.
Μετά, νομίζω ότι με πήρε λίγο ο ύπνος, κι ύστερα άκουσα το σούρσιμο από τις γαλότσες της καθαρίστριας, της κυρίας Ντα. Άνοιξε την πόρτα, και τότε τρομάξαμε κι οι δυο και βάλαμε τις φωνές — εκείνη επειδή δεν περίμενε να με βρει εκεί, κι εγώ επειδή δε θυμόμουν πόσο μαύρη ήταν ούτε πόσο δυνατά φώναζε.
Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ήρθαν όλοι: ο γιατρός Ντίσελντορφ, η προϊσταμένη, οι αδελφές, οι άλλες καθαρίστριες. Κι εκεί που νόμιζα ότι θα με κατσάδιαζαν, τους είδα όλους σαν βρεγμένες γάτες κι αποφάσισα να μη χάσω χρόνο και να το εκμεταλλευτώ.
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Μα πού ήσουν, Όσκαρ; Πώς αισθάνεσαι;»
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Πώς βρέθηκες μέσα σ’ αυτό το ντουλάπι; Ακολούθησες κάποιον; Άκουσες τίποτα;»
«Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Πιες ένα ποτήρι νερό.»
«Όχι. Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
«Φάε μια μπουκιά...»
«Όχι. Θέλω να δω τη θεία Ροζ.»
Γρανίτης. Βράχος. Τσιμέντο. Δε γινόταν τίποτα. Μου μιλούσαν, κι ούτε που τους άκουγα πια. Ήθελα να δω τη θεία Ροζ.
Ο γιατρός Ντίσελντορφ έδειχνε εξαιρετικά ενοχλημένος από τους συνεργάτες του που κανείς τους δεν μπορούσε να μου επιβληθεί. Στο τέλος, ξέσπασε:
«Ας πάει τελοσπάντων κάποιος να φέρει αυτή την κυρία!»
Και μόνο τότε συμφώνησα να γυρίσω στο δωμάτιο μου και να κοιμηθώ λίγο.
Όταν ξύπνησα, η θεία Ροζ ήταν εκεί. Χαμογελούσε.
«Μπράβο, Όσκαρ — τα κατάφερες! Τους έδωσες ένα χαστούκι που δε θέλαν άλλο. Τώρα, όμως, με ζηλεύουν.»
«Σκασίλα μας.»
«Είναι, καλοί άνθρωποι, Όσκαρ... πολύ καλοί άνθρωποι.»
«Σκασίλα μου.»
«Τι συνέβη;»
«Ο γιατρός Ντίσελντορφ είπε στους γονείς μου ότι θα πεθάνω, κι εκείνοι το ’βαλαν στα πόδια. Τους μισώ.»
Της τα διηγήθηκα όλα με λεπτομέρειες, όπως και σε σένα, Θεέ.
«Χμμμ...» έκανε η θεία Ροζ, «αυτό μου θυμίζει το τουρνουά του Μπετίν, όπου είχα παλέψει με τη Σάρα Γιουπ Λα Μπουμ, την παλαίστρια με το λαδωμένο κορμί, το χέλι του ρινγκ, μια ακροβάτιδα που αγωνιζόταν σχεδόν τσίτσιδη και σού ξεγλιστρούσε από τα χέρια όταν προσπαθούσες να της κάνεις μια λαβή. Αγωνιζόταν μόνο στο Μπετίν, και κάθε χρόνο κέρδιζε το κύπελλο. Εγώ, όμως, αυτό το κύπελλο του Μπετίν το ήθελα σαν τρελή!»
«Και τι κάνατε, θεία Ροζ;»
«Όταν ανέβηκε στο ρινγκ, οι φίλοι μου της πέταξαν αλεύρι. Το λάδι και το αλεύρι κάνουν μια ωραία κρούστα. Με τρεις "σταυρούς" και δύο κινήσεις την έριξα στο καναβάτσο τη Σάρα Γιουπ λα Μπουμ. Μετά απ’ αυτό, δεν την έλεγαν πια χέλι του ρινγκ, αλλά μπακαλιάρο πανέ.»
«Με συγχωρείτε, θεία Ροζ, αλλά δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει το ’να με τ άλλο.»
«Εγώ καταλαβαίνω — και πολύ καλά, μάλιστα. Για όλα υπάρχει λύση, Όσκαρ. Πάντα υπάρχει κάπου ένα σακί με αλεύρι. Να γράψεις στο Θεό. Είναι πιο δυνατός από μένα.»
«Ακόμα και στο κατς;»
«Ναι. Ακόμα και στο κατς, ο Θεός "δεν παίζεται". Δε χάνεις να δοκιμάσεις. Για πες μου, όμως, μικρέ μου Όσκαρ: Τι σε πονάει πιο πολύ;»
«Μισώ τους γονείς μου.»
«Τότε μίσησέ τους με όλη σου τη δύναμη.»
«Εσείς μου το λέτε αυτό, θεία Ροζ;»
«Ναι. Μίσησέ τους με όλη σου τη δύναμη. Θα ’ναι σαν να μασουλάς ένα κόκαλο. Όταν θα πάψεις να το μασουλάς αυτό το κόκαλο, θα καταλάβεις ότι δεν άξιζε τον κόπο. Γράψε στο Θεό, πες του τα όλα και ζήτησε του να σε επισκεφθεί.»
«Μετακινείται;»
«Με τον τρόπο του· κι όχι συχνά, για να μην πω! πολύ σπάνια.»
«Γιατί; Κι αυτός άρρωστος είναι;»
Εκείνη τη στιγμή, απ’ τον αναστεναγμό τής θείας Ροζ κατάλαβα ότι δεν ήθελε να μου ομολογήσει πως κι εσύ, Θεέ, έχεις τα χάλια σου.
«Πες μου κάτι, Όσκαρ: οι γονείς σου δε σού μίλησαν ποτέ για το Θεό;»
«Τι το ψάχνετε τώρα; Οι γονείς μου είναι χαζοί.»
«Άλλο αυτό. Για το Θεό, όμως, δε σού μίλησαν ποτέ;»
«Ναι· μια φορά μονάχα. Για να πουν ότι δεν πιστεύουν σ’ αυτόν. Αυτοί πιστεύουν μόνο στον Αι-Βασίλη.»
«Μα τόσο χαζοί είναι, λοιπόν;»
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε! Τη μέρα που γύρισα από το σχολείο και τους είπα να σταματήσουν τις χαζομάρες γιατί είχα μάθει πια, όπως όλοι οι φίλοι μου, ότι δεν υπάρχει Άι-Βασίλης, πήραν ένα ύφος σαν να ’πεφταν από τα σύννεφα. Καθώς ήμουν έξω φρενών που είχα γίνει ρεζίλι στην αυλή του σχολείου, εκείνοι μου ορκίστηκαν ότι δεν είχαν κανένα σκοπό να με κοροϊδέψουν, ότι και οι ίδιοι πίστευαν στ’ αλήθεια πως ο Άι-Βασίλης υπήρχε, κι ότι είχαν πολύ, μα πάρα πολύ απογοητευτεί που δεν ήταν αληθινός! Τρελοί για δέσιμο σας λέω, θεία Ροζ!»
«Δεν πιστεύουν στο Θεό, λοιπόν...»
«Όχι.»
«Δε σε προβλημάτισε καθόλου αυτό;»
«Αν ασχολούμαι με το τι σκέφτονται οι χαζοί, δε θα μου μένει χρόνος γι’ αυτό που σκέφτονται οι έξυπνοι.»
«Έχεις δίκιο. Όμως το γεγονός ότι οι γονείς σου που, κατά τη γνώμη σου, είναι χαζοί...»
«... με περικεφαλαία, θεία Ροζ!»
«Αφού λοιπόν είναι χαζοί και δεν πιστεύουν στο Θεό, γιατί εσύ να μη πιστέψεις και να μη του ζητήσεις να σού κάνει μια επίσκεψη;»
«Δεν έχω αντίρρηση. Αλλά εσείς μου είπατε ότι είναι κατάκοιτος...»
«Όχι. Απλώς, έχει έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να κάνει τις επισκέψεις του. Σ’ επισκέπτεται νοερά — στο μυαλό σου.»
Μ’ άρεσε αυτό. Το βρήκα σούπερ. Η θεία Ροζ πρόσθεσε:
«Θα δεις: οι επισκέψεις του κάνουν πολύ καλό.»
«Ο.Κ., θα του κάνω μια κουβέντα. Για την ώρα, πάντως, μόνο οι δικές σας επισκέψεις μού κάνουν καλό.»
Η θεία Ροζ χαμογέλασε και, σχεδόν ντροπαλά, έσκυψε να μου δώσει ένα φιλάκι στο μάγουλο. Όμως, σαν να μη το τολμούσε· σαν να ζητούσε την άδεια μου με το βλέμμα της.
«Εμπρός, φιλήστε με. Δε θα το πω στους άλλους. Δε θα σας χαλάσω τη φήμη.»
Ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλο μου και το ευχαριστήθηκα, ένιωσα μια ανατριχίλα και, μαζί, μια ζεστασιά — μύριζε πούδρα και σαπούνι.
«Πότε θα ξανάρθετε;»
«Μόνο δύο φορές την εβδομάδα μού επιτρέπουν να ’ρχομαι.»
«Μα δεν είναι δυνατόν, θεία Ροζ! Θα περιμένω δηλαδή τρεις μέρες;»
«Έτσι είναι ο κανονισμός.»
«Και ποιος τον φτιάχνει τον κανονισμό;»
«Ο γιατρός Ντίσελντορφ.»
«Αυτή τη στιγμή, ο γιατρός Ντίσελντορφ τα κάνει πάνω του μόλις με βλέπει. Πηγαίνετε να του ζητήσετε την άδεια, θεία Ροζ. Δεν κάνω πλάκα.»
Με κοίταξε σαν να δίσταζε.
«Δεν κάνω πλάκα. Θα ’ρχεστε να με βλέπετε κάθε μέρα. Αλλιώς, εγώ δεν γράφω στο Θεό.»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω.»
Η θεία Ροζ έφυγε, κι εγώ έβαλα τα κλάματα.
Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πόσο ανάγκη είχα από βοήθεια. Ήταν η πρώτη φορά που καταλάβαινα πόσο άρρωστος ήμουν. Όλα αυτά τα κατάλαβα όταν μου πέρασε απ’ το νου ότι μπορεί και να μη την ξανάβλεπα ποτέ τη θεία Ροζ, και τα δάκρυα κυλούσαν καυτά στα μάγουλα μου.
Ευτυχώς, άργησε λίγο να γυρίσει, κι έτσι πρόλαβα να συνέλθω.
«Τα κανόνισα» μου είπε, επιστρέφοντας. «Πήρα άδεια. Για δώδεκα μέρες, μπορώ να ’ρχομαι να σε βλέπω κάθε μέρα.» «Μόνο εμένα και κανέναν άλλον;» «Μόνο εσένα και κανέναν άλλον, Όσκαρ. Δώδεκα μέρες.»
Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, έπιασα πάλι να κλαίω με λυγμούς. Ξέρω, βέβαια, πως τ’ αγόρια δεν κλαίνε, προπαντός εγώ με το κεφάλι γουλί που δε μοιάζω ούτε με αγόρι ούτε με κορίτσι, αλλά μάλλον με Αρειανό. Τίποτα — δεν μπορούσα να σταματήσω.
«Δώδεκα μέρες; Τόσο άσχημα, λοιπόν, είναι τα πράγματα, θεία Ροζ;»
Ήταν έτοιμη κι αυτή να βάλει τα κλάματα. Ταλαντευόταν. Η πρώην παλαίστρια εμπόδιζε την πρώην κοπέλα να αφεθεί. Το θέαμα ήταν όμορφο, και κάπως με διασκέδασε.
«Όσκαρ, τι μέρα έχουμε;»
«Πού σάς ήρθε τώρα; Κοιτάξτε το ημερολόγιο μου: 19 Δεκεμβρίου.»
«Στην πατρίδα μου, Όσκαρ, έχουμε ένα θρύλο που λέει ότι οι τελευταίες δώδεκα μέρες του χρόνου δείχνουν τον καιρό που θα κάνει τους δώδεκα μήνες της επόμενης χρονιάς. Έτσι, η 19η Δεκεμβρίου αντιστοιχεί στον Ιανουάριο· η 20ή Δεκεμβρίου, στο Φεβρουάριο και ούτω καθεξής, ώς την 31η Δεκεμβρίου που προμηνύει τον επόμενο Δεκέμβριο.»
«Αλήθεια;»
«Είναι ένας θρύλος! ο θρύλος του δωδεκαήμερου. Λέω, λοιπόν, να τον παίξουμε μαζί. Από σήμερα κιόλας, κάθε μέρα που περνάει, θα την υπολογίζεις ότι μετράει για δέκα χρόνια.»
«Δέκα χρόνια;»
«Ναι. Μια μέρα ίσον δέκα χρόνια.»
«Άμα είναι έτσι, σε δώδεκα μέρες θα ’μαι εκατόν τριάντα χρονών!»
«Ναι! Το φαντάζεσαι;»
Η θεία Ροζ με φίλησε (νιώθω ότι της αρέσει) κι έφυγε.
Άκου, λοιπόν, Θεέ: σήμερα το πρωί, γεννήθηκα, κι ούτε το κατάλαβα καλά καλά· το πράγμα άρχισε να ξεκαθαρίζει γύρω στο μεσημέρι, όταν έγινα πέντε χρονών κι ένιωσα ότι άρχιζα να καταλαβαίνω, κάτι που δεν με ωφέλησε και τόσο πολύ, γιατί πήρα τα άσχημα μαντάτα" απόψε είμαι δέκα χρονών, κι αυτή είναι η ηλικία της λογικής. Α, μη ξεχάσω να σού ζητήσω μια χάρη: όταν έχεις κάτι να μου αναγγείλεις, όπως σήμερα το μεσημέρι που έκλεισα τα πέντε, μη το κάνεις τόσο απότομα. Ευχαριστώ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Έχω και μιαν άλλη χάρη να σού ζητήσω. Ξέρω ότι δικαιούμαι μόνο μία, αλλά η προηγούμενη ήταν και δεν ήταν χάρη· μάλλον συμβουλή θα την έλεγα.
Δεν έχω αντίρρηση για μια επισκεψούλα... μια νοερή επίσκεψη. Αυτό το βρίσκω πολύ σούπερ. Θα ’θελα πολύ να μου κάνεις μία. Είμαι ανοιχτός από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ. Τον υπόλοιπο χρόνο κοιμάμαι. Μερικές φορές, και κατά τη διάρκεια της ημέρας παίρνω έναν υπνάκο — είναι από τα φάρμακα. Όμως, αν έρθεις και με βρεις να κοιμάμαι, μη διστάσεις να με ξυπνήσεις. Θα ’ταν χαζό να κάνεις άδικα όλον αυτόν τον κόπο...
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα μπήκα στην εφηβεία. Τι να σού πρωτοπώ... Τσακώθηκα με τους φίλους μου, τσακώθηκα με τους γονείς μου—κι όλα αυτά, εξαιτίας των κοριτσιών. Απόψε δεν είμαι δυσαρεστημένος που έκλεισα τα είκοσι, γιατί λέω: ουφ! τα χειρότερα πέρασαν. Η εφηβεία; Ευχαριστώ πολύ — δε θα πάρω...
Πρώτα απ’ όλα, Θεέ, σημειώνω ότι δεν ήρθες. Σήμερα, με όλα αυτά τα προβλήματα της εφηβείας που σού ’λεγα, κοιμήθηκα πολύ λίγο, οπότε αποκλείεται να μη σ’ έπαιρνα είδηση. Κι έπειτα, σ’ το ξαναλέω: αν έχω πάρει κάναν υπνάκο, σκούντα με.
Όταν ξύπνησα, η θεία Ροζ ήταν εδώ. Την ώρα που έτρωγα το πρωινό μου, μού διηγήθηκε τους αγώνες εναντίον της Βασιλικής Ρώγας, μιας βελγίδας παλαίστριας που κάθε μέρα κατέβαζε τρία κιλά ωμό κρέας κι ένα βαρέλι μπίρα. Απ’ ό,τι μου είπε η θεία Ροζ, το πιο ισχυρό σημείο της Βασιλικής Ρώγας ήταν το χνώτο της, λόγω της ζύμωσης κρέατος-μπίρας, και μόνο αυτό αρκούσε για να ρίξει τις αντιπάλους της στο καναβάτσο. Για να τη νικήσει, η θεία Ροζ χρειάστηκε να επινοήσει ένα κόλπο: φόρεσε μια κουκούλα, τη μούσκεψε στη λεβάντα και πήρε τ’ όνομα η Βασανίστρια του Καρπεντρά. Το κατς, λέει πάντα, δε θέλει μόνο μούσκουλα, αλλά και μυαλό.
«Ποιον αγαπάς πολύ, Όσκαρ;»
«Εδώ; Στο νοσοκομείο;»
«Ναι.»
«Τον Μπέικον, τον Αϊνστάιν, τον Ποπ Κορν.»
«Κι απ’ τα κορίτσια...;»
Αυτή η ερώτηση με βραχυκύκλωσε. Δε γούσταρα ν’ απαντήσω. Όμως η θεία Ροζ περίμενε, και μπροστά σε μια διεθνούς κλάσεως παλαίστρια του κατς δεν μπορείς να το παίζεις τρελός για πολλή ώρα.
«Την Πέγκι Μπλου.»
Η Πέγκι Μπλου είναι το μπλε παιδάκι. Μένει στο προτελευταίο δωμάτιο, στο βάθος του διαδρόμου. Χαμογελάει ευγενικά, αλλά δε μιλάει σχεδόν ποτέ — σαν μια νεράιδα που έκανε μια στάση στο νοσοκομείο να πάρει μιαν ανάσα. Πάσχει από μια περίεργη ασθένεια, την μπλε ασθένεια, ένα πρόβλημα με το αίμα που, ενώ θα ’πρεπε να πηγαίνει στους πνεύμονες, δεν πηγαίνει, κι όλο το δέρμα γίνεται μπλε. Περιμένει μια εγχείρηση που θα την κάνει ροζ. Εγώ πιστεύω πως είναι κρίμα· μια χαρά είναι έτσι μπλε η Πέγκι Μπλου. Γύρω της είναι πολύ φως και γαλήνη — όταν πας κοντά της, είναι σαν να μπαίνεις σε εκκλησία.
«Της το ’χεις πει;»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να πάω να στηθώ μπροστά της και να της πω! "Πέγκι Μπλου, σ’ αγαπώ πολύ".»
«Και γιατί, παρακαλώ;»
«Πρώτα απ’ όλα, γιατί δεν ξέρω αν ξέρει ότι υπάρχω.»
«Ένας λόγος παραπάνω.»
«Έχετε δει πώς είμαι; Θα πρέπει να της αρέσουν οι εξωγήινοι, και δεν είμαι πολύ σίγουρος γι’ αυτό.»
«Εγώ σε βρίσκω πολύ όμορφο, Όσκαρ.»
Στο σημείο αυτό, η θεία Ροζ πάτησε λίγο φρένο στη συζήτηση. Είναι ευχάριστο ν’ ακούς τέτοια πράγματα, σού σηκώνεται η τρίχα, άλλα δεν έχεις τι να πεις.
«Δε θέλω να τη γοητεύσω μόνο με την εμφάνιση μου, θεία Ροζ.»
«Τι αισθάνεσαι γι’ αυτήν;»
«Θέλω να την προστατέψω απ’ τα φαντάσματα.»
«Τι; Φαντάσματα; Έχει εδώ φαντάσματα;»
«Αν έχει, λέει! Κάθε νύχτα! Μας ξυπνάνε — κανείς δεν ξέρει γιατί. Μας τρελαίνουν στις τσιμπιές. Φοβόμαστε, γιατί δεν τα βλέπουμε. Ξυπνάμε, κι άντε μετά να μας ξαναπιάσει ύπνος.»
«Εσύ βλέπεις συχνά φαντάσματα;»
«Όχι. Εγώ κοιμάμαι πολύ βαθιά. Αλλά καμιά φορά, τη νύχτα, ακούω την Πέγκι Μπλου να φωνάζει. Θα ’θελα να την προστατέψω.»
«Τράβα να της το πεις.»
«Όπως και να ’χει, δε θα μπορούσα να το κάνω, γιατί, τη νύχτα, δεν επιτρέπεται να βγούμε απ’ το δωμάτιο μας. Έτσι λέει ο κανονισμός.»
«Σάμπως τα φαντάσματα γνωρίζουν τον κανονισμό; Όχι, βέβαια! Σκέψου πονηρά: αν σ’ ακούσουν να λες στην Πέγκι Μπλου ότι θα φυλάξεις σκοπιά για να την προστατέψεις απ’ αυτά, εσύ τι λες; Θα τολμήσουν να έρθουν;»
«Καλά... καλά...»
«Πόσων χρονών είσαι, Όσκαρ;»
«Δεν ξέρω. Τι ώρα είναι;»
«Δέκα. Μπαίνεις στα δεκαπέντε. Δε νομίζεις ότι είναι καιρός να αντιμετωπίσεις τα αισθήματα σου;»
Στις δέκα και μισή, το αποφάσισα και πήγα μέχρι την πόρτα του δωματίου της: ήταν ανοιχτή·
«Γεια σου, Πέγκι. Είμαι ο Όσκαρ.»
Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ίδια η Χιονάτη περιμένοντας το πριγκιπόπουλο, όταν οι χαζονάνοι νόμιζαν ότι είχε πεθάνει, αλλά ίδια η Χιονάτη όπως στις φωτογραφίες με χιόνια όπου το χιόνι δεν είναι άσπρο αλλά μπλε.
Γύρισε προς το μέρος μου, κι εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα αν θα με περνούσε για τον πρίγκιπα ή για έναν απ’ τους νάνους. Εγώ, επειδή είναι ξυρισμένο το κεφάλι μου, θα ’λεγα «έναν απ’ τους νάνους», αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα, κι αυτό είναι το καλό με την Πέγκι Μπλου: δε λέει ποτέ τίποτα, κι όλα μένουν μυστήριο.
«Ήρθα να σού ανακοινώσω ότι απόψε το βράδυ κι όλα τα βράδια από δω και στο εξής, αν το θέλεις κι εσύ, θα φυλάω σκοπιά μπροστά από το δωμάτιο σου για να σε προστατέψω απ’ τα φαντάσματα.»
Με κοίταξε, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, κι είχα την εντύπωση ότι η ταινία παιζόταν σε αργή κίνηση, ότι ο αέρας γινόταν πιο αέρινος και η σιωπή πιο σιωπηλή, ότι βάδιζα όπως βαδίζεις μέσα στο νερό, ότι όλα άλλαζαν όσο ζύγωνα το κρεβάτι της, το φωτισμένο από ένα φως που έπεφτε από πουθενά.
«Ένα λεπτό, Γλόμπε! Εγώ θα φυλάξω την Πέγκι!»
Ο Ποπ Κορν στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας ή, μάλλον, γέμιζε το άνοιγμα της πόρτας. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. Ήμουν σίγουρος πως, αν αυτός φυλούσε σκοπιά, ούτε ένα φάντασμα δε θα μπορούσε να περάσει.
Ο Ποπ Κορν έκλεισε το μάτι στην Πέγκι.
«Ε, Πέγκι; Δεν είμαστε φιλαράκια εσύ κι εγώ;»
Η Πέγκι κοίταξε το ταβάνι. Ο Ποπ Κορν το πήρε αυτό για «ναι» και με τράβηξε προς τα έξω.
«Αν θες κορίτσι, πάρε τη Σαντρίν. Η Πέγκι είναι πιασμένη.»
«Με ποιο δικαίωμα;»
«Με το δικαίωμα του ότι ήμουν εδώ πριν από σένα. Άμα δε συμφωνείς, παλεύουμε.»
«Συμφωνώ και με το παραπάνω.»
Ήμουν κάπως κουρασμένος και πήγα να καθίσω λίγο στο δωμάτιο της ψυχαγωγίας. Εκεί ακριβώς ήταν και η Σαντρίν. Η Σαντρίν έχει λευχαιμία, όπως κι εγώ, αλλά σ’ αυτήν, απ’ ό,τι φαίνεται, η θεραπεία πάει καλά. Τη φωνάζουν Κινέζα, γιατί φοράει μια μαύρη περούκα, γυαλιστερή, με ίσια μαλλιά και με φράντζα, κι αυτό την κάνει να μοιάζει σαν Κινέζα. Με κοιτάζει ενώ σκάει μια τσιχλόφουσκα.
«Αν θέλεις, μπορείς να με φιλήσεις.»
«Γιατί; Δε σού φτάνει η τσίχλα;»
«Πες καλύτερα ότι δεν μπορείς, μικρέ! Είμαι σίγουρη ότι δεν το ’χεις ξανακάνει.»
«Χα χα! Εδώ γελάνε! Είμαι δεκαπέντε και το ’χω κάνει πολλές φορές — να ’σαι σίγουρη.»
«Δεκαπέντε είσαι;» μου κάνει, έκπληκτη.
Κοιτάζω το ρολόι μου για να σιγουρευτώ.
«Ναι! δεκαπέντε περασμένα.»
«Πάντα ονειρευόμουνα να με φιλήσει ένας ψηλός δεκαπεντάρης.»
«Δεν ξέρεις τι χάνεις» λέω.
Και τότε κολλάει τα χείλη της και τα πετάει προς τα έξω, σαν μια βεντούζα που κολλάει στο τζάμι, και καταλαβαίνω ότι περιμένει φιλί.
Ρίχνω μια ματιά γύρω μου και βλέπω να με κοιτάζουν όλοι οι φίλοι μου. Δεν το συζητάω να κάνω πίσω. Πρέπει να φανώ άντρας. Καιρός είναι.
Πλησιάζω και τη φιλώ. Εκείνη μ’ αγκαλιάζει σφιχτά, δεν μπορώ να ξεκολλήσω, το φιλί είναι υγρό, και ξαφνικά η Σαντρίν μού πασάρει την τσίχλα της. Κι εγώ, μέσα στην ταραχή μου, την κατάπια. Ήμουν έξαλλος.
Εκείνη τη στιγμή, κάποιος με χτύπησε στην πλάτη. Το ’να κακό φέρνει τ’ άλλο: οι γονείς μου. Είχα ξεχάσει ότι ήταν Κυριακή!
«Δε θα μας συστήσεις στη φίλη σου, Όσκαρ;»
«Δεν είναι φίλη μου.»
«Ό,τι και να ’ναι, σύστησε μας.»
«Από δω η Σαντρίν. Οι γονείς μου. Η Σαντρίν.»
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω» λέει η Σαντρίν μ’ ένα γλυκερό ύφος.
Έτσι μου ’ρχόταν να την πνίξω.
«Θέλεις να ’ρθει η Σαντρίν στο δωμάτιο σου μαζί μας;»
«Όχι. Η Σαντρίν θα μείνει εδώ.»
Επιστρέφοντας στο κρεβάτι μου, ένιωσα κουρασμένος και κοιμήθηκα λιγάκι. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελα να τους μιλήσω.
Όταν ξύπνησα, είδα ότι, όπως πάντα, μου είχαν φέρει δώρα. Από τότε που μένω μόνιμα στο νοσοκομείο, οι γονείς μου δεν τα καταφέρνουν στη συζήτηση· οπότε, μου φέρνουν δώρα, και περνάμε ολόκληρα θλιβερά απογεύματα διαβάζοντας τους κανόνες και τις οδηγίες των παιχνιδιών. Ο πατέρας μου είναι τρομερός με τις οδηγίες: τις διαβάζει, ακόμα κι αν είναι στα τούρκικα ή στα γιαπωνέζικα. Ο πατέρας μου είναι παγκόσμιος πρωταθλητής στα χαμένα κυριακάτικα απογεύματα.
Σήμερα, το δώρο του ήταν ένα ντίσκμαν. Όταν σού κάνουν δώρο ένα ντίσκμαν, δεν γκρινιάζεις, ακόμα κι αν τρώγεσαι να το κάνεις.
«Δεν ήρθατε και χτες;»
«Χτες; Πώς σού ’ρθε αυτό; Μόνο Κυριακές δεν ερχόμαστε;»
«Κάποιος είδε το αυτοκίνητο σας στο πάρκινγκ.»
«Μόνο ένα κόκκινο τζιπ υπάρχει στον κόσμο; Τα αυτοκίνητα είναι για να τ’ αλλάζει ο κόσμος.»
«Σωστά. Δεν είναι σαν τους γονείς. Κρίμα.»
Έμειναν σύξυλοι. Μετά κι εγώ πήρα το ντίσκμαν κι άκουσα δύο φορές απανωτά, μπροστά τους, ολόκληρο τον Καρυοθραύστη. Επί δύο ώρες δεν μπορούσαν να πουν κουβέντα. Τόσο το καλύτερο γι’ αυτούς.
«Σ’ αρέσει;»
«Ναι. Νυστάζω.»
Τότε κατάλαβαν πως έπρεπε να φύγουν. Είχαν τα χάλια τους. Αναποφάσιστοι. Ένιωθα ότι ήθελαν να μου πουν πολλά, αλλά δεν τα κατάφερναν.
Ήταν ωραίο να τους βλέπεις να υποφέρουν κι αυτοί με τη σειρά τους.
Έπειτα η μητέρα μου έπεσε πάνω μου, μ’ έσφιξε πολύ δυνατά, παρά πολύ δυνατά, και είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Σ’ αγαπώ, μικρέ μου Όσκαρ, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».
Είπα να αντισταθώ, αλλά, την τελευταία στιγμή, την άφησα να το κάνει. Θυμήθηκα τα παλιά, τότε που τα χάδια της ήταν απλά χάδια, τότε που δεν είχε αγωνία στη φωνή της όταν μου έλεγε πως μ’ αγαπούσε.
Μετά απ’ όλα αυτά, έπεσα και κοιμήθηκα.
Η θεία Ροζ είναι η πρωταθλήτρια του ξυπνήματος. Τερματίζει πάντα τη στιγμή ακριβώς που ανοίγω τα μάτια. Και πάντα με το χαμόγελο.
«Πώς πήγε με τους γονείς σου;»
«Πώς να πάει... Όπως πάντα. Σήμερα μου έκαναν δώρο τον Καρυοθραύστη.»
«Καρυοθραύστη; Τι περίεργο! Είχα μια φίλη που τη λέγαν έτσι. Εκεί να δεις πρωταθλήτρια! Έσπαγε με τα μπούτια της το σβέρκο των αντιπάλων της. Πήγες στην Πέγκι Μπλου;»
«Μη μου μιλάτε γι’ αυτήν. Είναι αρραβωνιασμένη με τον Ποπ Κορν.»
«Αυτή σού το είπε;»
«Όχι· αυτός.»
«Μπλοφάρει!»
«Δε νομίζω. Είμαι σίγουρος ότι της αρέσει πιο πολύ απ’ ό,τι εγώ. Είναι πιο δυνατός, πιο... προστατευτικός.»
«Μπλοφάρει, σού λέω! Εγώ, που έδειχνα σαν ποντικάκι πάνω στο ρινγκ, έχω νικήσει παλαίστριες που έμοιαζαν με φάλαινες και ιπποπόταμους. Όπως εκείνη η Ιρλανδέζα, η Πουτίγκα! εκατόν πενήντα κιλά νηστικιά, με κάτι μπράτσα σαν τα μπούτια μου και κάτι δικέφαλους σαν χοιρομέρια! Δεν μπορούσα ν’ αγκαλιάσω τις γάμπες της! Κι αφού δεν είχε μέση, δεν μπορούσα ούτε λαβή να της κάνω. Ανίκητη!»
«Και τι κάνατε;»
«Την ανάγκασα να τρέχει γύρω γύρω, ώστε να την κουράσω, και μετά την έριξα ανάσκελα.
Χρειάστηκε γερανός για να ξανασηκωθεί. Εσύ, είναι αλήθεια ότι είσαι ελαφροκόκαλος και δεν έχεις πολύ κρέας πάνω σου, όμως η γοητεία δεν έχει να κάνει μόνο με τα κόκαλα και το κρέας, αλλά και με την καρδιά. Κι εσύ, μικρέ μου Όσκαρ, έχεις μπόλικη καρδιά.»
«Εγώ;»
«Τράβα να βρεις την Πέγκι Μπλου κι άνοιξε της την καρδιά σου.»
«Είμαι λίγο κουρασμένος.»
«Κουρασμένος; Πόσων χρονών είσαι αυτή την ώρα; Δεκαοκτώ; Στα δεκαοκτώ δεν κουραζόμαστε.»
Ο τρόπος που μιλάει η θεία Ροζ, σού δίνει δύναμη.
Είχε νυχτώσει, οι ήχοι ακούγονταν πιο δυνατοί στο μισοσκόταδο, το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στο λινόλαιο του διαδρόμου.
Μπήκα στο δωμάτιο της Πέγκι και της πρότεινα το ντίσκμαν μου.
«Σου ’φερα ν’ ακούσεις το "Βαλς των νιφάδων". Είναι τόσο όμορφο, και σε θυμήθηκα.»
Όσην ώρα η Πέγκι άκουγε το «Βαλς των νιφάδων», χαμογελούσε θαρρείς και το βαλς ήταν μια παλιά της φιλενάδα που της έλεγε ανέκδοτα στ’ αφτί.
Μου επέστρεψε τη συσκευή και μου είπε!
«Ωραίο είναι».
Αυτή ήταν η πρώτη της κουβέντα που μου είπε. Δεν είναι θαυμάσια για πρώτη κουβέντα;
«Θέλω να σού πω κάτι, Πέγκι Μπλου! δε θέλω να χειρουργηθείς. Είσαι όμορφη έτσι. Είσαι όμορφη έτσι μπλε.»
Πρόσεξα ότι της είχε αρέσει αυτό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά της είχε αρέσει.
«Απόψε, Όσκαρ, θέλω εσύ να με φυλάξεις απ’ τα φαντάσματα.»
«Βασίσου σε μένα, Πέγκι.»
Καμάρωνα. Τελικά, είχα νικήσει!
«Φίλησε με.»
Αυτή η ιστορία με τα φιλιά, πώς να το πω... φαίνεται πως τα κορίτσια τα ’χουν ανάγκη τα φιλιά. Όμως η Πέγκι, σε αντίθεση με την Κινέζα, δεν είναι ανώμαλη — μου πρότεινε το μάγουλο, και είν’ αλήθεια ότι κι εγώ λαχταρούσα να τη φιλήσω.
«Καληνύχτα, Πέγκι.»
«Καληνύχτα, Όσκαρ.»
Έτσι πέρασε η μέρα μου, Θεέ. Τώρα καταλαβαίνω γιατί την εφηβεία τη λένε άχαρη ηλικία. Είναι δύσκολη. Τελικά, όμως, έτσι και πατήσεις τα είκοσι, φτιάχνουν τα πράγματα. Άκου τώρα, λοιπόν, τη χάρη της ημέρας", θέλω να παντρευτώ την Πέγκι. Δεν είμαι σίγουρος αν ο γάμος ανήκει στα πνευματικά θέματα, αν δηλαδή είναι η ειδικότητα σου. Κάνεις και τέτοιες χάρες; Συνοικέσια; Αν όχι, πες το μου, για ν’ απευθυνθώ στον ειδικό. Δε θέλω να σε πιέσω, αλλά σε προειδοποιώ: δεν έχω πολύ καιρό. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε! γάμος του Όσκαρ και της Πέγκι Μπλου. Ναι ή όχι. Δες τι μπορείς να κάνεις.
Τα λέμε. Φιλάκια, Όσκαρ.
Υ.Γ. Αλήθεια, ποια είναι η διεύθυνση σου;
Αγαπητέ Θεέ,
Πάει κι αυτό. Παντρεύτηκα. Έχουμε 21 Δεκεμβρίου, κι εγώ, παντρεμένος πια, μπαίνω στα τριάντα μου. Όσο για παιδιά, η Πέγκι Μπλου κι εγώ αποφασίσαμε ότι δεν είναι ακόμα ώρα. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι δεν είναι έτοιμη.
Όλα έγιναν την περασμένη νύχτα.
Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα άκουσα το κλάμα της Πέγκι Μπλου. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μου. Τα φαντάσματα! Η Πέγκι Μπλου βασανιζόταν από τα φαντάσματα, ενώ της είχα υποσχεθεί να τη φυλάω. Θα ’βαζε με το νου της ότι ήμουν ένας γελοίος, δε θα μου ξαναμιλούσε πια και θα ’χε δίκιο.
Σηκώθηκα και πήγα προς τα εκεί απ’ όπου ακούγονταν κραυγές. Φτάνοντας στο δωμάτιο της Πέγκι, την είδα καθισμένη στο κρεβάτι της να με κοιτάει έκπληκτη. Μα κι εγώ είχα σαστισμένο ύφος, γιατί, ξαφνικά, είχα μπροστά μου την Πέγκι Μπλου να με κοιτάζει με κλειστό το στόμα, ενώ συνέχιζα ν’ ακούω φωνές. Έτσι προχώρησα μέχρι την επόμενη πόρτα, και τότε κατάλαβα ότι ήταν ο Μπέικον αυτός που στριφογύριζε στο κρεβάτι του γιατί τον πονούσαν τα εγκαύματα. Για μια στιγμή ένιωσα τύψεις, γιατί θυμήθηκα τη μέρα που είχα βάλει φωτιά στο σπίτι, στη γάτα, στο σκύλο, ακόμα και τη μέρα που είχα ψήσει τα χρυσόψαρα (τελικά, νομίζω ότι μάλλον έπρεπε να τα βράσω), αναλογίστηκα τι πρέπει να είχαν τραβήξει, κι είπα μέσα μου ότι, στο κάτω κάτω, καλύτερα που είχαν πεθάνει, απ’ το να βασανίζονται ατελείωτα με τις αναμνήσεις και τα εγκαύματα όπως ο Μπέικον, παρ’ όλες τις πλαστικές και τις αλοιφές.
Ο Μπέικον κουλουριάστηκε και σταμάτησε να κλαίει. Ξαναπήγα στης Πέγκι Μπλου.
«Δεν ήσουν εσύ, ε;» της είπα. «Πάντα νόμιζα ότι εσύ φωνάζεις τις νύχτες.»
«Κι εγώ νόμιζα ότι ήσουν εσύ.»
Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε σ’ αυτά που λέγαμε, σ’ αυτά που ακούγαμε! στην πραγματικότητα, ο καθένας σκεφτόταν τον άλλον εδώ και πολύ καιρό.
Η Πέγκι Μπλου έγινε ακόμα πιο μπλε, κάτι που σήμαινε ότι ένιωθε αμήχανα.
«Τι θα κάνεις τώρα, Όσκαρ;»
«Δεν ξέρω. Εσύ;»
Είναι να τρελαίνεσαι το πόσα κοινά σημεία έχουμε, πόσες κοινές ιδέες, πόσες ίδιες ερωτήσεις.
«Θες να κοιμηθείς μαζί μου;»
Είναι απίστευτα τα κορίτσια! Εγώ, μια τέτοια φράση, πριν την ξεστομίσω, θα τη γυρόφερνα στο νου μου ώρες, εβδομάδες, μήνες. Εκείνη μου την πέταξε έτσι, απλά, με τον πιο φυσικό τρόπο.
«Ο.Κ.»
Κι ανέβηκα στο κρεβάτι της. Ήμαστε λίγο στριμωγμένοι, αλλά περάσαμε μια νύχτα υπέροχη. Η Πέγκι Μπλου μυρίζει φουντούκι, και το δέρμα της είναι απαλό· όχι όπως είναι το δικό μου μόνο κάτω από τα μπράτσα, αλλά παντού. Κοιμηθήκαμε πολύ, ονειρευτήκαμε πολύ, μείναμε για ώρες αγκαλιά, μιλήσαμε για τη ζωή μας.
Όταν, το πρωί, μας βρήκε η κυρία Γκομέτ, η προϊσταμένη, παίχτηκε μια πραγματική όπερα. Έβαλε τις φωνές, η νυχτερινή νοσοκόμα έβαλε κι αυτή τις φωνές, η μία έβαζε τις φωνές στην άλλη, κι ύστερα στην Πέγκι, κι ύστερα σ’ έμενα, χτυπούσαν τις πόρτες, έπαιρναν μάρτυρες, μας έλεγαν «τα δύστυχα» ενώ εμείς ήμαστε πανευτυχείς, και χρειάστηκε να καταφθάσει η θεία Ροζ για να βάλει ένα τέλος στη συναυλία.
«Δεν αφήνετε ήσυχα τα παιδιά; Πιο πολύ σας ενδιαφέρει ο κανονισμός ή οι ασθενείς; Να σας πω εγώ για τον κανονισμό σας: χεσμένο τον έχω. Και τώρα, σιωπή! Πηγαίνετε αλλού να μαλλιοτραβηχτείτε. Δεν είμαστε σε αποδυτήρια εδώ!»
Η γνωστή θεία Ροζ. Με πήγε στο δωμάτιο μου, και κοιμήθηκα λίγο.
Όταν ξύπνησα, πιάσαμε την κουβεντούλα.
«Λοιπόν, Όσκαρ; Είναι σοβαρό με την Πέγκι;»
«Σοβαρό, λέει; Είμαι σούπερ-ευτυχισμένος. Παντρευτήκαμε χθες τη νύχτα.»
«Παντρευτήκατε;»
«Ναι. Κάναμε ό,τι κάνουν ένας άντρας και μια γυναίκα όταν είναι παντρεμένοι.»
«Α ναι;»
«Για ποιον με περνάτε; Είμαι... Τι ώρα είναι; Είμαι είκοσι και κάτι, και ζω όπως θέλω — εντάξει;»
«Βεβαίως!»
«Και φανταστείτε: ό,τι σιχαινόμουν πριν, όταν ήμουν νέος, τα φιλιά, τα χάδια — ε, λοιπόν, τελικά μού άρεσαν. Περίεργο πώς αλλάζει ο άνθρωπος, ε;»
«Χαίρομαι για σένα, Όσκαρ. Προοδεύεις.»
«Ένα πράγμα μόνο δεν κάναμε: το φιλί με γλώσσα. Η Πέγκι φοβήθηκε μην πιάσει παιδί. Εσείς τι νομίζετε;»
«Νομίζω ότι έχει δίκιο.»
«Α ναι; Αν μπορείς να πιάσεις παιδί μ’ ένα φιλί στο στόμα, αυτό το τι σημαίνει; Ότι θ’ αποκτήσω παιδί με την Κινέζα;»
«Ηρέμησε, Όσκαρ. Έχεις πολύ λίγες πιθανότητες — πάρα πολύ λίγες.»
Είχε καθησυχαστικό ύφος η θεία Ροζ, κι αυτό με ηρέμησε λιγάκι, γιατί πρέπει να σ’ το πω, Θεέ (σε σένα και μόνο σε σένα) ότι με την Πέγκι Μπλου, μία φορά... άντε·, δύο... ίσως και τρεις, βάλαμε και γλώσσα.
Κοιμήθηκα λιγάκι. Το μεσημέρι, φάγαμε μαζί, η θεία Ροζ κι εγώ, κι άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα.
«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο κουρασμένος ήμουν σήμερα το πρωί.»
«Φυσικό δεν είναι; Όταν είμαστε μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε, βγαίνουμε τα βράδια, διασκεδάζουμε, κάνουμε άτακτη ζωή, ξοδεύουμε λεφτά από δω κι από κει, κι όλα αυτά πληρώνονται. Τι λες; Πάμε να δούμε το Θεό;» «Μπα; Ξέρετε τη διεύθυνση του;» «Νομίζω ότι είναι στο παρεκκλήσι.» Η θεία Ροζ μ έντυσε σαν να πηγαίναμε στον Βόρειο Πόλο, με πήρε αγκαλιά και με πήγε στο παρεκκλήσι που βρίσκεται στο βάθος του κήπου, πέρα από το παγωμένο γκαζόν... — μα τι κάθομαι τώρα και σού περιγράφω; Το σπίτι σου;
Έπαθα σοκ όταν είδα το άγαλμα σου, όταν είδα σε τι κατάσταση ήσουν, σχεδόν γυμνός, σκελετωμένος πάνω στο σταυρό, όλο πληγές, με ματωμένο μέτωπο απ’ τ’ αγκάθια, και το κεφάλι γερτό. Θυμήθηκα το δικό μου χάλι. Εξοργίστηκα. Αν ήμουνα Θεός, όπως εσύ, δε θ’ άφηνα να μου τα κάνουν αυτά.
«Τώρα μιλάτε σοβαρά, θεία Ροζ; Εσείς, μια παλαίστρια, μια μεγάλη πρωταθλήτρια, είναι δυνατόν να πιστεύετε σ’ αυτό;»
«Γιατί, Όσκαρ; Θα ’δινες περισσότερη πίστη στο Θεό αν έβλεπες έναν μποντιμπίλντερ με δουλεμένα ποντίκια, εξογκωμένους μύες, λαδωμένο δέρμα, κοντό μαλλί και προκλητικό σλιπάκι;»
«Μα...»
«Σκέψου, Όσκαρ. Ποιον Θεό νιώθεις πιο κοντά σου; Το Θεό που δεν αισθάνεται τίποτα, ή το Θεό που υποφέρει;»
«Αυτόν που υποφέρει, φυσικά! Εγώ, όμως, αν ήμουν στη θέση του, αν ήμουνα Θεός, αν είχα τα μέσα όπως αυτό, θα φρόντιζα να μην υποφέρω.»
«Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει αυτό. Ούτε ο Θεός, ούτε εσύ, ούτε οι γονείς σου, ούτε εγώ.» «Εντάξει, εντάξει. Γιατί να υποφέρουμε, όμως;»
«Κοίταξε καλύτερα το πρόσωπο του. Παρατήρησε! σού δίνει την εντύπωση ότι υποφέρει;» «Όχι. Τι περίεργο... Δε φαίνεται να πονάει.» «Ακριβώς. Υπάρχουν δύο ειδών πόνοι, μικρέ μου Όσκαρ". ο σωματικός και ο ψυχικός. Τον σωματικό πόνο μάς τον προκαλούν άλλοι· τον ψυχικό, τον επιλέγουμε.» «Δεν καταλαβαίνω.»
«Όταν σού καρφώνουν καρφιά στις παλάμες και στα πόδια, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς: πονάς. Το υπομένεις. Αντίθετα, στην ιδέα του θανάτου δεν είσαι υποχρεωμένος να πονάς. Δεν ξέρεις τι είναι. Άρα, εξαρτάται από σένα.»
«Ξέρετε κανέναν που να χαίρεται στη σκέψη ότι θα πεθάνει;»
«Ναι· ξέρω. Η μητέρα μου ήταν έτσι. Ψυχορραγούσε χαμογελώντας από λαχτάρα, από ανυπομονησία, απ’ τη βιασύνη να γνωρίσει τι της έμελλε.»
Δεν είχα άλλα επιχειρήματα. Κι επειδή μ’ ενδιέφερε να μάθω τη συνέχεια, άφησα να περάσει λίγος χρόνος, γυροφέρνοντας στο νου μου αυτά που μου είχε πει
«Όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι περίεργοι. Γαντζώνονται σ’ αυτά που έχουν, όπως ένας ψύλλος στ’ αφτί ενός φαλακρού. Πάρε την Πουτίγκα για παράδειγμα, την ιρλανδέζα αντίπαλο μου με τα εκατόν πενήντα κιλά. Μου ’λεγε πάντα: "Να με συγχωρείς, αλλά εγώ δεν πρόκειται να πεθάνω· δεν έχω κάνει καμία τέτοια συμφωνία, δεν έχω υπογράψει κανένα συμβόλαιο". Έκανε λάθος. Κανείς δεν της είχε πει ότι η ζωή είναι αιώνια, κανείς! Εκείνη επέμενε να το πιστεύει, αντιδρούσε, απέκρουε την ιδέα του θανάτου, θύμωνε, έπαθε κατάθλιψη, αδυνάτισε, σταμάτησε τη δουλειά, έφτασε να ζυγίζει τριάντα κιλά, σαν ρέγγα είχε καταντήσει, κι έγινε χίλια κομμάτια. Και ενώ, φυσικά, πέθανε, όπως όλος ο κόσμος, η ιδέα και μόνο πως θα πέθαινε της κατάστρεψε τη ζωή.»
«Ήταν χαζή η Πουτίγκα, θεία Ροζ.»
«Σαν χωριάτικο πατέ. Όμως το χωριάτικο πατέ είναι πολύ διαδεδομένο... πολύ συνηθισμένο.»
Συμφώνησα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
«Οι άνθρωποι φοβούνται να πεθάνουν, γιατί τρέμουν το άγνωστο. Όμως τι είναι το άγνωστο; Εγώ, Όσκαρ, σού προτείνω να μη φοβάσαι και να έχεις εμπιστοσύνη. Κοίτα το πρόσωπο του Θεού πάνω στο σταυρό: υπομένει τον σωματικό πόνο, αλλά, επειδή έχει εμπιστοσύνη, δε νιώθει τον ψυχικό. Τα καρφιά δεν τον πονάνε τόσο πολύ. Αυτά είχα να σού πω. Αυτό κερδίζεις με την πίστη. Κι ήθελα να σ’ το δείξω.»
«Ο.Κ., θεία Ροζ, όταν θα τα χρειαστώ απ’ το φόβο μου, θα βάλω τα δυνατά μου για να έχω εμπιστοσύνη.»
Με φίλησε. Τελικά, Θεέ, ήταν ωραία μαζί σου σ’ εκείνη την ερημική εκκλησία με την τόσο γαλήνια ατμόσφαιρα.
Όταν γυρίσαμε, κοιμήθηκα για πολλή ώρα. Τώρα τελευταία, νυστάζω όλο και πιο πολύ — σαν λεχώνα. Μόλις ξύπνησα, είπα στη θεία Ροζ:
«Να σας πω κάτι; Δεν είναι ότι φοβάμαι το άγνωστο. Αυτό που μου τη δίνει, είναι ότι θα χάσω αυτά που ξέρω.»
«Κι εγώ σαν κι εσένα είμαι, Όσκαρ. Τι θα ’λεγες να καλούσαμε την Πέγκι Μπλου για ένα τσάι;»
Η Πέγκι Μπλου, λοιπόν, ήρθε κι ήπιαμε ένα τσάι μαζί. Έδειχνε να τα πηγαίνει πολύ καλά με τη θεία Ροζ, και γελάσαμε πολύ όταν η θεία Ροζ μας διηγήθηκε τον αγώνα της εναντίον των Αδελφών Ζικλέτ που ήταν τρίδυμες αλλά περνούσαν για μία. Μετά το τέλος κάθε γύρου, η Ζικλέτ που είχε εξουθενώσει την αντίπαλο της χοροπηδώντας πέρα-δώθε, πηδούσε έξω από το ρινγκ λέγοντας ότι πήγαινε για πιπί, έτρεχε στις τουαλέτες, κι αυτή που γύριζε ήταν η αδελφή της, φρέσκια-φρέσκια για να συνεχίσει τον αγώνα. Και ούτω καθεξής. Όλοι νόμιζαν ότι υπήρχε μόνο μία, ακαταπόνητη Ζικλέτ. Η θεία Ροζ ανακάλυψε το κόλπο, κλείδωσε τις δύο αναπληρωματικές στις τουαλέτες, πέταξε το κλειδί από το παράθυρο και νίκησε αυτήν που είχε μείνει. Θέλει μυαλό το κατς.
Μετά, η θεία Ροζ έφυγε. Οι νοσοκόμες μάς προσέχουν, την Πέγκι Μπλου κι εμένα, σαν να ήμαστε βαρελότα έτοιμα να εκραγούν. Γαμώτο, είμαι ή δεν είμαι τριάντα χρονών άντρας; Η Πέγκι Μπλου μού υποσχέθηκε ότι απόψε, μόλις βρει την ευκαιρία, θα ’ρθει εκείνη να με βρει, κι εγώ της υποσχέθηκα ότι, αυτή τη φορά, δε θα βάλω γλώσσα.
Η αλήθεια είναι ότι παιδιά δεν είναι δύσκολο να κάνεις — άντε μετά, όμως, να βρεις χρόνο να τα μεγαλώσεις.
Αυτά, Θεέ. Δεν ξέρω τι να σού ζητήσω απόψε, γιατί η μέρα μου ήταν πολύ όμορφη μέρα. Ή μάλλον ναι: Φρόντισε να πάει καλά αύριο η εγχείρηση της Πέγκι Μπλου... όχι όπως η δικιά μου, αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Η εγχείρηση δεν είναι πνευματικό θέμα, οπότε μπορεί να μην το ’χεις στο μαγαζί σου. Αν είναι έτσι, φρόντισε τουλάχιστον ώστε, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της εγχείρησης, η Πέγκι Μπλου να το πάρει καλά. Βασίζομαι σε σένα.
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα χειρουργήθηκε η Πέγκι Μπλου. Πέρασα δέκα τρομερά χρόνια. Είναι δύσκολη αυτή η δεκαετία των τριάντα· είναι η ηλικία της έγνοιας και των ευθυνών.
Τελικά, η Πέγκι δεν μπόρεσε να έρθει χτες τη νύχτα, γιατί η κυρία Ντικρί, η νυχτερινή αδελφή, έμεινε μαζί της για να την προετοιμάσει για τη νάρκωση. Το φορείο την πήρε γύρω στις οκτώ. Ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά όταν είδα την Πέγκι να περνάει ξαπλωμένη πάνω στο φορείο, κι έτσι όπως είναι κοντούλη κι αδύνατη, ίσα που φαινόταν κάτω από τα πράσινα σεντόνια.
Η θεία Ροζ μου κράτησε το χέρι για να μην ταραχτώ.
«Γιατί ο Θεός σας, θεία Ροζ, τα επιτρέπει αυτά σε ανθρώπους όπως η Πέγκι κι εγώ;»
«Ευτυχώς που υπάρχετε, μικρέ μου Όσκαρ... Πόσο άσχημη θα ’ταν η ζωή χωρίς εσάς!»
«Όχι... δεν καταλαβαίνετε. Γιατί ο Θεός επιτρέπει να είμαστε άρρωστοι; Είναι κακός ή απλώς δεν είναι έξυπνος;»
«Η αρρώστια είναι σαν το θάνατο, Όσκαρ. Είναι γεγονός. Δεν είναι τιμωρία.»
«Πώς φαίνεται ότι δεν είστε άρρωστη!»
«Αχ και να ’ξερες, Όσκαρ...»
Αυτό με τσάκισε. Δε μου ’χε περάσει από το νου ότι η θεία Ροζ που είναι πάντα τόσο διαθέσιμη, τόσο περιποιητική, μπορούσε να έχει τα δικά της προβλήματα.
«Μη μου κρύβετε πράγματα, θεία Ροζ — έμενα μπορείτε να μου τα λέτε όλα. Είμαι σχεδόν τριάντα δύο ετών, έχω καρκίνο, η γυναίκα μου έκανε μια σοβαρή εγχείρηση — άρα, την έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι.»
«Σ’ αγαπώ, Όσκαρ.»
«Κι εγώ. Τι μπορώ να κάνω για να σας λύσω τα προβλήματα; Θέλετε να σάς υιοθετήσω;»
«Να με υιοθετήσεις;»
«Ναι· όπως υιοθέτησα και τον Μπερνάρ όταν είδα ότι είχε τις μαύρες του.»
«Ποιος είναι ο Μπερνάρ;»
«Ο αρκούδος μου. Εκεί, στο ντουλάπι... πάνω στο ράφι. Είναι ο παλιός μου αρκούδος — δεν έχει πια ούτε μάτια ούτε στόμα ούτε μύτη, έχει αδειάσει σχεδόν ο μισός, κι είναι όλο σκισίματα. Σας μοιάζει λίγο. Τον υιοθέτησα το βράδυ που οι δύο χαζοί γονείς μου μού έφεραν έναν καινούργιο. Λες και υπήρχε περίπτωση να δεχτώ εγώ έναν καινούργιο αρκούδο! Καλύτερα να αντικαθιστούσαν εμένα μ’ ένα ολοκαίνουργιο αδελφάκι! Από κείνη τη μέρα τον υιοθέτησα. Θα του αφήσω ό,τι έχω και δεν έχω. Θέλω να υιοθετήσω κι εσάς, αν αυτό νομίζετε ότι θα σας κάνει καλό.»
«Μετά χαράς, Όσκαρ. Πιστεύω ότι θα μου κάνει πολύ καλό.»
«Κόλλα το, λοιπόν, θεία Ροζ!»
Ύστερα, πήγαμε κι ετοιμάσαμε το δωμάτιο της Πέγκι, φέραμε σοκολάτες, βάλαμε λουλούδια για την επιστροφή της.
Μετά, κοιμήθηκα. Είναι απίστευτο πόσο κοιμάμαι τώρα τελευταία!
Κατά το βραδάκι, με ξύπνησε η θεία Ροζ και μου είπε ότι η Πέγκι Μπλου είχε γυρίσει στο δωμάτιο της κι ότι η εγχείρηση είχε πετύχει.
Πήγαμε μαζί να τη δούμε. Οι γονείς της στέκονταν στο προσκέφαλο της. Δεν ξέρω τι τους είχαν πει η Πέγκι ή η θεία Ροζ, αλλά έδειχναν να ξέρουν ποιος είμαι, γιατί μου φέρθηκαν με πολύ σεβασμό, μ’ έβαλαν να καθίσω ανάμεσα τους, κι έτσι πρόσεχα τη γυναίκα μου μαζί με τα πεθερικά μου.
Ήμουν χαρούμενος γιατί η Πέγκι ήταν ακόμα μπλε. Πέρασε ο γιατρός Ντίσελντορφ, έσμιξε τα φρύδια και είπε ότι το χρώμα θα άλλαζε σιγά-σιγά τις επόμενες ώρες. Κοίταξα τη μητέρα της Πέγκι που μπορεί να μην είναι μπλε αλλά είναι όμορφη, και είπα μέσα μου ότι, δε βαριέσαι, εγώ τη γυναίκα μου, την Πέγκι, θα την αγαπώ ό,τι χρώμα και να ’χει.
Η Πέγκι άνοιξε τα μάτια, μας χαμογέλασε (σε μένα, στους γονείς της) και ξανακοιμήθηκε.
Οι γονείς της είχαν ησυχάσει, αλλά έπρεπε να φύγουν.
«Σου εμπιστευόμαστε την κόρη μας» μου είπαν. «Ξέρουμε ότι μπορούμε να βασιζόμαστε σε σένα.»
Έμεινα μαζί με τη θεία Ροζ μέχρι που η Πέγκι ξανάνοιξε τα μάτια, κι ύστερα πήγα στο δωμάτιο μου να ξεκουραστώ.
Τώρα που τελειώνω το γράμμα μου, συνειδητοποιώ ότι, τελικά, δεν ήταν άσχημη η σημερινή μέρα. Οικογενειακή. Υιοθέτησα τη θεία Ροζ, συμπάθησα και με συμπάθησαν τα πεθερικά μου, και ξαναβρήκα τη γυναίκα μου υγιή, ακόμα κι αν, γύρω στις έντεκα, άρχισε να γίνεται ροζ.
Τα λέμε. Φιλάκια, Όσκαρ.
Υ.Γ. Δεν έχει χάρη σήμερα. Θα ξεκουραστείς.
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα πέρασα τη δεκαετία των σαράντα, κι έκανα τη μία βλακεία μετά την άλλη.
Σου τα λέω γρήγορα γρήγορα, γιατί δεν αξίζει ν’ ασχοληθώ για περισσότερο. Η Πέγκι Μπλου είναι καλά, αλλά ο Ποπ Κορν, που δε με χωνεύει πια, της έστειλε την Κινέζα για να με καρφώσει ότι την είχα φιλήσει στο στόμα.
Ύστερα απ’ αυτό, η Πέγκι μού είπε ότι είχαμε τελειώσει εμείς οι δυο. Διαμαρτυρήθηκα, της είπα ότι αυτό που είχε γίνει με την Κινέζα ήταν ένα νεανικό σφάλμα, ότι ήταν πολύ πριν τη γνωρίσω, ότι δεν μπορούσα να πληρώνω μια ζωή το παρελθόν μου.
Εκείνη δεν έλεγε ν’ ακούσει κουβέντα. Έγινε και φίλη με την Κινέζα για να με τσαντίσει, και τις άκουσα να χασκογελάνε παρέα.
Κι έτσι, όταν η Μπριζίτ, το «μογγολάκι» (που κολλάει σ’ όλο τον κόσμο γιατί τα «μογγολάκια», είναι γνωστό αυτό, τρελαίνονται για χάδια), ήρθε στο δωμάτιο μου να μου πει καλημέρα, την άφησα να με φιλήσει παντού. Έκανε σαν παλαβή από τη χαρά της’ σαν σκυλί που κάνει χαρές στ’ αφεντικό του. Το πρόβλημα είναι ότι ο Αϊνστάιν ήταν στο διάδρομο. Κι ο Αϊνστάιν, μπορεί να ’χει νερό στο κεφάλι του, αλλά στραβός δεν είναι. Τα είδε όλα και τα είπε χαρτί και καλαμάρι στην Γϊέγκι και την Κινέζα. Τώρα, κι ας μην έχω κουνήσει απ’ το δωμάτιο μου, όλος ο όροφος με φωνάζει γυναικά.
«Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε με την Μπριζίτ, θεία Ροζ...»
«Η τρέλα της μέσης ηλικίας, Όσκαρ. Έτσι είναι όλοι οι άντρες μεταξύ σαράντα και πενήντα! θέλουν να σιγουρευτούν ότι μπορούν ν’ αρέσουν και α άλλες γυναίκες εκτός απ’ αυτές που αγαπούν.»
«Εντάξει! είμαι φυσιολογικός. Κάνω και χαζομάρες, όμως, ε;»
«Ναι! είσαι απολύτως φυσιολογικός.»
«Τι πρέπει να κάνω;»
«Ποιαν αγαπάς;»
«Την Πέγκι — μόνο την Πέγκι.»
«Πες της το, λοιπόν. Η σχέση δύο ανθρώπων είναι ευαίσθητη, κλονίζεται, αλλά, αν υπάρχει αγάπη, αξίζει να αγωνιστεί κανείς για να τη διατηρήσει.»
Αύριο, Θεέ, είναι Χριστούγεννα. Δε μου ’χε περάσει απ’ το μυαλό ότι είναι τα γενέθλια σου. Φρόντισε να τα ξαναφτιάξω με την Πέγκι, γιατί, δεν ξέρω αν φταίει αυτό, απόψε είμαι πολύ λυπημένος και δεν έχω δύναμη για τίποτα.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Τώρα που είμαστε φιλαράκια, τι δώρο θέλεις για τα γενέθλια σου;
Αγαπητέ Θεέ,
Στις οκτώ σήμερα το πρωί είπα στην Πέγκι Μπλου ότι την αγαπώ, ότι μόνο αυτήν αγαπώ κι ότι δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου μακριά της. Έβαλε τα κλάματα και μου εξομολογήθηκε ότι την είχα στενοχωρήσει πολύ, γιατί κι αυτή μόνο εμένα αγαπάει και δεν πρόκειται ποτέ να βρει άλλον, ιδίως τώρα που έχει γίνει ροζ.
Και τότε—τι περίεργο!— βρεθήκαμε κι οι δυο να κλαίμε με αναφιλητά, αλλά το χαιρόμασταν! Έχει πλάκα η έγγαμη ζωή· ειδικά μετά τα πενήντα, όταν το ζευγάρι έχει περάσει δοκιμασίες.
Στις δέκα η ώρα κατάλαβα ότι ήταν Χριστούγεννα, ότι δε θα μπορούσα να μείνω με την Πέγκι, γιατί είχε φτάσει στο δωμάτιο της ολόκληρη η οικογένεια της (αδέρφια, θείοι, ανίψια, ξαδέρφια), κι ότι ήμουν υποχρεωμένος να υποστώ τους γονείς μου. Τι δώρο θα μου ’καναν πάλι; Ένα παζλ με δεκαοκτώ χιλιάδες κομμάτια; Βιβλία στα κουρδικά; Ένα κουτί με οδηγίες χρήσεως; Μια φωτογραφία μου απ’ όταν ήμουν καλά; Έχοντας να κάνω με δύο κρετίνους, που είναι τόσο έξυπνοι όσο μια σακούλα σκουπιδιών, έβλεπα μιαν απειλή να διαγράφεται στον ορίζοντα, κι ενώ φοβόμουν τα πάντα, ένα ήταν σίγουρο: ότι θα περνούσα μια τελείως χαζή μέρα.
Αποφάσισα στα γρήγορα να την κοπανήσω, κι άρχισα να οργανώνομαι. Λίγο μοίρασμα: τα παιχνίδια μου στον Αϊνστάιν, τον υπνόσακο μου στον Μπέικον, τις καραμέλες μου στον Ποπ Κορν. Λίγη παρακολούθηση: η θεία Ροζ, πριν φύγει, περνούσε πάντα από την γκαρνταρόμπα. Λίγη πρόβλεψη: οι γονείς μου δεν επρόκειτο να εμφανιστούν πριν το μεσημέρι. Όλα πήγαν καλά: στις εντεκάμιση, η θεία Ροζ με φίλησε, μου ευχήθηκε να περάσω όμορφα τα Χριστούγεννα με τους γονείς μου, κι ύστερα τράβηξε για την γκαρνταρόμπα. Σφύριξα. Ο Ποπ Κορν, ο Αϊνστάιν και ο Μπέικον μ’ έντυσαν στα γρήγορα και με πήγαν σηκωτό ως την γκρανκάσα της θείας Ροζ, ένα αυτοκίνητο πιο παλιό απ’ τη λάσπη. Ο Ποπ Κορν, που είναι σαΐνι στο ν’ ανοίγει κλειδαριές, μια και είχε την τύχη να μεγαλώσει σε μια υποβαθμισμένη πόλη, παραβίασε την πίσω πόρτα, και με πέταξαν στο πάτωμα, ανάμεσα στα μπροστινά και τα πίσω καθίσματα. Μετά επέστρεψαν στο κτίριο, ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Μετά από αρκετή ώρα, η θεία Ροζ μπήκε στο αυτοκίνητο της, γύρισε το κλειδί καμιά δεκαπενταριά φορές ώσπου να το βάλει μπρος, και ξεκίνησε σπινάροντας. Είναι φοβερή η φασαρία που κάνουν αυτά τ’ αμάξια, άσε που έχεις την εντύπωση ότι τρέχουν του σκοτωμού και ταρακουνιέσαι όπως στα αυτοκινητάκια στα πανηγύρια.
Το πρόβλημα είναι ότι τη θεία Ροζ θα πρέπει να την έμαθε να οδηγεί κάποιος φίλος της κασκαντέρ! δεν υπολόγιζε ούτε φανάρια ούτε πεζοδρόμια ούτε προτεραιότητες, κόρναρε συνεχώς, χρησιμοποιούσε το πιο διδακτικό λεξιλόγιο για να βρίζει όσους εχθρούς έμπαιναν στον δρόμο της, κι εγώ σκεφτόμουν, γι’ άλλη μια φορά, πόσο καλό σχολείο, μα την αλήθεια, πρέπει να ’ναι το κατς.
Σχεδίαζα, με το που θα φτάναμε, να πηδήξω πάνω και να της κάνω! «Κούκου, θεία Ροζ!», αλλά όπως αυτή η κούρσα μετ’ εμποδίων για το σπίτι της κράτησε πολλή ώρα, αποκοιμήθηκα.
Με το που ξύπνησα, ήταν σκοτάδι, έκανε κρύο, είχε ησυχία και βρισκόμουν μόνος, ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα υγρό χαλί. Και τότε, για πρώτη φορά, σκέφτηκα ότι μπορεί και να ’χα κάνει βλακεία.
Μόλις βγήκα απ’ το αυτοκίνητο, έπιασε να χιονίζει. Κι όμως, δεν ήταν τόσο ευχάριστο όσο το «Βαλς των νιφάδων» από τον Καρυοθραύστη. Χτυπούσαν τα δόντια μου.
Είδα ένα ψηλό, φωτισμένο σπίτι. Πήγα προς τα εκεί. Με δυσκολία. Έπρεπε να κάνω ένα τέτοιο πήδημα για να φτάσω το κουδούνι, που σωριάστηκα στο χαλάκι της πόρτας.
Εκεί με βρήκε η θεία Ροζ.
«Μα... μα...» ψέλλισε.
Ύστερα έσκυψε πάνω μου και ψιθύρισε!
«Χρυσό μου».
Τότε σκέφτηκα ότι μπορεί και να μην είχα κάνει βλακεία.
Με σήκωσε και με πήγε στο σαλόνι της, όπου ένα στολισμένο έλατο σου ανοιγόκλεινε τα μάτια. Εντυπωσιάστηκα όταν είδα τι ωραίο σπίτι είχε η θεία Ροζ. Με κάθισε κοντά στο τζάκι για να ζεσταθώ, κι ήπιαμε σοκολάτα. Φαντάστηκα ότι θα με μάλωνε αφού πρώτα σιγουρευόταν ότι ήμουνα καλά. Εγώ, πάντως, έκανα ό,τι μπορούσα για ν’ αργήσω να συνέλθω, και δεν είχα καμία δυσκολία στο να τα καταφέρω, γιατί αυτό τον καιρό αισθάνομαι πολύ κουρασμένος.
«Όλο το νοσοκομείο σε ψάχνει, Όσκαρ. Έχει αναστατωθεί το σύμπαν. Οι γονείς σου είναι απελπισμένοι. Ειδοποίησαν την αστυνομία.»
«Καμία εντύπωση δε μού κάνει. Αν είναι τόσο βλάκες ώστε να πιστεύουν ότι θα τους αγαπήσω όταν θα φορέσω χειροπέδες...»
«Τι έχεις εναντίον τους;»
«Με φοβούνται. Δεν τολμούν να μου μιλήσουν. Κι όσο δεν τολμούν αυτοί, τόσο εγώ πιστεύω ότι είμαι ένα τέρας. Γιατί τους τρομάζω; Τόσο άσχημος είμαι; Βρομάω; Έχω γίνει ηλίθιος χωρίς να το καταλάβω;»
«Δε φοβούνται εσένα, Όσκαρ. Φοβούνται την αρρώστια.»
«Η αρρώστια κι εγώ είμαστε ένα. Δεν πρέπει να μου συμπεριφέρονται διαφορετικά επειδή είμαι άρρωστος. Ή μήπως δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν παρά μόνο έναν Όσκαρ υγιή;»
«Σ’ αγαπάνε, Όσκαρ. Μου το ’χουν πει.»
«Έχετε μιλήσει μαζί τους;»
«Ναι. Ζηλεύουν που τα πάμε τόσο καλά μεταξύ μας. Ή μάλλον, όχι· δε ζηλεύουν — είναι στενοχωρημένοι... στενοχωρημένοι που δεν μπορούν να είναι κι αυτοί έτσι μαζί σου.»
Σήκωσα αδιάφορα τους ώμους, αλλά ήδη ο πολύς θυμός μού είχε περάσει. Η θεία Ροζ μου έφτιαξε άλλη μια ζεστή σοκολάτα.
«Ξέρεις κάτι, Όσκαρ; Μια μέρα, θα πεθάνεις. Αλλά και οι γονείς σου θα πεθάνουν.»
Είχα εντυπωσιαστεί από τα λεγόμενα της. Αυτό, δεν το ’χα σκεφτεί ποτέ.
«Ναι. Κι αυτοί θα πεθάνουν. Ολομόναχοι. Και με τις φοβερές τύψεις ότι δεν μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με το μονάκριβο παιδί τους, τον Όσκαρ που λάτρευαν.»
«Μη λέτε τέτοια πράγματα, θεία Ροζ — με μελαγχολούν.»
«Σκέψου τους, Όσκαρ. Το έχεις καταλάβει ότι θα πεθάνεις, γιατί είσαι ένα πανέξυπνο αγόρι. Αλλά δεν έχεις καταλάβει ότι δεν πεθαίνεις μόνο εσύ. Όλος ο κόσμος πεθαίνει. Μια μέρα, θα πεθάνουν κι οι γονείς σου. Μια μέρα, θα πεθάνω κι εγώ.» «Ναι, αλλά εγώ θα πάω πρώτος.» «Έτσι είναι. Αυτό, όμως, τι σημαίνει; Ότι έχεις όλα τα δικαιώματα; Ακόμα και το δικαίωμα να ξεχνάς τους άλλους;» «Κατάλαβα, θεία Ροζ. Τηλεφωνήστε τους.» Τη συνέχεια, Θεέ, θα σ’ την πω εν συντομία, γιατί πιάστηκε το χέρι μου. Η θεία Ροζ ειδοποίησε το νοσοκομείο, το νοσοκομείο ειδοποίησε τους γονείς μου, οι γονείς μου ήρθαν στης θείας Ροζ, και γιορτάσαμε τα Χριστούγεννα όλοι μαζί. Όταν ήρθαν οι γονείς μου, τους είπα: «Συγγνώμη... είχα ξεχάσει ότι κι εσείς μια μέρα θα πεθάνετε.»
Κάτι πάθανε, δεν ξέρω τι ακριβώς, ακούγοντας αυτή τη φράση, αλλά μετά ξανάγιναν όπως παλιά, και περάσαμε ένα σούπερ ρεβεγιόν όλοι μαζί.
Την ώρα του γλυκού, η θεία Ροζ θέλησε να δει στην τηλεόραση τη μεταμεσονύκτια Λειτουργία κι έναν αγώνα κατς που είχε γράψει στο βίντεο. Μας είπε ότι εδώ κι αρκετά χρόνια κρατάει έναν αγώνα κατς για να τον δει πριν τη μεταμεσονύκτια Λειτουργία, για να σταθεί στα πόδια της, ότι το ’χε έθιμο και θα την ευχαριστούσε πολύ αν τα βλέπαμε αυτά όλοι μαζί. Σε λίγο, παρακολουθήσαμε όλοι τον αγώνα που είχε γράψει. Ήταν υπέροχα! Η Μεφίστα εναντίον της Ζαν ντ’ Αρκ! Μαγιό, περικνημίδες και φοβερές νταρντανογυναίκες, όπως έλεγε ο μπαμπάς που ήταν κατακόκκινος και φαινόταν ότι του άρεσε το κατς. Είναι απίστευτο το τι ξύλο έπεσε. Εγώ, σ’ έναν τέτοιο αγώνα, θα τα ’χα φτύσει. Είναι θέμα προπόνησης, μου είπε η θεία Ροζ. Όσο πιο πολύ ξύλο τρως, τόσο πιο πολύ αντέχεις να φας. Πάντα πρέπει να ελπίζεις. Τελικά, κέρδισε η Ζαν ντ’ Αρκ, ενώ στην αρχή φαινόταν απίστευτο: θα πρέπει να το χάρηκες.
Χρόνια πολλά, Θεέ. Η θεία Ροζ, που μ’ έβαλε να κοιμηθώ στο κρεβάτι του μεγάλου της γιου (ο μεγάλος της γιος είναι κτηνίατρος στο Κονγκό με τους ελέφαντες), έκρινε ότι το καλύτερο δώρο για τα γενέθλιά σου ήταν η συμφιλίωση μου με τους γονείς μου. Εγώ, για να είμαι ειλικρινής, το βρίσκω μικρό για δώρο. Αλλά αφού το λέει η θεία Ροζ που είναι και παλιά σου φίλη...
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Ξέχασα: η χάρη που σού ζητάω σήμερα, είναι να μείνουν οι γονείς μου όπως ήταν απόψε. Κι εγώ επίσης. Μια χαρά Χριστούγεννα ήταν αυτά, προπαντός ο αγώνας της Μεφίστα εναντίον της Ζαν ντ’ Αρκ. Λυπάμαι που δεν έμεινα ξύπνιος για τη Λειτουργία σου.
Αγαπητέ Θεέ,
Έχω περάσει τα εξήντα και πληρώνω για όλες τις καταχρήσεις που έκανα χτες βράδυ. Δεν ήμουν σε μεγάλη φόρμα σήμερα.
Χάρηκα που γύρισα σπίτι... θέλω να πω, στο νοσοκομείο. Έτσι γίνεται όταν γερνάς! δε σ’ αρέσουν πια οι μετακινήσεις. Είναι σίγουρο ότι δε θέλω πια να φύγω.
Αυτό που δεν σού είπα στο χτεσινό γράμμα μου, είναι ότι στο σπίτι της θείας Ροζ, πάνω σε μια εταζέρα, στη σκάλα, είδα ένα άγαλμα της Πέγκι Μπλου. Στ’ ορκίζομαι. Ολόιδια, γύψινη, με το ίδιο γλυκό πρόσωπο, το ίδιο μπλε χρώμα στα ρούχα και στο δέρμα. Η θεία Ροζ λέει ότι είναι η Παναγία (η μητέρα σου, απ’ ό,τι κατάλαβα) κι ότι έφτασε στα χέρια της από γενιά σε γενιά. Δέχτηκε να μου τη χαρίσει. Την έβαλα πάνω στο κομοδίνο μου. Έτσι κι αλλιώς, μια μέρα θα ξαναπάει στην οικογένεια της θείας Ροζ, αφού την έχω υιοθετήσει.
Η Πέγκι Μπλου πάει καλύτερα. Ήρθε και με είδε με το καροτσάκι. Δε συμφώνησε μαζί μου ότι είναι εκείνη στο άγαλμα, αλλά περάσαμε ωραία μαζί. Κρατιόμασταν χέρι-χεράκι κι ακούγαμε τον Καρυοθραύστη, κι αυτό μάς θύμισε ωραίες εποχές.
Δε σού γράφω πια πολλά, γιατί το στιλό μού πέφτει λίγο βαρύ. Εδώ, όλος ο κόσμος είναι άρρωστος, ακόμα κι ο γιατρός Ντίσελντορφ. Φταίνε οι σοκολάτες, τα φουαγκρά, τα μαρόν-γκλασέ και οι σαμπάνιες που πρόσφεραν οι γονείς στο νοσηλευτικό προσωπικό. Πολύ θα ’θελα να μού κάνεις μια επίσκεψη.
Φιλάκια. Τα λέμε,
Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα έγινα ογδόντα χρονών και σκέφτηκα πάρα πολύ.
Πρώτα απ’ όλα, χρησιμοποίησα το χριστουγεννιάτικο δώρο της θείας Ροζ. Σού μίλησα ποτέ γι’ αυτό; Δε θυμάμαι. Είναι ένα φυτό της Σαχάρας που ζει μόνο μία μέρα. Μόλις ο σπόρος πιει νερό, μπουμπουκιάζει, γίνεται μίσχος, βγάζει φύλλα, πετάει ένα λουλούδι, παράγει σπόρους, μαραίνεται, και χοπ, το βράδυ, τέλος. Καταπληκτικό δώρο — σ’ ευχαριστώ που το δημιούργησες. Σήμερα το πρωί, στις επτά, το ποτίσαμε η θεία Ροζ, οι γονείς μου κι εγώ (δεν ξέρω αν σ’ το ’χω πει! οι γονείς μου αυτόν τον καιρό μένουν στης θείας Ροζ γιατί το σπίτι της είναι πιο κοντά στο νοσοκομείο) κι έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω όλη του τη ζωή. Συγκινήθηκα. Δε λέω, το λουλούδι είναι μάλλον καχεκτικό και λίγο αστείο, δεν είναι σαν το μπαομπάμπ, αλλά τη δουλειά του την κάνει μια χαρά, σαν μεγάλο φυτό, μπροστά στα μάτια μας και μέσα σε μια μέρα.
Παρέα με την Πέγκι Μπλου διαβάσαμε το Λεξικό Ιατρικών Όρων. Είναι το αγαπημένο της βιβλίο. Έχει πάθος με τις αρρώστιες κι αναρωτιέται τι αρρώστια μπορεί να της έρθει μετά. Εγώ έψαξα για τις λέξεις που μ’ ενδιέφεραν! «Ζωή», «Θάνατος», «Πίστη», «Θεός». Ε, θέλεις με πιστεύεις, θέλεις δε με πιστεύεις, δεν υπήρχαν! Τι σημαίνει αυτό; Να σού πω τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος, ούτε η πίστη, ούτε εσύ είστε αρρώστιες, κάτι που μάλλον είναι καλό νέο. Από την άλλη, όμως, δε θα ’πρεπε, σ’ ένα τόσο σοβαρό βιβλίο, να υπάρχουν και απαντήσεις στις πιο σοβαρές ερωτήσεις;
«Θεία Ροζ, μου φαίνεται ότι στο Λεξικό Ιατρικών Όρων υπάρχουν μόνο ειδικά θέματα και απαντήσεις σε προβλήματα που μπορούν να συμβούν στον καθένα μας χωριστά, αλλά δεν υπάρχουν θέματα που μας αφορούν όλους! η Ζωή, ο Θάνατος, η Πίστη, ο Θεός.»
«Ίσως θα ’πρεπε να πάρεις ένα φιλοσοφικό λεξικό, Όσκαρ. Ωστόσο, ακόμα κι αν βρεις τις ιδέες που ψάχνεις, και πάλι κινδυνεύεις να απογοητευτείς. Το λεξικό προτείνει πολλές και διάφορες ερμηνείες για κάθε έννοια.»
«Πώς γίνεται αυτό;»
«Οι πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις παραμένουν ερωτήσεις. Περιβάλλονται από μυστήριο. Σε κάθε απάντηση πρέπει να προσθέτουμε ένα "ίσως". Οριστική απάντηση έχουν μόνο οι ερωτήσεις που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον.»
«Θέλετε να πείτε ότι για τη "Ζωή" δεν υπάρχει λύση;»
«Θέλω να πω ότι για τη "Ζωή" υπάρχουν πολλές λύσεις και, άρα, καμία.»
«Εγώ, αυτό που πιστεύω, θεία Ροζ, είναι ότι η μόνη λύση για τη ζωή είναι το να ζεις.»
Πέρασε να μας δει ο γιατρός Ντίσελντορφ. Ήταν σαν σκυλί δαρμένο, κι αυτό το έδειχναν ακόμα πιο έντονο τα μαύρα φρύδια του.
«Τα χτενίζετε τα φρύδια σας, γιατρέ;» τον ρώτησα.
Κοίταξε γύρω του με απορία, σαν να ’θελε να ρωτήσει τη θεία Ροζ ή τους γονείς μου αν είχε ακούσει καλά. Στο τέλος, είπε ναι με πνιχτή φωνή.
«Δεν πρέπει να έχετε τέτοια μούτρα, γιατρέ. Ακούστε. .. Θα σας μιλήσω ειλικρινά, γιατί και εγώ ήμουν πολύ εντάξει στα φάρμακα, κι εσείς στην αντιμετώπιση της αρρώστιας. Μην έχετε ένοχο ύφος. Δεν είναι δικό σας λάθος αν είστε υποχρεωμένος να λέτε τα κακά νέα στον κόσμο, όλες αυτές τις ανίατες αρρώστιες με τα λατινικά ονόματα. Πρέπει να χαλαρώσετε... να ηρεμήσετε. Δεν είστε Θεός. Δεν κυβερνάτε εσείς τη φύση. Εσείς είστε ένας απλός επισκευαστής. Μη δίνετε τόση σημασία, γιατρέ, γιατί, αλλιώς, δε σας βλέπω να συνεχίσετε αυτό το επάγγελμα για πολύ καιρό. Αν βλέπατε τα μούτρα σας...»
Όσην ώρα με άκουγε, ο γιατρός Ντίσελντορφ είχε ένα στόμα σαν να ρουφούσε ένα αβγό. Μετά χαμογέλασε, χαμογέλασε μέσα απ’ την καρδιά του, και με φίλησε.
«Έχεις δίκιο, Όσκαρ. Σ’ ευχαριστώ που μου τα είπες όλα αυτά.»
«Παρακαλώ, γιατρέ. Στη διάθεση σας. Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε.»
Αυτά, Θεέ. Εσένα, όμως, ακόμα σε περιμένω. Έλα. Μη διστάζεις. Έλα, ακόμα κι αν έχω πολύ κόσμο αυτόν τον καιρό. Θα χαρώ πραγματικά πολύ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Η Πέγκι Μπλου έφυγε. Γύρισε σπίτι της. Δεν είμαι χαζός... ξέρω πολύ καλά πως δε θα την ξαναδώ.
Δε θα σού γράψω, γιατί είμαι πολύ στενοχωρημένος. Η Πέγκι κι εγώ περάσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή, και τώρα να ’μαι πάλι μόνος, φαλακρός, ξεκούτης, κουρασμένος στο κρεβάτι μου. Είναι άσχημα τα γηρατειά.
Σήμερα δεν σ’ αγαπώ πια.
Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Ευχαριστώ που ήρθες.
Διάλεξες την καλύτερη στιγμή, γιατί είχα τα χάλια μου. Ίσως και να σε πείραξε το χτεσινό μου γράμμα...
Όταν ξύπνησα, αναλογίστηκα ότι ήμουν ενενήντα χρονών, κι έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο για να δω το χιόνι.
Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόνταν, που η νυχτερινή νοσοκόμα, η κυρία Ντικρί, έπαιρνε ακόμα τον υπνάκο της, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ’ όλους εμάς! είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν κουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Και να η Πέγκι Μπλου! Και να ο Όσκαρ! Και να η θεία Ροζ! Τι υγεία!
Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ· ότι μού ’λεγες το μυστικό σου! Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σαν να ’ταν η πρώτη φορά.
Ε λοιπόν, την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να ’ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ’ τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Άκουγα τις φωνές που έρχονταν απ’ το διάδρομο σαν απ’ το θόλο μιας εκκλησίας. Ζούσα. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος.
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, που το ’κανες αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδιά του μυστηρίου για ν’ αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Η σημερινή χάρη που σού ζητάω: αυτό το κόλπο με την «πρώτη φορά», μήπως μπορείς να το ξανακάνεις στους γονείς μου; Η θεία Ροζ, νομίζω ότι το ξέρει ήδη. Και μετά, αν έχεις χρόνο, και στην Πέγκι...
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα είμαι εκατό χρονών. Όσο και η θεία Ροζ. Κοιμάμαι πολύ, αλλά αισθάνομαι καλά.
Προσπάθησα να εξηγήσω στους γονείς μου ότι η ζωή είναι ένα περίεργο δώρο. Στην αρχή, το υπερεκτιμάμε αυτό το δώρο: πιστεύουμε ότι αποκτήσαμε την αιώνια ζωή. Μετά, το υποτιμάμε: το βρίσκουμε χάλια, πολύ μικρό, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να το πετάξουμε. Στο τέλος, καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν δώρο, αλλά δάνειο. Και τότε, προσπαθούμε να το αξιοποιήσουμε. Το λέω εγώ, που ξέρω τι λέω, γιατί έχω πατήσει τα εκατό. Όσο γερνάμε, τόσο πρέπει να δείχνουμε ότι έχουμε το χάρισμα να εκτιμήσουμε τη ζωή. Πρέπει να εκλεπτυνόμαστε, να γινόμαστε καλλιτεχνικές φύσεις. Κάθε κρετίνος μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή στα δέκα ή στα είκοσι, αλλά στα εκατό, όταν δεν μπορεί πια να κουνηθεί, πρέπει να χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του.
Δεν ξέρω αν τους έπεισα.
Κάν’ τους μια επίσκεψη. Άρχισες μια δουλειά;
Τέλειωσε την. Εγώ είμαι λίγο κουρασμένος.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Εκατόν δέκα. Πολύ δεν είναι; Νομίζω πως αρχίζω να πεθαίνω.
Όσκαρ.
Αγαπητέ Θεέ,
Το αγοράκι πέθανε.
Θα συνεχίσω να είμαι μια ροζ κυρία, αλλά δε θα ξαναείμαι ποτέ θεία Ροζ. Θεία Ροζ ήμουν μόνο για τον Όσκαρ.
Ξεψύχησε σήμερα το πρωί, τη μισή ώρα που οι γονείς του κι εγώ είχαμε πάει για να πιούμε έναν καφέ. Το ’κανε όταν λείπαμε. Νομίζω ότι περίμενε τη συγκεκριμένη στιγμή για να μας απαλλάξει. Σαν να ’θελε να μάς προστατέψει από το να τον δούμε, να φεύγει. Βλέπεις, τελικά εκείνος πρόσεχε εμάς.
Η καρδιά μου είναι βαριά, σφιγμένη. Ο Όσκαρ μένει στην καρδιά μου και δεν μπορώ να τον διώξω. Πρέπει να κρατηθώ και να μην κλάψω ως το βράδυ, γιατί ο πόνος μου δε συγκρίνεται με τον αξεπέραστο των γονιών του.
Σ’ ευχαριστώ που μού γνώρισες τον Όσκαρ. Χάρη στον Όσκαρ έλεγα αστεία, έφτιαχνα ιστορίες, γινόμουν ακόμα και παλαίστρια. Χάρη στον Όσκαρ γέλασα και γνώρισα τη χαρά. Με βοήθησε να πιστέψω σε σένα. Είμαι γεμάτη αγάπη, φλέγομαι από αγάπη, μου ’δωσε τόσο πολλή, που θα έχω για όλη μου τη ζωή.
Τα ξαναλέμε σύντομα,
Θεία Ροζ.
Υ. Γ. Τις τρεις τελευταίες μέρες, ο Όσκαρ είχε βάλει μια καρτέλα πάνω στο κομοδίνο του. Νομίζω ότι σε αφορά. Είχε γράψει: «Μονάχα ο Θεός έχει το δικαίωμα να με ξυπνήσει».