Εσύ, Μαρία, εσύ ανύψωσες την Εύα.
Της Λίνας Νικολακοπούλου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 22-23/4/1995
Ποτέ δεν αγάπησα, δεν ταυτίστηκα , δεν ενστερνίστηκα το προπατορικό αμάρτημα και τις ζωγραφιστές του εικόνες. Το πριν και το μετά του. Ένας Αδάμ και μια Εύα πρώτα αθώοι κι αδαείς μεσ’ στο παράδεισο, μετά φριχτοί κι άθλιοι, ντυμένοι με τη γύμνια τους και το σκοτάδι της δαγκωνιάς της γνώσης, να πορεύονται στο πουθενά της πλάσης.
Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο. Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή και απόγνωση γεννούσε στην ψυχή μου.
Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο , αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήτα πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα – λάβω της Ευαγγελίας το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την Τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να την διαβάσουμε, Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα. Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα. Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.
Δαίμονες είναι οι αισθήσεις, πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία, δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. Είμαι το χάος και το φως, είμαι ο δίπλα, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη και ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωση Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε την ζωή μετά τον θάνατό Του. Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν για την Ανάσταση. Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης.
Κι ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές που φύλαγες στο στρώμα
Τη νύχτα που μου παίξανε στα ζάρια το κορμί,
Ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές μα εσύ κοιμάσαι ακόμα
Με το χεράκι ξέσκεπο να φαίνεται η πληγή.
Με πόνους να γεννήσεις τα παιδιά σου. Υπάρχει άραγε κι άλλος τρόπος;
Με το αίμα σου και τον ιδρώτα σου να καλλιεργήσεις τη γη. Δηλαδή πως αλλιώς να δαμάσεις αυτό που σε ξεπερνάει, το ανερμήνευτο. Για μένα, Παράδεισος και άγνοια δεν πάνε μαζί. Το φως έχει βαρύτητα κι αξία μονάχα σε συνδυασμό με το σκοτάδι. Όλα είναι διπλά. Το καλό και το κακό, η ζωή κι ο θάνατος, η ζωή που δεν είναι ζωή κι ο θάνατος που δεν είναι θάνατος.
Το παραμύθι του Θεού του τιμωρού μόνο αποστροφή και απόγνωση γεννούσε στην ψυχή μου.
Αυτή η οριστικά κομμένη γραμμή της επικοινωνίας και της συνάντησης θνητού και Αιώνιου, μ’ όλο το λάθος στην πλάτη του ανθρώπου φορτωμένο , αυτό το δείγμα ζευγαριού που μ’ ένα φίδι ατέλειωτα θα γεύεται την πτώση, ήτα πολύ βαριά Διαθήκη κι ανελέητη. Πολλά χρόνια μετά, πολύ πρόσφατα τώρα, με δεδομένη εμπειρικά την ορθόδοξη πίστη μου, ξαναγυρίζω στις πηγές να καταλάβω και να μετα – λάβω της Ευαγγελίας το χαρμόσυνο μήνυμα που έφερε στον άνθρωπο ο Χριστός στα λόγια και στο βίο του.
Για την ανύψωση του κόσμου στο Ανάστημά Του, την Ανάσταση της Αληθείας την Τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, την ένθεή μας φύση.
Καινή η Διαθήκη, με καινούργια μάτια κι εμείς να την διαβάσουμε, Στα μάτια της Μαγδαληνής είδα τα δάκρυά μου. Θες πόρνη, θες ελεύθερη, γι’ άλλους δαιμονισμένη. Μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινη, που ανύψωσε την Εύα. Σημείο αναφοράς πολύτιμο κι αναίτια για όλους μας κρυμμένο. Το μεγαλείο της γυναίκας που βυθίστηκε στη φύση της, για ν’ ανεβεί απ’ το μηδέν και να βρει το Ένα. Όχι που τη διαλέξανε, μα διάλεξε εκείνη το τι και ποιον περίμενε να βρει και να πιστέψει.
Δαίμονες είναι οι αισθήσεις, πέντε τον αριθμό. Δαίμονας η επιθυμία, δαίμονας και η οργή της γνώσης. Το σύνολο επτά.
Δεν τους παλεύεις με τα όχι και τα μη. Μονάχα με το είμαι. Είμαι κομμάτι από την ύλη αυτού του κόσμου. Είμαι το χάος και το φως, είμαι ο δίπλα, είμαι εσύ, είμαι ο Λόγος, είμαι η Άνοιξη και ΕΙΝΑΙ η Αγάπη.
Την είδε η Μαγδαληνή τη Σταύρωση Του δίπλα στην Παναγία Μητέρα Του, άντεξε την ζωή μετά τον θάνατό Του. Έτρεξε άφοβα στον τάφο του κι είδε αγγέλους που της είπαν για την Ανάσταση. Κι όταν της φανερώθηκε με το λεπτό Του σώμα, σ’ αυτήν τα πρόσφερε τα τελευταία λόγια Του, και το ποτέ ξανά στο αντάμωμά τους, μέχρι το τότε μιας αλλιώτικης συνάντησης.
Κι ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές που φύλαγες στο στρώμα
Τη νύχτα που μου παίξανε στα ζάρια το κορμί,
Ήρθα ν’ ακούσω τις φωνές μα εσύ κοιμάσαι ακόμα
Με το χεράκι ξέσκεπο να φαίνεται η πληγή.