Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ο Φυλακισμενος -ταδε

Φωτογραφια Μιχαλης Καλ.


---              ----                      ----                     ---

Ενας φυλακισμενος σκεφτεται..


Θέλω μόνο μια φορά
Να γυρίσω στην παλιά μου γειτονιά
Να φιλήσω την μητέρα να την πάρω αγκαλιά


Ενας φυλακισμενος λέει..


Θέλω ήλιο άμαξα
Και φεγγάρι ρόδες
Να παω εκει, στη μάνα μου, να την δω δυο ώρες..


Ενας φυλακισμενος παρακαλεί..


Μνημη μου σε παρακαλώ
Μια χάρη να μου κάνεις
Ξέχασε οτι έχω δει
Μονάχα μην ξεχάσεις
Της Μάνας μου την ομορφιά
Της Μάνας το φιλάκι
Το σπιτι μου στην εξοχή
Το πρώτο αεράκι.


Ενας φυλακισμένος κλαίει...

---                   ----                        ----                    ---

Ποιηση Ζαίντ Μ. , Μαρίνος Κ. και Μιχάλης Καλογερακης

Το ποιημα του Ζαιντ και του Μαρινου είναι απο το έργο 'ΑΦΕΤΗΡΙΑ'
Σκηνοθεσια Στάθη Γράψα
Μουσική Γιάννος Αιόλου

Ομορφη Πολη

L'un près de l'autre
se tiennent les amants
qui se sont retrouvés pour cheminer côte à côte.
Retrouvés dans la mort
puisque la vie n' a pas su les comprendre.
Retrouvés dans l'amour
la haine n' ayant pas pu les atteindre.
Les feuilles, les feuilles tombent sur leur lit de noces.
Que la terre soit douce, soit douce aux amants de Teruel...
Enfin réunis dans l'ombre...

L' un près de l'autre
ils dorment maintenant.
Ils dorment, délivrés de l'appréhension de l'aube.
Se tenant par la main, dans l'immobilité de la prière, renouant leur serment
Dans la tranquille éternité des pierres,
la nuit leur ouvre ses portes.
Tout rentre dans l'ordre.
Leur étreinte demeure, demeure à jamais suspendue ainsi qu' une note d'orgue... 






Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου

Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Καλη Βδομάδα




Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας -
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Alicante Jacques Prevert



Une orange sur la table
 Ta robe sur le tapis
Et toi dans mon lit
 Doux présent du présent
Fraîcheur de la nuit
Chaleur de ma vie
Αλικάντη*
Ένα πορτοκάλι στο τραπέζι
Το φόρεμα σου στο χαλί
Κι συ μες στο κρεβάτι μου
Γλυκεία στιγμή της στιγμής
Δροσιά της νύχτας
Ζέστη της ζωής μου

*Λιμάνι στα Ν.Α. της Ισπανίας













Jacques Prévert, 4 Φεβρουαρίου 1900 - 11 Απριλίου 1977

Οι ποιητικές του συλλογές που έχουν εκδοθεί στη Γαλλία είναι:
  • Paroles (Διάλογοι, 1946)
  • Histoires (Ιστορίες, 1963)
  • Spectacle (1951)
  • La Pluie et le beau temps (Η βροχή και ο καλός καιρός, 1955)
  • Fatras (1971)
  • Choses et autres (Αυτά και άλλα, 1973)

Δυο ποιηματα του Paul Eluard




«Ελευθερία» του Πωλ Ελυάρ
 
Πάνω στα τετράδια του σχολείου
Στα θρανία μου και τα δένδρα
Πάνω στην άμμο και το χιόνι
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλες τις διαβασμένες σελίδες
Πάνω σ΄ όλες τις λευκές σελίδες
Στην πέτρα το αίμα το χαρτί τη στάχτη
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στις χρυσωμένες εικόνες
Στ΄ άρματα των πολεμιστών
Στην κορώνα των βασιλιάδων
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη ζούγκλα και την έρημο
Στις φωλιές και τα σπαρτά
Στην ηχώ των παιδικών μου χρόνων
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα θαύματα της νύχτας
Στο άσπρο ψωμί των ημερών
Στις μνηστευμένες εποχές
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω σ΄ όλα τα γαλάζια κουρέλια μου
Στο μουχλιασμένο έλος του ήλιου
Στη ζωντανή λίμνη σελήνη
Γράφω τ’ όνομά σου
Στους αγρούς στον ορίζοντα
Στις φτερούγες των πουλιών
και στο μύλο των ίσκιων
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε φύσημα της αυγής
Στη θάλασσα και τα πλοία
Πάνω στο τρελό βουνό
Γράφω τ’ όνομά σου
Στον αφρό απ΄ τα σύννεφα
Στους ιδρώτες της καταιγίδας
Στην βροχή την πυκνή και ανούσια
Γράφω τ’ όνομά σου
Πάνω στα σχήματα που σπιθίζουν
Στις καμπάνες των χρωμάτων
Πάνω στη φυσική αλήθεια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα μονοπάτια που ξύπνησαν
Στους δρόμους που ξεδιπλώθηκαν
Στις πλατείες που ξεχείλισαν
Γράφω τ’ όνομά σου
Στη λάμπα που ανάβει
Στη λάμπα που σβήνει
Στα ενωμένα μου σπίτια
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο φρούτο το κομμένο στα δύο
Του καθρέφτη και της κάμαράς μου
Στο κρεβάτι μου άδειο κοχύλι
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο λαίμαργο και τρυφερό σκύλο μου
Στα ορθωμένα αυτιά του
Στο αδέξιο πόδι του
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο σκαλοπάτι της πόρτας μου
Στα γνώριμά μου αντικείμενα
στο κύμα της ευλογημένης φωτιάς
Γράφω τ’ όνομά σου
Σε κάθε σάρκα σύμφωνη
Στο μέτωπο των φίλων μου
Σε κάθε χέρι που προσφέρεται
Γράφω τ’ όνομά σου
Στο κρύσταλλο των εκπλήξεων
Στα προσεκτικά χείλια
Πολύ πιο πάνω απ΄ τη σιωπή
Γράφω τ’ όνομά σου
Στα χαλασμένα καταφύγιά μου
Στους γκρεμισμένους μου φάρους
Στους τοίχους της ανίας μου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην απουσία χωρίς πόθο
Στη γυμνή μοναξιά
Στα σκαλιά του θανάτου
Γράφω τ’ όνομά σου
Στην υγεία που ξανάρθε
Στον κίνδυνο που εξαφανίστηκε
Στην ελπίδα χωρίς ανάμνηση
Γράφω τ’ όνομά σου
Και με τη δύναμη της λέξης
Ξαναρχίζω τη ζωή μου
Γεννήθηκα για να σε γνωρίσω
Για να πω τ΄ όνομά σου
Ελευθερία!
                    
(μετφρ.: Χαρτογράφος)

Ο ιδιος ο ποιητης διαβαζει το ποιημα 
Liberté : εδω


Και εδω το αγαπημένο μου ποίημα του 
Paul Eluard


Ερωμένη.

Είναι ορθή στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της στα δικά μου

Έχει το σχήμα των χεριών μου
Κρατά το χρώμα των ματιών μου
Την καταπίνει η σκιά μου
Καθώς την πέτρα ο ουρανός

Ορθάνοιχτα τα μάτια της για πάντα
Να ησυχάσω δεν μ' αφήνει
Κατάφωτα τα όνειρά της
Τους ήλιους εξατμίζουν
Με κάνουν να γέλω να κλαίω να γελώ
Μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.
                                                     μεταφραση Καραβασιλης Γ.

Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Όνειρο, Θανάσης Παπακωνσταντίνου



Τράβηξα δειλά-δειλά

της κερκόπορτας το σύρτη
και πήραν φωτιά τα μάτια μου
μάγκα μου απ' όσα είδα.

Πολιτεία απέραντη
από γυαλί και κεχριμπάρι,
τα χρώματα της ίριδας
της έπλεκαν στεφάνι.

Στα στενά της σέρνονταν
άγιοι σκοτεινοί κι αγύρτες
και στο λιμάνι αθίγγανοι
μοιρίζανε παλάμες.

Ο Ανέστος τρυφερά
γέμιζε καρφιά τα χέρια
κι ο Μεβλανά Tζελαλεδίν
γυρνούσε και γυρνούσε.

Κι έτσι όπως χάζευα
ντερβισάδες, μπεκτασήδες,
άλαλοι με κυκλώσανε
μα ακόμα τους ακούω.

Σεμ ολντού ασίκ λαρί
άνθρωπέ μου τί ξεφτίλα
να σου χαλάνε το όνειρο
και συ να τους αφήνεις.

Πίσω ξαναγύρισα
χίλια εννιακόσια ενενήντα,
με τα δίδυμα αγκαλιά
κοιμάται η κυρά μου.






Γιῶργος Σεφέρης - Piazza San Nicolo


Piazza San Nicolo

Longtemps je me suis couché de bonne heure

Τὸ σπίτι γεμάτο γρίλιες καὶ δυσπιστία
σὰν τὸ καλοκοιτάξεις στὶς σκοτεινὲς γωνιὲς
«γιὰ χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«κοίταζα τὴν εἰκόνα τοῦ Ὕλα καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Μαγδαληνῆς
προτοῦ καληνυχτίσω κοίταζα τὸ παλιὸ ἔλατο μὲ τ᾿ ἄσπρο φῶς
τὰ μέταλλα ποὺ γυάλιζαν καὶ δύσκολα ἄφηνα
τὶς τελευταῖες φωνὲς τῆς μέρας».
Τὸ σπίτι σὰν τὸ καλοκοιτάξεις μέσα ἀπὸ τὶς παλιὲς κορνίζες
ξυπνᾶ μὲ τὰ πατήματα τῆς μητέρας στὰ σκαλοπάτια
τὸ χέρι ποὺ φτιάνει σκεπάσματα ἢ διορθώνει τὴν κουνουπιέρα
τὰ χείλη ποὺ σβήνουν τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ.

Κι ὅλα τοῦτα εἶναι παλιὲς ἱστορίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν
δέσαμε τὴν καρδιά μας καὶ μεγαλώσαμε.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν κατεβαίνει ποτὲ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ
ποὺ μετρᾶ τὶς ὦρες μονολογώντας καὶ τὸ βλέπουμε
σὰν ἔρχεται τ᾿ ἀπόγευμα στὴν αὐλὴ
ἡ θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα τὸ γένος Τροφίμοβιτς.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν ἀγγίζει ποτὲ τὸ στιβαρὸ χέρι τοῦ Ἅη Νκόλα
μήτε τὸ φαρμακοποιὸ ποὺ κοιτάζει ἀνάμεσα σὲ μιὰ κόκκινη καὶ πράσινη σφαίρα
σὰν ὑπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.

Γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ
κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
κάπου 70 ἢ 80 μέτρα δὲν εἶναι πολύ.
Κι ὅμως ἐκεῖ ψιθυρίζεις ὅπως σὰν πλάγιαζες νωρὶς
καὶ μέσα στὴν εὐκολία τοῦ ὕπνου χάνονταν ἡ πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
ὄχι λέξεις πολλὲς δυό-τρεῖς μονάχα καὶ τοῦτο φτάνει
ἀφοῦ κυλᾶνε τὰ νερὰ καὶ δὲ φοβοῦνται μὴ σταματήσουν
ψιθυρίζεις ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὸν ὦμο ἑνὸς φίλου
σὰ νὰ μὴν εἶχες μεγαλώσει μέσα στὸ σπίτι τὸ σιωπηλὸ
μὲ φυσιογνωμίες ποὺ βάρυναν καὶ μᾶς ἔκαναν ἀδέξιους ξένους.
Κι ὅμως ἐκεῖ, λίγο ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριό, ἀλλάζει ἡ ζωή σου.

Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις
σὰν εἶναι τὸ σπίτι μέσα στὴν πέτρινη ἐκκλησιὰ
κι ἡ καρδιά σου μέσα στὸ σπίτι ποὺ σκοτεινιάζει
κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα

Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο ῾37

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Jacques Prevert



ΠΡΟΓΕΥΜΑ
(DEJEUNER DU MATIN)


Έβαλε καφέ
Στο φλιτζάνι
Έβαλε γάλα
Στο φλιτζάνι του καφέ
Έβαλε ζάχαρη
Στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Ανακάτεψε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Κι ακούμπησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε 
Ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έριξε τη στάχτη
Στο τασάκι
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Φόρεσε
Το καπέλο στο κεφάλι του
Φόρεσε 
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Κι εγώ πήρα
Το κεφάλι μου μες στα χέρια
Κι έκλαψα.




Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Το ποίημα της Κυριακής


Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ηράκλειο - Καλαμάτα






























Εσείς που βρήκατε τον άνθρωπό σας
κι έχετε ένα χέρι να σας σφίγγει τρυφερά,
έναν ώμο ν' ακουμπάτε την πίκρα σας,
ένα κορμί να υπερασπίζει την έξαψή σας,
κοκκινίσατε άραγε για την τόση ευτυχία σας,
έστω και μια φορά;
είπατε να κρατήσετε ενός λεπτού σιγή
για τους απεγνωσμένους;
(Ντίνος Χριστιανόπουλος)





Ολα ξεκίνησαν καπως έτσι...

Lay your head where my heart used to be
Hold the earth above me
Lay down in the green grass
Remember when you loved me

Come closer don't be shy
Stand beneath a rainy sky
The moon is over the rise
Think of me as a train goes by

Clear the thistles and brambles
Whistle 'Didn't He Ramble'
Now there's a bubble of me
And it's floating in thee

Stand in the shade of me
Things are now made of me
The weather vane will say...
It smells like rain today

God took the stars and he tossed 'em
Can't tell the birds from the blossoms
You'll never be free of me
He'll make a tree from me

Don't say good bye to me
Describe the sky to me
And if the sky falls, mark my words
We'll catch mocking birds

Lay your head where my heart used to be
Hold the earth above me
Lay down in the green grass
Remember when you loved me






Συνεχισαν κάπως έτσι..


Τι μέρα έχουμε
Όλες τις μέρες έχουμε
Καλή μου
Είμαστε η ζωή ολόκληρη
Έρωτά μου
Αγαπιόμαστε και ζούμε
Ζούμε και αγαπιόμαστε
Και δεν ξέρουμε τι είναι η ζωή
Και δεν ξέρουμε τι είναι η μέρα
Και δεν ξέρουμε τι είναι ο έρωτας.
          (Ζακ Πρεβερ)


Και τελείωσαν έτσι...





















               ---                                    ----                                       ---



Παγκράτι..
Πλάτεια Μάνου Χατζιδάκι...
Ευαγγελισμό..
Σπ. Μερκούρη..

-Καπνίζεις πολύ, απο αμηχανία; 

-''Η σιωπή μου θα λέει: ποσο όμορφη είσαι''..


Η ιστορια αυτή έχει το άρωμα των ονείρων μου....

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Jacques Prevert




Αγαπημένα ποιήματα του 
Jacques Prevert
     απο την αγαπημένη μου συλλογή ποιημάτων  "Paroles" 


Για σένα αγάπη μου

«
pour toi mon amour»
Πήγα στην αγορά των πουλιών
Κι αγόρασα πουλιά
Για σένα
Αγάπη μου
Πήγα στην αγορά των λουλουδιών
Κι αγόρασα λουλούδια
Για σένα
Αγάπη μου
Πήγα στην αγορά των σιδερικών
Κι αγόρασα αλυσίδες
Βαριές αλυσίδες
Για σένα
Αγάπη μου
Κι έπειτα πήγα στην αγορά των σκλάβων
Κι σ’ έψαξα
Μα δε σε βρήκα
Αγάπη μου
Αυτός ο έρωτας
«cet amour»
Αυτός ο έρωτας
Τόσο βίαιος
Τόσο εύθραυστος
Τόσο τρυφερός
Τόσο απελπισμένος
Αυτός ο έρωτας
Όμορφος σαν τη μέρα
Κι απαίσιος σαν τον καιρό
Όταν ο καιρός είναι απαίσιος
Αυτός ο έρωτας τόσο αληθινός
Αυτός ο έρωτας τόσο όμορφος
Τόσο ευτυχισμένος
Τόσο χαρούμενος
Και τόσο μηδαμινός
Που τρέμει από φόβο σαν παιδί στο σκοτάδι
Και τόσο ήρεμος για τον εαυτό του
Σαν ήρεμος άντρας στη νύχτα
Αυτός ο έρωτας που έκανε τους άλλους να φοβούνται
Που τους έκανε να μιλάν
Που τους έκανε να χλωμιάζουν
Αυτός ο έρωτας παραφυλαγμένος
Γιατί εμείς τον είχαμε παραφυλάξει
Καταδιωγμένος, πληγωμένος, ποδοπατημένος, αποτελειωμένος, απαρνημένος, ξεχασμένος
Γιατί εμείς τον είχαμε καταδιώξει, πληγώσει, ποδοπατήσει, αποτελειώσει, απαρνηθεί, ξεχάσει
Ολόκληρος αυτός ο έρωτας
Τόσο ζωντανός ακόμη
Και τόσο ηλιόλουστος
Είναι ο δικός σου
Είναι ο δικός μου
Εκείνος που υπήρξε
Αυτό το πάντα καινούριο πράγμα
Και που δεν άλλαξε
Όμοια αληθινός σαν φυτό
Όμοια τρέμοντας σαν πουλί
Όμοια ζεστός όμοια ζωντανός σαν καλοκαίρι
Μπορούμε κ’ οι δυο
Να φεύγουμε και να ξαναγυρνάμε
Μπορούμε να ξεχνάμε
Και μετά να ξανακοιμόμαστε
Να ξυπνάμε να υποφέρουμε να γερνάμε
Να κοιμόμαστε ακόμη
Να ονειρευόμαστε το θάνατο
Να ξυπνάμε να χαμογελάμε και να γελάμε
Και να ξανανιώνουμε
Ο έρωτας μας στέκει εκεί
Πεισματάρης σαν γαϊδούρα
Ζωντανός σαν πόθος
Σκληρός σαν μνήμη
Ηλίθιος σαν κλάψα
Τρυφερός σαν ανάμνηση
Κρύος σαν μάρμαρο
Όμορφος σαν μέρα
Εύθραυστος σαν παιδί
Μας κοιτάει χαμογελώντας
Και μας μιλάει χωρίς να λέει τίποτα
Κι εγώ τον ακούω τρέμοντας
Και φωνάζω
Φωνάζω για σένα
Φωνάζω για μένα
Σε ικετεύω
Για σένα και για όλους όσους αγαπιούνται
Και αγαπήθηκαν
Ναι του φωνάζω
Για σένα για μένα και για όλους τους άλλους
Που δεν ξέρω
Στάσου εκεί
Εκεί που είσαι
Εκεί που ήσουν άλλοτε
Στάσου εκεί
Μην κουνιέσαι
Μη φεύγεις
Εμείς αγαπιόμαστε
Σε ξεχάσαμε
Εσύ μη μας ξεχνάς
Δεν έχουμε παρά εσένα πάνω στη γη
Μη  μας αφήσεις να κρυώσουμε
Πάντα πολύ μακρύτερα
Κι αδιάφορο πού
Δώσε μας σημάδι ζωής
Πολύ αργότερα στη γωνιά κάποιας δεντροστοιχίας
Στο δάσος της μνήμης
Πρόβαλε άξαφνα
Τέντωσέ μας το χέρι
Και σώσε μας.
Πελώριος και κόκκινος
«immense et rouge»
Πελώριος και κόκκινος
Πάνω απ’ το Γκραν Παλέ
Βγαίνει ο χειμωνιάτικος ήλιος
Και χάνεται
Σαν κι αυτόν πάει η καρδιά μου να χαθεί
Κι όλο το αίμα μου πάει να φύγει
Να φύγει στην αναζήτηση σου
Έρωτά μου
Ομορφιά μου
Και να σε βρει
Εκεί που είσαι.

Τραγούδι
«Chanson»
Τι μέρα έχουμε
Όλες τις μέρες έχουμε
Καλή μου
Είμαστε η ζωή ολόκληρη
Έρωτά μου
Αγαπιόμαστε και ζούμε
Ζούμε και αγαπιόμαστε
Και δεν ξέρουμε τι είναι η ζωή
Και δεν ξέρουμε τι είναι η μέρα
Και δεν ξέρουμε τι είναι ο έρωτας.



Πρεβέρ, Ζάκ, Κουβέντες, (μετάφραση: Μιχάλης Μεϊμάρης), Εκδόσεις Πλειάς, Αθήνα 1979, σ. 197. 



Για περισσότερα ποιήματα του  Jacques Prevert : εδω
                                      αλλά και : εδω

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)




 Φύλλα ημερολογίου

Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες,
τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε
όνειρα
αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε
κι οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν
στον παράδεισο-
συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία όπου σκόρπισα τους στεναγμούς
της νιότης μου
ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς, αλλά και να πάει που;
κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο
ένας τον άλλον-
Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο,
κι όταν πεθάνω θα ’θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημε-
ρολογίου
για να πάρω και το χρόνο μαζί μου.
Κι ίσως ό,τι μένει να ’ναι στην άκρη του δρόμου μας
ένα μικρό μη με λησμονεί.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!

Αιώνας εμπορίου
H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο
εμπόριο
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα,
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους
λαχειοπώλες
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία
δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ’ όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ’ τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ’ όλη τη ζωή μου.



Το υπόγειο
Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι’ αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.