Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Απόσπασμα από τον Ηλίθιο (Μάτια)
Ήταν φανερό πως τ’ όνομα του πρίγκιπα της έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο πρίγκιπας την κοίταξε αφηρημένα, γύρισε και τράβηξε για το ξενοδοχείο του. Δε βγήκε όμως απ’ της Φιλίσοβας με το ίδιο ύφος που είχε μπει. Του συνέβη και πάλι, μέσα σε μια στιγμή θα ‘λεγες, μια ασυνήθιστη αλλαγή: περπα τούσε και πάλι χλομός, εξασθενημένος, βασανιζόμενος, ταραγμέ νος. Τα γόνατα του τρέμανε κι ένα αόριστο, αφηρημένο χαμόγελο τρεμόπαιζε στα μελανιασμένα χείλη του: «η αναπάντεχη σκέψη» του επιβεβαιώθηκε ξαφνικά και δικαιώθηκε – ξαναπίστευε πάλι στο δαίμονα του!
Μα επιβεβαιώθηκε τάχα; Δικαιώθηκε; Ποιος ο λόγος που τον ξανάπιασε πάλι αυτό το ρίγος, αυτός ο κρύος ιδρώτας, αυτό το ψυχικό σκοτάδι και το κρύο; Μήπως επειδή ξανάδε τώρα αυτά τα μάτια; Μα αφού είχε ξεκινήσει απ’ το Θερινό Κήπο μ’ αυτόν ίσα-ίσα το σκοπό – για να τα δει! Αυτή ήταν η«αναπάντεχη σκέψη».
Γεννήθηκε μέσα του η επίμονη επιθυμία να δει αυτά τα «προτερινά μάτια», να πειστεί τελειωτικά πως θα τα συνάντησε: το δίχως άλλο εκεί, κοντά σε κείνο το σπίτι. Αυτό ήταν μια σπασμωδική επιθυμία και γιατί λοιπόν είναι τόσο συντριμμένος και κατάπληκτος τώρα επειδή τα ‘δε πραγματικά; Λες και δεν το περίμενε!
Ναι, ήταν εκείνα τα ίδια μάτια (και για τ’ ότι ήταν τα ίδια δε χωράει τώρα πια καμιά αμφιβολία) κείνα τα ίδια που τον κοίταζαν αστράφτοντας το πρωί, όταν έβγαινε απ’ το βαγόνι της αμαξοστοιχίας, στο σταθμό Νικολάγιεβσκη· κείνα τα ίδια (απολύτως τα ίδια!) που έπιασε το βλέμμα τους πάνω του, πίσω απ’ τους ώμους του, καθώς καθόταν στην καρέκλα, στο γραφείο του Ραγκόζιν. Ο Ραγκόζιν τότε τ’ αρνήθηκε: ρώτησε μ’ ένα στραβό, παγωμένο χαμόγελο:
«Ποιανού να ‘ταν λοιπόν τα μάτια;» Και τον πρίγκιπα τον έπιασε μια τρομερή επιθυμία, μόλις λίγη ώρα πριν, στο σταθμό του Τσάρσκογε Σελό – όταν καθόταν στο βαγόνι για να πάει στην Αγλαΐα και ξανάδε ξάφνου αυτά τα μάτια για τρίτη πια φορά κείνη τη μέρα – να πλησιάσει το Ραγκόζιν και να του πει «ποιανού ήταν αυτά τα μάτια!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου