Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Γιώργος Βέης





Ν, ΟΠΩΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ


I
«Μόνο λήθη περιέχει αυτό το απόγευμα;»
Πες το καλύτερα από την αρχή χωρίς ντροπή
με τα μάτια κλειστά στη δυνατή βροχή του Μάρτη
«Μόνο λήθη μάς μαθαίνει αυτό το απόγευμα;»
Ξεναγοί και φύλακες τα τρυγόνια, θεμέλια
ναών πυρπολημένων φορτωμένα τώρα με
γαλήνη θα γίνουν η θετή μας πατρίδα, μέρες
σαν το πόσιμο νερό κύλησαν μέσα σε φράσεις
επιμύθια των ιστορικών, άγονη γραμμή
χαρτί ο πολιτισμός τσαλακωμένο, αέρας
το σηκώνει ψηλά μαζί με τα πουλιά των βάλτων·
κάθε πλανήτης που ανάβει πιο κοντά μάς φέρνει
σε ό,τι έδειξε το κάρμα, σε όποιο όνειρο
μάς λέει ότι είμαστε κι εμείς σώμα αστρικό.

II
Κι η ακρόαση μέρα νύχτα, γιατί έτσι πρέπει
με το αυτί απαλά στη χλόη, μέσα στις ρίζες
βαθιά στην ιστορία των χαμένων μας ερώτων
το μυθικό παρόν, το βλέπω: κέρδος καθαρό·
θα’ ρθει η δίκαιη στιγμή να τα χωρέσει όλα
να γίνει ο καιρός έλεος, το ταπεινό χρώμα
άσκηση ζωγραφικής για τα παιδιά μας είναι ο
Παράδεισος- λέξεις που χάθηκαν, ξαναβρέθηκαν
όπως χρυσάφι, ντύνουν απληστία και οδύνη
όσα θέλησες με τόσο πείσμα, σκεπασμένα πια
από τις ήττες οικογενειών, σε αναζητούν·
κι ο ουρανός, αυτό το σπάταλο βλέμμα, μια λύση
ευκαιρίας, το κέλυφος των επινοήσεων·
με λένε κόκκο της άμμου, μαθαίνω να θυμάμαι.

III
Στις πορείες, στην έρημο των δωματίων πάντα
ως τις ανάσες του τέλους, ο σύντροφος, ο τρόμος
θες να μάθεις πώς προφέρεται σωστά η θάλασσα
μόνο απορίες είσαι, σαν την άγρια φύση:
«Σαν τους αγγέλους του Ταλμούδ, που αφού το θεό τους
υμνήσουν, γκρεμίζονται μετά στην ανυπαρξία
όλοι μαζί, έτσι κι εγώ θα σβήσω στο στόμα
στο χάος του «μάλλον όχι» και του «δήθεν ναι» χωρίς
να προλάβω την άνοιξη, το άλλο καλοκαίρι;»
Το τραπέζι είναι στρωμένο, θα μείνεις μαζί μου
έτσι κι αλλιώς έξω ο κόσμος στον τροχό είναι
των πολέμων δεμένος, στην κατάρα της πείνας·
το παράθυρο έχει ήδη ματώσει, η πόλη
άκυρη, ανεβαίνει κόμπος στο λαιμό η νίκη.

IV
Η αγαλλίαση, από πού άραγε να φτάνει
ως εδώ, το κρασί έχει τελειώσει τα τσιγάρα
δεν έχουν νόημα πια, λυδία λίθος η λέξη
που μόλις μού έδωσες: «ανάπαυση». Σαν το νέο
χιόνι όλα ξαναγυρίζουν στη θέση τους, τρελά
πετούν από χαρά τα χελιδόνια που μας βλέπουν
από την κόλαση να επιστρέφουμε γεροδε-
μένοι, θητεία που έληξε σε γνώση μυστική·
έλα ας θάψουμε βαθιά στην αυλή μας τη θλίψη
του χειμώνα και την ανώφελη εγκαρτέρηση
μέσα στις θύελλες των εποχών, είμαστε από
το χώμα που ξέρει τη βοσκή του, θα περάσουν οι
αιώνες για να φτάσουμε πάλι εδώ: Μεθώνη
πυγολαμπίδων μαρμαρυγή, σταθερή πορεία.

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Γιώργος Κ. Καραβασίλης


  Σπουδαίος ποιητής και μεταφραστής....





 ΕΡΩΤΙΚΑ ΣΩΜΑΤΑ

Καλόγνωμες γυναίκες όλο έλεος
πλαγιάζοντας μαζί μου κι ας γνωρίζατε
αυτήν που μ' αγαπούσε,
εκείνη σας συχώρεσε.
Και σεις οι σφηνωμένες στα παντζούρια
με το ημίφως ανασηκωμένο στα ρουθούνια,
ορθόστηθες με το τσιγάρο σας δισταχτικό,
τα χέρια σταυρωμένα,
που δεν παραδοθήκατε, γιατί το νιώσατε
πως δεν αξίζει το μεγάλο πάθος σας
για μένα· σας συχώρεσα.
Και σας που ήρθατε για ένα βράδυ
για να ξαναγυρίσετε στην αγκαλιά σας το πρωί,
πάντα το χάδι μου ακολουθεί το χέρι της αγάπης σας
κι ένα φιλί στο στόμα μου προσμένει πάλι
ένα καινούριο βράδυ...
Όσο για σας που η Αγάπη μου
δε σας χωρούσε κάποτε στην αγκαλιά μου,
ελάτε ν' ανθιστούμε τώρα...
Μα δεν ξεχνώ και κείνες που σεβάστηκαν τον Έρωτα
κι ευγενικά μου γύρισαν την πλάτη,
σ' όποια καλή τους τύχη - ακόλουθος φτωχή
η ευχή μου.
Μα σεις που μούρθατε από εκδίκηση
και μόνο ή από μίσος,
εσείς που πληγωμένες τρέξατε
για να σκοτώσετε,
μαυλίστες των αιώνιων με
τα παραπλανητικά σας πρόσωπα,
μες στου ματιού μου τη ματιά της
γκρεμιστήκατε και ίδιος κόνδωρας
μες στο γκρεμό σας βούτηξα
και με τα λάφυρά σας στόλισα
το Σώμα της Αγάπης μου,
το Σώμα της Αγάπης.

από την ανθολογία "Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση" εκδόσεις Καστανιώτη


ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Κέρδισες∙ και το χαμόγελό σου
Ερωτικό ρυάκι συνεπήρε
Καθώς υψώναμε μαζί την Άγια καμπάνα
Των αηδονιών και των κυκλάμινων
Στο θαλερό τοπίο.
Στον τρυγητό της αγκαλιάς μας.
Ο θόλος της κόμης υγρός.
Τα μάτια σου χτυπούν τα γύρω δέντρα.
Διάσπαρτος ήλιος.
Στο δέσιμο της σάρκας
Το κρόταλο του ίσκιου μας στη φυλλωσιά.

( Η  γ ρ α φ ή  κ α ι  τ ο  μ α χ α ί ρ ι )
 

ΓΙΑ ΣΕ, ΠΟΥ ΞΕΚΟΨΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ

Για σε, που ξέκοψες απ’ το πλευρό του μελισσιού
Και ήρθες να μεθύσεις στο φιλί μου
Θ’ αλλάξω τα μάτια μου.
Για σένα, βέλασμα της ακατοίκητης αυγής,
Με βλέμμα νεκρού αγαπημένου θα φορτίσω τα μάτια μου.
Του πρώτου κόσμου έμβρυο που κούρνιασες στο στέρνο μου,
Θ’ ανεβώ την ηλικία της άγνοιας και της σοφίας
Τα μάτια σου ν’ ανοίξω, το σώμα σου να χτίσω.
Δροσιά μαντηλιού σ’ ετοιμοθάνατο,
Ευφροσύνη χιονιού σε θάλλον στήθος να σε πω.
Και σαν στο αίμα σου, του κάλλους οι βυθοί αναβοσβήνουν,
Θα ξεριζώσω αυτά τα μάτια,
Θα ξεκληρίσω τη δυναστεία του πάθους,
Για να μπορώ κι εγώ να στεγαστώ αγάπη μου,
Για να μπορώ κι εγώ ν’ αγαπηθώ.

( Κ α λ λ ι έ ρ γ ε ι α  τ ο υ  α ί μ α τ ος )


ΠΕΡΝΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ

Περνά περβόλια, εκκλησιές για να με βρει
Κι  έχει μαζέψει ήλιους, ποταμούς και κάμπους
Και στα μαλλιά της τα λιοστάσια πέλαγα,
Θυμάρι δαχτυλίδι τα σφυρά της.

Περνά βραγιές, φορτώνεται τις πυρκαγιές
Με τον Ιούλιο στη γλώσσα της σπαρμένο.
Πριν φύγει θα της πνίξω κάθε μυρουδιά∙
Στο γυρισμό της να μοιράσει την πνοή μου.


ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ

Τυφλό αηδόνι χτίζει τη φωλιά του
Καθώς το χέρι μου περνάει στα μαλλιά σου,
Τότε το γέλιο σου παφλάζει, σκάζει στα νερά,
Τους αστερίες ξεσηκώνει,
Φρέσκια δροσιά φυτεύει
Στις πελαγοκυψέλες.

Ακούγεσαι, θ’ ακούγεσαι για δυο χιλιάδες χρόνια.


ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΣΩΜΑ

Τόπος χλωρός ακμάζει σαν γδύνεσαι.

Το ρυάκι τα ρούχα της μαζεύει και φαιδρύνεται.

Πουλιά μεταναστεύουν σε θαλασσινούς κήπους της κόμης.

Ο άνεμος σηκώνει το φουστάνι της φωνής στο γόνατο.

Γλώσσα μου γίνε φιλί της

Στ’ άπατα του σύννεφου
Των ματιών η ξαστεριά.

Ασφυκτική ανθοφορία
Λακτίζει τον κρατήρα σου.

Θάλασσα,
Σεντόνι γαλανό,
Κοιμού στη γύμνια μας.

Όνειρα καλά θα ξενυχτούν στην αγκαλιά μας.

( Τ α  Η δ υ π α θ ή )

 
ΠΑΝΤΑ Σ’ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ Σ’ ΕΥΡΙΣΚΑ ΠΟΤΕ

Πάντα σ΄ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Στα κερδισμένα και χαμένα όνειρα της νύχτας
Κι ακόμα σε τοπία που απαιτούν να τα ορίσεις
Με τα δικά σου στίγματα για να σωθούν,
Στις κατακόμβες του καιρού
Με τις θαμπές, μισοσβησμένες οπτασίες,
Τα πρόσωπα που χάσαμε πριν γεννηθούμε.
Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Όταν για μια στιγμή, όλα μαζί ανάβαν τα βεγγαλικά
Της λευτεριάς που έπαιρνε μορφή στο σώμα∙
Όταν γυμνός μέχρι τη ρίζα σού δινόμουν
Έως το πιο βαθύ μου κόκαλο
Στο χρόνο βυθιζόμουν και στα πράγματα.
Ω Αναπνοή, που δεν γνωρίζεις πλάτος.

Αλλά, να μεταγγίσω αίμα σ’ ένα φάντασμα;

( Τ α  μ υ σ τ ι κ ά  δ ω μ ά τ ι α  τ ο υ  π ύ ρ γ ο υ )

Charles Bukowski






Κλαμπ Κόλαση, 1942

το επόμενο μπουκάλι ήταν το μόνο πράγμα
που είχε σημασία.
στο διάολο και το φαγητό, στο διάολο και
το νοίκι
το επόμενο μπουκάλι ήταν η λύση
για όλα
κι αν μπορούσες να έχεις δύο ή
τρία ή τέσσερα μπουκάλια καβάτζα
τότε η ζωή ήταν στ' αλήθεια ωραία.


κατάντησε να μας γίνει συνήθεια,
τρόπος ζωής.

πού θα μπορούσαμε να βρούμε άραγε το επόμενο
μπουκάλι;
μας έκανε επινοητικούς, πονηρούς,
τολμηρούς.
κάποτε κάναμε ακόμα και βλακείες
και πιάναμε δουλειά για 3 ή 4 μέρες
ή και για καμιά βδομάδα ακόμη.


το μόνο που θέλαμε να κάνουμε ήταν να καθόμαστε
ένα γύρο και να συζητάμε για
βιβλία και λογοτεχνία
και να βάζουμε στα ποτήρια μας
κι άλλο κρασί.
ήταν το μόνο πράγμα που είχε κάποιο
νόημα για μας.
είχαμε, βέβαια, και
τις περιπέτειές μας:
τρελές φιλενάδες, καβγάδες, τις
απελπισμένες σπιτονοικοκυρές, την
αστυνομία.


προκόψαμε με το ποτό και
με την τρέλα και με τη
συζήτηση.
όταν άλλοι άνθρωποι χτύπαγαν
κάρτα
εμείς συχνά δεν ξέραμε καν
ποια μέρα ή ποια βδομάδα ήταν.


είχαμε αυτή τη μικρή συμμορία,
όλοι νέοι, και διαρκώς άλλαζε
έτσι που κάποια μέλη απλώς
εξαφανίζονταν, άλλοι επιστρατεύονταν,
μερικοί σκοτώθηκαν στον πόλεμο
μα συνεχώς νέοι οπαδοί
κατέφθαναν.


ήταν το Κλαμπ από την Κόλαση
κι εγώ ήμουν ο Πρόεδρος τού
Συμβουλίου.


* * *

τώρα πίνω μόνος μες στο ήσυχο
δωμάτιό μου στο
δεύτερο πάτωμα που βλέπει το λιμάνι
του San Pedro .
είμαι άραγε εγώ ο τελευταίος των
τελευταίων;
αρχαία φαντάσματα αιωρούνται μέσα και έξω απ'
αυτό το δωμάτιο.
μόλις που μισοθυμάμαι τα πρόσωπά τους.
με κοιτάζουν, οι γλώσσες τους
κρέμονται έξω.
σηκώνω το ποτήρι μου προς το μέρος τους.
παίρνω ένα πούρο, το κολλάω στη
φλόγα του αναπτήρα
μου.
ρουφάω βαθιά
και να μια λάμψη γαλάζιου
καπνού καθώς
στο λιμάνι
ένα πλοίο βαράει τη
σειρήνα του.

μοιάζουν όλα με μια καλή παράσταση, καθώς αναρωτιέμαι πάλι:
τι γυρεύω εγώ
εδώ;
πώς είναι η κατάσταση

πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.

κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.

οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

ώστε θέλεις να γίνεις συγγραφέας;

αν δεν ξεχύνεται από μέσα σου
ενάντια σ' όλα τ' άλλα,
μην το κάνεις.
αν δεν έρχεται, χωρίς καν να το 'χεις ζητήσει, από την
καρδιά σου και το μυαλό σου και το στόμα σου
και τα σπλάχνα σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάτσεις για ώρες
κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή σου
ή να καμπουριάζεις πάνω από τη
γραφομηχανή σου
ψάχνοντας για τις λέξεις,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις   για τα λεφτά ή
τη δόξα,
μην το κάνεις.
αν το κάνεις γιατί θέλεις
γυναίκες στο κρεβάτι σου,
μην το κάνεις.
αν χρειάζεται να κάθεσαι και
να γράφεις ξανά και ξανά τα ίδια,
μην το κάνεις.
αν σου είναι δύσκολο και μόνο να σκέφτεσαι ότι θα το κάνεις,
μην το κάνεις.
αν προσπαθείς να γράψεις σαν κάποιον
άλλο,
καλύτερα ξέχνα το.

αν χρειάζεται να περιμένεις μέχρι να ουρλιάξει από
μέσα σου,
τότε περίμενε υπομονετικά.
κι αν δεν ουρλιάξει ποτέ από μέσα σου,
κάνε κάτι άλλο.
αν πρέπει πρώτα να το διαβάσεις στη γυναίκα σου
ή στη φιλενάδα ή στον φίλο σου
ή στους γονείς σου ή σε οποιονδήποτε,
τότε δεν είσαι έτοιμος.

μην είσαι σαν τόσους άλλους συγγραφείς,
μην είσαι σαν τόσες άλλες χιλιάδες
ανθρώπους που αυτοαποκαλούνται συγγραφείς,
μην είσαι πληκτικός και βαρετός και
ξιπασμένος, μην κατατρώγεσαι από την αυτο-
λατρεία σου.
οι βιβλιοθήκες του κόσμου
χασμουριούνται
από τη νύστα
μπροστά στο είδος σου.
μην προσθέτεις σε αυτό.
μην το κάνεις.
αν δεν βγαίνει από
την ψυχή σου σαν ρουκέτα,
αν το να μείνεις ήσυχος δεν
σε φέρνει στην τρέλα ή
την αυτοκτονία ή τον φόνο,
μην το κάνεις.
αν ο μέσα σου ήλιος
δεν σου καίει τα σπλάχνα,
μην το κάνεις.

όταν θα 'ναι στ' αλήθεια η ώρα,
και αν είσαι ο εκλεκτός,
θα συμβεί από
μόνο του και θα συνεχίσει να συμβαίνει
μέχρι που θα πεθάνεις ή που θα πεθάνει μέσα σου
αυτό.
δεν υπάρχει άλλο τρόπος.
και ποτέ δεν υπήρξε.


ο γέρο - αναρχικός

ο γείτονάς μου μού δίνει το κλειδί του σπιτιού του
όταν φεύγει για διακοπές.
ταΐζω τις γάτες του
ποτίζω τα λουλούδια και το
γρασίδι του.

βάζω την αλληλογραφία του σε μια τακτοποιημένη στοίβα
πάνω στην τραπεζαρία του.
είμαι ο ίδιος άνθρωπος άραγε που
πριν από 15 χρόνια
σχεδίαζε ν' ανατινάξει την πόλη του Λος Άντζελες;

κλειδώνω την πόρτα του.
βαδίζω στην είσοδο
στέκομαι
χασομεράω μια στιγμή
στο ηλιοβασίλεμα και σκέφτομαι,
υπάρχει ακόμα καιρός,
υπάρχει ακόμα καιρός για μια
επιστροφή.
ποτέ δεν ταίριαξα εξάλλου
μ' αυτούς τους άλλους.

βαδίζω στο πεζοδρόμιο
προς το σπίτι μου

προσέχοντας
να μην πατήσω
καμιά λακκούβα.
απόψε

πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το
θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις
στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες
των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια
μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι
πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι
γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς
και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη
νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα
καίει
τώρα.
ψυχρό καλοκαίρι

όχι όσο άσχημα θα μπορούσε
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά
σου είναι πολύ χαμηλά.
μήπως έπινες πάλι;
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού
αύριο.

ο γιατρός είναι απασχολημένος, η
αίθουσα αναμονής στο τμήμα
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.

οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες,
αστειεύονται μαζί μου.
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή
κοιλάδα του θανάτου.
η γυναίκα μου είναι μαζί μου.
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι
για όλες τις
γυναίκες.

ύστερα είμαστε κάτω
στο πάρκινγκ.
μερικές φορές οδηγεί αυτή.
μερικές φορές οδηγώ εγώ.
τώρα οδηγώ εγώ.
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι.
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει
η γυναίκα μου.

η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή
απ' ό,τι συνήθως.

αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω
από το πάρκινγκ.

είναι γενναία γυναίκα, κάνει
σαν όλα να είναι
όπως συνήθως.
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα
τα άσωτα χρόνια·
κι ήταν τόσα πολλά
από δαύτα.
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί
και θα δεχθούν μόνο
μια τελική
πληρωμή.

έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον
θα κολυμπήσω λίγο.
         
 
το πρώτο ποίημα πάλι


64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν
εδώ.
 

παρακαλώ

μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.

ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΣΤΟΥ ΠΕΡΑΙΑ









Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρναγαν απ' τον τεκέ
ένας είπε απ' την παρέα
πα να πιούμε ένα αργιλέ

Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν τον τεκετζή
φτιάξε ένα αργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί

Δύο τάλαρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα μας γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε

Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες

Πάμε 'κεί στου Κουνελάκη
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες

Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Περαιά Κρεμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στην σπηλιά την κουρελού


Στίχοι: Γιάννης Εϊντζιρίδης, Γιοβάν Τσαούς
Μουσική: Γιάννης Εϊντζιρίδης, Γιοβάν Τσαούς

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Συναυλία των Ταδε στο μικρο Κηποθεατρο





Στο Κηποθέατρο ''Μ. Χατζιδάκις''
(είσοδος απο οδό πλαστήρα)

Παρασκευη 24/8/2012
Στις 21:30




Κιθάρα, Λαούτο Μιχάλης Καλογεράκης
Φωνή Παντελής Καλογεράκης
Αφήγηση Μάνος Πετράκης
Πιάνο Έλενα Ταμιωλάκη


Ηράκλειο Κρήτης 
είσοδος ελεύθερη






Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Cesare Pavese






θά 'ρθει ο θάνατος και θά 'χει τα μάτια σου -
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
από το πρωί ως το βράδυ, ακάματος
σιωπηλός, σαν μια παλιά τύψη
ή ένα παράλογο ελάττωμα. Τα μάτια σου
θα είναι μια λέξη κενή,
μια σιωπηλή κραυγή, μια σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωί
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή και είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Θά 'ρθει ο θάνατος και θά 'χει τα μάτια σου.
Θα είναι σα να σταματάς μια κακή συνήθεια,
σα να βλέπεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ξανά ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν' ακούς ένα κλειστό χείλι.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο σιωπηλοί.

[22 Μαρτίου 1950]

Τη νύχτα που κοιμήθηκες

Ακόμα και η νύχτα σου μοιάζει,
η μακρινή νύχτα που θρηνεί
σιωπηλά, μέσα στα βάθη της καρδιάς,
και τ' άστρα περνάνε κουρασμένα.
Ένα μάγουλο ακουμπάει σ' ένα άλλο μάγουλο -
είναι μια παγερή ανατριχίλα, κάποιος
χτυπιέται και σε παρακαλεί, μονάχος,
σκορπισμένος μέσα σου, στον πυρετό σου.

Η νύχτα υποφέρει και θέλει την αυγή
φτωχή καρδιά που τρέμεις.
Ω πρόσωπο κλειστό, σκοτεινή αγωνία
πυρετέ που πικραίνεις τ' άστρα,
υπάρχει κάποιος που περιμένει την αυγή όπως και συ
ψάχνοντας το πρόσωπό σου στη σιωπή.
Είσαι ξαπλωμένη κάτω από τη νύχτα
σαν ένας κλειστός νεκρός ορίζοντας.
Φτωχή καρδιά που τρέμεις
κάποτε ήσουν η αυγή.

[4 Απριλίου 1950]

Οι γάτες θα το ξέρουν

Ακόμα θα πέφτει η βροχή
στα γλυκά σου λιθόστρωτα
μια σιγανή βροχή
σαν φύσημα ή σαν βήμα.
Ακόμα η αύρα και η αυγή
θ' ανθίζουν απαλά
σαν κάτω από το βήμα σου,
όταν εσύ θα ξαναγυρίζεις.
Ανάμεσα στα λουλούδια και στα πρεβάζια
οι γάτες θα το ξέρουν.

Θά 'ρθουν άλλες μέρες
θά 'ρθουν άλλες φωνές.
Θα χαμογελάς μονάχη σου.
Οι γάτες θα το ξέρουν.
Θ' ακούς λέξεις παλιές
λέξεις κουρασμένες και άδειες
όπως τα παρατημένα ρούχα
της χθεσινής γιορτής.
Θα κάνεις χειρονομίες
θ' απαντάς με λέξεις'
πρόσωπο της άνοιξης
θα κάνεις και συ χειρονομίες.

Οι γάτες θα το ξέρουν,
πρόσωπο της άνοιξης,
και η σιγανή βροχή,
η αυγή με τα χρώματα των υακίνθων
που κομματιάζουν την καρδιά
εκείνου που δεν ελπίζει πλέον σε σένα,
είναι το λυπημένο χαμόγελο
που χαμογελάς μονάχη σου.
Θά 'ρθουν άλλες μέρες,
άλλες φωνές και ξυπνήματα.
Την αυγή θα υποφέρουμε,
πρόσωπο της άνοιξης.

[10 Απριλίου 1950]

Δεν αυτοκτονεί κανείς για τον έρωτα μιας γυναίκας. Αυτοκτονεί διότι ένας έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την αθλιότητά μας, την τρωτότητά μας, το τίποτα.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

«Η κυρία με το σκυλάκι» Άντον Τσέχωφ.




Έλεγαν ότι στην προκυμαία είχε εμφανιστεί ένα καινούργιο πρόσωπο: η κυρία με το σκυλάκι. Ο Ντμίτρης Ντμίτριτς Γκούρωφ ήταν στη Γιάλτα εδώ και δύο εβδομάδες, είχε ήδη εγκλιματιστεί, οπότε άρχισε να ενδιαφέρεται κι αυτός για τα καινούργια πρόσωπα. Μια μέρα που καθόταν στο περίπτερο του Βερνέ, την είδε να περνάει. Ήταν μια νεαρή γυναίκα μετρίου αναστήματος, ξανθιά, με μπερέ, και ξοπίσω της έτρεχε ένα λευκό λουλού.

    Ύστερα τη συναντούσε στο δημοτικό κήπο και στην πλατεία με τα δέντρα, αρκετές φορές την ημέρα. Πάντα περπατούσε μόνη, με τον ίδιο μπερέ και με το λευκό λουλού. Κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και την έλεγαν απλώς η κυρία με το σκυλάκι.
    "Αν είναι εδώ χωρίς τον άντρα της και χωρίς γνωστούς", σκεφτόταν ο Γκούρωφ, "δε θα ήταν άσκοπο να τη γνωρίσω".
    Δεν ήταν ακόμα ούτε σαράντα χρόνων, αλλά είχε ήδη μια δωδεκάχρονη κόρη και δύο γιους στο γυμνάσιο. Τον πάντρεψαν πολύ νέο, όταν ακόμα ήταν δευτεροετής φοιτητής, και τώρα η γυναίκα του φαινόταν μιάμιση φορά μεγαλύτερή του. Ήταν μια γυναίκα ψηλή, με σκούρα φρύδια, στητή, σοβαροφανής και, όπως έλεγε η ίδια, σκεπτόμενη. Διάβαζε πολύ, δε χρησιμοποιούσε στα γράμματά της την παλιά ορθογραφία, τον άντρα της τον έλεγε Ντιμίτρη κι όχι Νμίτρη, κι εκείνος βαθιά μέσα του τη θεωρούσε στενόμυαλη, περιορισμένης αντίληψης και άχαρη. Τη φοβόταν και δεν του πολυάρεσε να μένει στο σπίτι. Από καιρό είχε αρχίσει να την απατάει, την απατούσε συχνά, και ίσως γι' αυτό μιλούσε για τις γυναίκες πάντα με άσχημο τρόπο. Και όταν συζητούσαν γι' αυτές παρουσία του, τις αποκαλούσε "κατώτερη ράτσα".
    Νόμιζε ότι η πικρή πείρα που είχε αποκτήσει του επέτρεπε να τις αποκαλεί όπως ήθελε. Ωστόσο χωρίς αυτή την "κατώτερη ράτσα" δεν μπορούσε να ζήσει ούτε δύο μέρες. Στις αντρικές παρέες ένιωθε πλήξη, στενοχώρια, ήταν σιωπηλός και ψυχρός. Αντίθετα, όταν βρισκόταν ανάμεσα σε γυναίκες αισθανόταν άνετα και ήξερε τι να πει και πώς να συμπεριφερθεί. Ακόμα και το να μένει σιωπηλός του ήταν πιο εύκολο. Στο παρουσιαστικό του, στο χαρακτήρα του, στη φύση του υπήρχε κάτι θελκτικό, κάτι άπιαστο που γοήτευε και τραβούσε τις γυναίκες, και το ήξερε. Αλλά κι αυτόν μια άγνωστη δύναμη τον τραβούσε κοντά τους.
    Οι εμπειρίες του, που στην πραγματικότητα ήταν πικρές, τον είχαν διδάξει από καιρό ότι αυτό που αρχίζει σαν μια ευχάριστη αλλαγή στη ζωή, σαν μια χαριτωμένη περιπετειούλα, για τους έντιμους ανθρώπους εξελίσσεται αναπόφευκτα σε εξαιρετικά πολύπλοκο πρόβλημα, και η κατάσταση στο τέλος γίνεται πολύ δύσκολη. Κι αυτό ίσχυε ιδιαιτέρως για τους βραδυκίνητους και διστακτικούς Μοσχοβίτες. Όμως, σε κάθε καινούργια γνωριμία με μια ελκυστική γυναίκα, η πείρα του Γκούρωφ ξεγλιστρούσε από τη μνήμη του, ήθελε να ζήσει και όλα του φαίνονταν πάλι απλά και διασκεδαστικά.
    Μια φορά, λοιπόν, ένα βραδάκι, εκείνος έτρωγε στον κήπο και η κυρία με τον μπερέ πλησίασε με αργό βήμα για να καθίσει στο πλαϊνό τραπέζι. Η έφρασή της, το περπάτημά της, το φόρεμα, το χτένισμα, όλα φανέρωναν ότι είναι του καλού κόσμου, ότι είναι παντρεμένη, ότι έρχεται για πρώτη φορά στη Γιάλτα, ότι είναι μόνη εδώ και ότι πλήττει... Οι φήμες για τη χαλαρότητα των τοπικών ηθών δεν είχαν μεγάλη δόση αλήθειας, εκείνος δεν τους έδινε σημασία -ήξερε ότι τέτοιου είδους φήμες, στις περισσότερες περιπτώσεις, τις επινοούν άνθρωποι που πολύ ευχαρίστως θα αμάρταναν, αν μπορούσαν. Μα όταν η κυρία κάθισε στο διπλανό τραπέζι, τρία βήματα από κείνον, θυμήθηκε αυτές τις ιστορίες για τις εύκολες κατακτήσεις, για τις εκδρομές στα βουνά... Η σκέψη μιας σύντομης και εφήμερης σχέσης, ενός ειδυλλίου με μιαν άγνωστη γυναίκα, της οποίας δεν ήξερε ούτε το όνομα ούτε το επώνυμο, έγινε ξαφνικά πάρα πολύ ελκυστική.
     Έγνεψε παιχνιδιάρικα στο σκυλάκι και, όταν αυτό πλησίασε, το φοβέρισε κουνώντας απειλητικά το δάχτυλό του. Το σκυλί γρύλισε. Ο Γκούρωφ το ξαναφοβέρισε.
    Η κυρία τον κοίταξε και αμέσως χαμήλωσε το βλέμμα.
    - Δε δαγκώνει, είπε και κοκκίνησε.
     - Μπορώ να του δώσω ένα κόκαλο;
    Και όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, αυτός τη ρώτησε με φιλικό ύφος:
    - Είστε καιρό στη Γιάλτα;
    - Περίπου πέντε ημέρες.
    - Εγώ είμαι ήδη δεύτερη εβδομάδα εδώ.
    Για λίγο δε μίλησε κανείς.
    - Ο καιρός περνάει γρήγορα, αλλά είναι πολύ πληκτικά εδώ! είπε εκείνη αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.
    - Έχει καθιερωθεί να λένε ότι εδώ είναι πληκτικά. Ένας μικροαστός που μένει κάπου στο Μπελιόφ ή στη Ζίντρα  δεν πλήττει, και όταν έρθει εδώ, αρχίζει τα "Αχ, τι πλήξη! Αχ, τι σκόνη!", λες και έχει έρθει από τη Γρανάδα.
    Η κυρία γέλασε. Ύστερα συνέχισαν να τρώνε σιωπηλά, σαν άγνωστοι. Μετά το γεύμα, όμως, περπάτησαν πλάι πλάι και έπιασαν μια παιχνιδιάρικη, ελαφριά κουβεντούλα, κουβέντα ανθρώπων ελεύθερων, ευχαριστημένων, που δεν τους νοιάζει πού θα πάνε και τι θα πούνε. Σεργιάνιζαν και σχολίαζαν το παράξενο φως που είχε η θάλασσα, την απαλή και ζεστή μενεξεδένια απόχρωση που είχε το νερό, και το φεγγάρι που έριχνε πάνω του χρυσές γραμμές. Σχολίαζαν πόση άπνοια έχει μετά από μια ζεστή μέρα. Ο Γκούρωφ της είπε ότι είναι Μοσχοβίτης, ότι έχει σπουδάσει φιλόλογος, αλλά δουλεύει σε τράπεζα. Της είπε ακόμα ότι κάποτε επρόκειτο να τραγουδήσει σε ιδιωτική όπερα, αλλά τα παράτησε, και ότι έχει δύο σπίτια στη Μόσχα... Από εκείνη έμαθε ότι έχει μεγαλώσει στην Πετρούπολη, αλλά παντρεύτηκε στην πόλη Σ., όπου μένει εδώ και δύο χρόνια, και ότι σκοπεύει να μείνει στη Γιάλτα ένα μήνα ακόμα, και αργότερα μπορεί να έρθει και ο σύζυγός της, που κι εκείνος θέλει να ξεκουραστεί. Αλλά δεν μπορούσε να πει πού ακριβώς υπηρετούσε ο σύζυγός της -στο κυβερνείο του νομού ή στην τοπική αυτοδιοίκηση, και αυτή της η αδυναμία φαινόταν αστεία ακόμα και στην ίδια. Τέλος, ο Γκουρώφ έμαθε ότι τη λένε Άννα Σεργκέεβνα.
    Έπειτα, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τη σκεφτόταν. Σκεφτόταν ακόμα ότι αύριο σίγουρα θα την ξανασυναντούσε. Έτσι έπρεπε να γίνει. Όταν έπεφτε για ύπνο, σκέφτηκε ότι εκείνη πριν από λίγο καιρό ήταν ακόμα στο σχολείο και σπούδαζε, όπως η κόρη του τώρα. Θυμήθηκε, επίσης, πόση αβεβαιότητα, πόση αμηχανία είχε το γέλιο της καθώς κουβέντιαζε μ' έναν άγνωστο -μάλλον, πρώτη φορά στη ζωή της έμενε μόνη υπό τέτοιες συνθήκες, που να την ακολουθούν στο δρόμο, να την κοιτούν και να κουβεντιάζουν μαζί της με έναν κρυφό σκοπό, τον οποίο η ίδια δεν μπορεί να μην υποψιαζόταν. Θυμήθηκε το λεπτό, ντελικάτο λαιμό της, τα ωραία γκρίζα της μάτια.
    "Κι όμως, η μορφή της έχει κάτι θλιμμένο", σκέφτηκε πριν τον πάρει ο ύπνος. 

............................

   Είχε περάσει ήδη μια βδομάδα από τη γνωριμία τους. Ήταν μια μέρα γιορτινή. Στα δωμάτια η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, στους δρόμους ο αέρας στροβιλιζόταν, σήκωνε σκόνη, έπαιρνε τα καπέλα από τους περαστικούς. Όλη τη μέρα διψούσαν, και ο Γκούρωφ συχνά πυκνά πήγαινε στο περίπτερο και έφερνε στην Άννα Σεργκέεβνα πότε παγωμένο νερό με σιρόπι και πότε παγωτό. Δεν μπορούσες να σταθείς πουθενά.
    Το βράδυ, όταν ο αέρας έπεσε λίγο, πήγαν στο μόλο να χαζέψουν το ατμόπλοιο που θα ερχόταν. Στην αποβάθρα υπήρχε πολύς κόσμος, είχαν μαζευτεί για να υποδεχτούν κάποιον και κρατούσαν ανθοδέσμες. Εδώ φαίνονταν καθαρά οι δύο ιδιομορφίες της κομψής κοινωνίας της Γιάλτας: οι ηλικιωμένες κυρίες ήταν ντυμένες σαν νεαρές και υπήρχε πληθώρα στρατηγών.
    Λόγω θαλασσοταραχής το ατμόπλοιο έφτασε αργά, ο ήλιος ήδη είχε βασιλέψει, και έκανε πολλή ώρα πριν καταφέρει να προσεγγίσει το μόλο. Η Άννα Σεργκέεβνα κοιτούσε με τα φασαμαίν της το ατμόπλοιο και τους επιβάτες σαν να έψαχνε για γνωστούς, και όταν απευθυνόταν στον Γκούρωφ τα μάτια της έλαμπαν. Μιλούσε πολύ, οι ερωτήσεις της ήταν κοφτές, και αμέσως ξεχνούσε τι ρώτησε. Έπειτα έχασε και τα φασαμαίν της μέσα στον κόσμο.
    Το καλοντυμένο πλήθος διαλυόταν, ήδη τα πρόσωπα δε διακρίνονταν, ο αέρας είχε κοπάσει τελείως. Ο Γκούρωφ και η Άννα Σεργκέεβνα στέκονταν σαν να περίμεναν μήπως κατέβει και κανείς άλλος απ' το πλοίο. Η Άννα Σεργκέεβνα δε μιλούσε πια. Μύριζε τα λουλούδια δίχως να κοιτάζει τον Γκούρωφ.
    - Τώρα που βράδιασε ο καιρός έφτιαξε, είπε ο Γκούρωφ. Πού να πάμε τώρα; Μήπως θα θέλατε να πάμε κάπου έξω από την πόλη;
    Η Άννα Σεργκέεβνα δεν απάντησε.
   Τότε εκείνος την κοίταξε επίμονα και, ξαφνικά, την αγκάλιασε και τη φίλησε στο στόμα. Αισθάνθηκε την ευωδιά και τη δροσιά των λουλουδιών, και την ίδια στιγμή έριξε μια ματιά γύρω, μήπως τον είδε κανείς.
   - Πάμε σε σας... είπε χαμηλόφωνα.
   Κι έφυγαν με γοργά βήματα.
   Στο δωμάτιό της η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, μύριζε έντονα ένα άρωμα που είχε αγοράσει από ένα γιαπωνέζικο μαγαζί. Ο Γκούρωφ την κοίταζε και σκεφτόταν: "Τι περίεργες συναντήσεις που φέρνει η ζωή!" Από το παρελθόν διατηρούσε αναμνήσεις από κάποιες ανέμελες, καλόκαρδες γυναίκες, εύθυμες, ερωτικές, γεμάτες ευγνωμοσύνη για την ευτυχία που τους χάριζε, κι ας ήταν σύντομη. Θυμόταν και κάτι άλλες, όπως για παράδειγμα τη γυναίκα του, που αγαπούσαν χωρίς ειλικρίνεια, όλο περιττά λόγια και καμώματα και υστερίες, μ' ένα ύφος σαν να μην ήταν μόνο αγάπη και πάθος, αλλά κάτι πιο σπουδαίο. Ήταν και άλλες δυο-τρεις, πολύ όμορφες, ψυχρές, που στα πρόσωπά τους ξαφνικά ζωγραφιζόταν μια αρπαχτική έκφραση, μια έντονη επιθυμία να πάρουν, να αρπάξουν από τη ζωή περισσότερα απ' όσα μπορούσε να τους δώσει. Δεν ήταν πια τόσο νέες, ήταν όλο καπρίτσια, παράλογες, δεσποτικές, ανόητες γυναίκες, και όταν ο Γκούρωφ ψυχραινόταν, η ομορφιά τους του προκαλούσε απέχθεια και οι δαντέλες στα εσώρουχά τους του φαίνονταν σαν λέπια.
Όμως τώρα, εδώ, επικρατούσε αυτή η αβεβαιότητα, η αδεξιότητα της άπειρης νεότητας, το αίσθημα της αμηχανίας. Και υπήρχε και μια σύγχυση, σαν ξαφνικά κάποιος να χτύπησε την πόρτα. Η Άννα Σεργκέεβνα, η "κυρία με το σκυλάκι", είχε αντιδράσει πολύ περίεργα μετά το συμβάν, πολύ σοβαρά, σαν αυτό να σηματοδοτούσε τον ξεπεσμό της -έτσι έδειχνε- κάτι που ήταν παράλογο και άτοπο. Τα χαρακτηριστικά της είχαν μαραθεί, και τα μακριά της μαλλιά κρέμονταν θλιμμένα στα πλάγια του προσώπου της. Βυθισμένη σε σκέψεις, έχοντας πάρει μια μελαγχολική στάση, έμοιαζε σαν αμαρτωλή σε παλιό πίνακα.
   - Δεν είναι καλό, είπε. Τώρα, εσείς πρώτος δε θα με σέβεστε.
   Στο τραπέζι υπήρχε ένα καρπούζι. Ο Γκούρωφ έκοψε μια φέτα και άρχισε να τρώει αργά. Πέρασε σχεδόν μισή ώρα στη σιωπή.
   Η Άννα Σεργκέεβνα ήταν συγκινητική, απέπνεε την αγνότητα μιας τίμιας αφελούς γυναίκας, που δεν είχε ζήσει πολλά. Το κερί που έκαιγε στο τραπέζι μόλις που φώτιζε το πρόσωπό της, αλλά φαινόταν τι θύελλα είχε ξεσπάσει στην ψυχή της.
   - Γιατί θα σταματούσα να σε σέβομαι; ρώτησε ο Γκούρωφ. Δεν ξέρεις τι λες.
   - Ας με συγχωρήσει ο Θεός! είπε, και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Είναι τρομερό.
   - Σαν να θέλεις να δικαιολογηθείς.
   - Πώς να δικαιολογηθώ; Είμαι μια αισχρή, μια πρόστυχη γυναίκα, σιχαίνομαι τον εαυτό μου και δεν προσπαθώ να βρω δικαιολογίες. Δεν απάτησα τον άντρα μου, τον εαυτό μου απάτησα. Και όχι μόνο τώρα, από καιρό τον απατώ. Ο άντρας μου, μολονότι είναι ένας τίμιος, καλός άνθρωπος, παραμένει ένας λακές. Δεν έχω ιδέα τι κάνει, που υπηρετεί, ξέρω μονάχα ότι είναι λακές. Όταν τον παντρεύτηκα, ήμουν είκοσι χρονών, με ταλάνιζε η περιέργεια, ήθελα κάτι καλύτερο. Δεν μπορεί, υπάρχει και άλλη ζωή- έλεγα. Ήθελα να ζήσω! Να ζήσω, να ζήσω... Καιγόμουν από περιέργεια... Εσείς δεν το καταλαβαίνετε, αλλά, ορκίζομαι στον Θεό, δεν μπορούσα να συγκρατηθώ, κάτι συνέβαινε με μένα, δε θα με κρατούσε τίποτα, είπα στον άντρα μου ότι είμαι άρρωστη, και ήρθα εδώ... Και εδώ όλο περπατούσα σαν ζαλισμένη, σαν τρελή... Και να που έγινα μια πρόστυχη, μια ελεεινή γυναίκα, ο καθένας μπορεί να με περιφρονεί.
   Ο Γκούρωφ, εδώ και ώρα, έπληττε ακούγοντάς την.Τον ενοχλούσε ο αφελής τόνος, αυτή η μετάνοια, τόσο ξαφνική και τόσο άτοπη. Αν τα μάτια της δεν ήταν δακρυσμένα, θα έλεγε κανείς ότι αστειεύεται ή ότι παίζει θέατρο.
   - Δεν καταλαβαίνω, είπε χαμηλόφωνα. Τι θέλεις;
   Εκείνη έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του και τον αγκάλιασε σφιχτά.
   - Πιστέψτε με, πιστέψτε με, σας εκλιπαρώ... έλεγε. Μου αρέσει η τίμια, αγνή ζωή, μισώ την αμαρτία, ούτε κι εγώ ξέρω τι έκανα. Οι απλοί άνθρωποι λένε: ο διάβολος μ' έβαλε. Κι εγώ μπορώ να πω το ίδιο, ότι μ' έβαλε ο ακατανόμαστος.
   - Φτάνει, φτάνει... έλεγε εκείνος.
   Την κοίταζε στα φοβισμένα της μάτια, τη φιλούσε, μιλούσε σιγανά και χαϊδευτικά. Κι εκείνη σιγά σιγά συνήλθε και ξαναβρήκε το κέφι της και άρχισαν να γελάνε και οι δύο.
   Έπειτα, όταν βγήκαν έξω, στην προκυμαία δεν υπήρχε ψυχή και η πόλη με τα κυπαρίσσια της έμοιαζε νεκρή. Ακουγόταν όμως η θάλασσα που ήταν ακόμα ταραγμένη, και τα κύματα που έσκαγαν με δύναμη στην ακτή. Μια βάρκα κλυδωνιζόταν στα κύματα κι ένα φαναράκι στη βάρκα τρεμόσβηνε νυσταλέα.
   Βρήκαν έναν αμαξά και ξεκίνησαν για την Ορεάντα.
   - Πριν λίγο, κάτω στην είσοδο, έμαθα το επίθετό σου: στον πίνακα γράφει Φον Ντίντεριτς, είπε ο Γκούρωφ. Ο άντρας σου είναι Γερμανός;
   - Όχι, νομίζω ότι ο παππούς του ήταν Γερμανός, αλλά ο ίδιος είναι ορθόδοξος.
   Στην Ορεάντα κάθισαν σ' ένα παγκάκι κοντά στην εκκλησία και κοιτούσαν κάτω τη θάλασσα σιωπηλοί. Η Γιάλτα ίσα που φαινόταν στην πρωινή πάχνη, και στις κορφές των βουνών έστεκαν ακίνητα άσπρα σύννεφα. Στα δέντρα δεν κουνιόταν φύλλο, έσκαγε ο τζίτζικας, και ο μονότονος πνιχτός ήχος της θάλασσας που ακουγόταν από χαμηλά μιλούσε για τη γαλήνη, για τον αιώνιο ύπνο που μας περιμένει. Έτσι ακριβώς ακουγόταν η θάλασσα εκεί κάτω όταν δεν υπήρχε ακόμα ούτε Γιάλτα ούτε Ορεάντα, έτσι ακούγεται και τώρα, κι έτσι ακριβώς -αδιάφορα και πνιχτά- θα ακούγεται κι όταν εμείς δε θα υπάρχουμε πια. Και σ' αυτή την αίσθηση σταθερότητας, απάθειας και αδιαφορίας για τη ζωή και το θάνατο του καθενός μας κρύβεται, ίσως, η εγγύηση της αιώνιας σωτηρίας, της ακατάπαυστης κίνησης της ζωής στη γη, της αέναης τελειότητας. Καθισμένος πλάι στη νεαρή γυναίκα, που την αυγή φαινόταν τόσο όμορφη, ήσυχος και γοητευμένος από το παραμυθένιο περιβάλλον -τη θάλασσα, τα βουνά, τα σύννεφα, τον απέραντο ουρανό- ο Γκούρωφ συνειδητοποιούσε πως, στην πραγματικότητα, αν το συλλογιστεί κανείς, όλα είναι όμορφα στον κόσμο, με εξαίρεση αυτά που σκεφτόμαστε και πράττουμε όταν ξεχνάμε τους ανώτερους σκοπούς της ανθρώπινης ύπαρξης και την αξιοπρέπειά μας.
   Πλησίασε κάποιος -μάλλον φύλακας- τους κοίταξε και έφυγε. Κι αυτή η λεπτομέρεια τους φάνηκε τόσο παράξενη και τόσο όμορφη. Κοίταζαν το ατμόπλοιο από τη Θεοδοσία να έρχεται λουσμένο στο φως της αυγής, με τα φώτα σβηστά.
   - Έχει πάχνη στο χορτάρι, είπε η Άννα Σεργκέεβνα, ύστερα από σιωπή.
   - Ναι. Καιρός να γυρίσουμε.
   Γύρισαν στην πόλη.
   Μετά, κάθε μεσημέρι συναντιόντουσαν στην παραλία, έπαιρναν μαζί πρωινό, γευμάτιζαν, έκαναν βόλτες, θαύμαζαν τη θάλασσα. Εκείνη παραπονιόταν ότι δεν κοιμόταν καλά και ότι η καρδιά της χτυπούσε ανήσυχα. Του έκανε όλο τις ίδιες ερωτήσεις, βασανιζόταν πότε από τη ζήλια της, πότε από το φόβο της μήπως δεν τη σέβεται αρκετά. Και συχνά, στην πλατεία με τα δέντρα ή στον κήπο, όταν δεν υπήρχε ψυχή γύρω, εκείνος τη σφιχταγκάλιαζε ξαφνικά και τη φιλούσε παθιασμένα. Η απόλυτη απραξία, αυτά τα φιλιά μέρα μεσημέρι, με χτυποκάρδι μη τυχόν τους δει κανένα μάτι, η ζέστη, η μυρωδιά της θάλασσας και η μόνιμη παρουσία των αργόσχολων καλοντυμένων χορτασμένων περαστικών σαν να τον είχαν μεταμορφώσει τελείως. Άρχισε να λέει στην Άννα Σεργκέεβνα πόσο όμορφη είναι, πόσο ελκυστική... Έγινε ανυπόμονος, παθιασμένος, δεν έκανε βήμα από κοντά της. Αυτή μελαγχολούσε συχνά και τον προκαλούσε να παραδεχτεί ότι δεν τη σέβεται, ότι δεν την αγαπάει καθόλου, και ότι σ' εκείνη βλέπει μονάχα μια πρόστυχη. Σχεδόν κάθε βράδυ, αργά, πήγαιναν με την άμαξα κάπου έξω από την πόλη, στην Ορεάντα ή στον καταρράχτη. Οι βόλτες αυτές πάντα τους άρεσαν, και οι εντυπώσεις τους κάθε φορά ήταν το ίδιο υπέροχες και μεγαλειώδεις.
   Περίμεναν ότι θα έρθει ο άντρας της. Όμως ήρθε γράμμα του, στο οποίο παραπονιόταν ότι υπέφερε από τα μάτια του, και ικέτευε τη γυναίκα του να γυρίσει το γρηγορότερο δυνατόν. Η Άννα Σεργκέεβνα έσπευσε να φύγει.
   - Καλύτερα που φεύγω, έλεγε στον Γκούρωφ. Έτσι το θέλησε η μοίρα.
   Έφυγε με άμαξα, κι εκείνος τη συνόδεψε. Ταξίδευαν ολόκληρη μέρα. Όταν εκείνη επιβιβάστηκε στο βαγόνι της ταχείας και το τραίνο σφύριξε για δεύτερη φορά, είπε:
   - Αφήστε με να σας κοιτάξω άλλη μια φορά... Να σας κοιτάξω άλλη μια φορά. Να, έτσι.
   Δεν έκλαιγε, αλλά τον κοιτούσε θλιμμένα σαν να ήταν άρρωστη, και τα χείλη της έτρεμαν.
   - Θα σας σκέφτομαι... θα σας θυμάμαι, έλεγε. Ο Θεός μαζί σας, μείνετε λίγο. Μη μου κρατάτε κακία. Χωρίζουμε για πάντα, αυτό είναι το σωστό, αφού δεν έπρεπε να συναντηθούμε καθόλου. Λοιπόν, ο Θεός μαζί σας.
   Η αμαξοστοιχία έφυγε γρήγορα, τα φώτα της χάθηκαν και, μετά από ένα λεπτό, ούτε το αγκομαχητό της δεν ακουγόταν πια, σαν να είχαν συνωμοτήσει όλα εναντίον τους, για να τερματίσουν απότομα αυτή τη γλυκιά αλλοφροσύνη, αυτή την τρέλα. Μόνος πια στην πλατφόρμα,κοιτάζοντας μακριά μες στο σκοτάδι, ο Γκούρωφ άκουγε τους γρύλους και το βουητό των τηλεγραφικών συρμάτων με μια αίσθηση σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Και σκεφτόταν ότι, να, στη ζωή του είχε άλλη μια περιπέτεια, άλλη μια ιστορία που τελείωσε, και τώρα έμενε μόνο ως ανάμνηση. Ήταν συγκινημένος, λυπημένος, και ένιωθε μια ελαφριά μεταμέλεια. Αυτή η νεαρή γυναίκα, την οποία μάλλον δε θα ξανάβλεπε ποτέ, δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί του. Εκείνος ήταν διαχυτικός και εγκάρδιος μαζί της, αλλά στη συμπεριφορά του, στο ύφος και στα χάδια του διαφαινόταν σαν σκιά μια ελαφριά ειρωνεία, η αγενής υπεροψία ενός ευτυχισμένου άντρα, που είχε και τα διπλά της χρόνια. Εκείνη συνεχώς τον έλεγε καλό, υπέροχο, ανώτερο άνθρωπο. Ήταν ολοφάνερο ότι της φαινόταν άλλος απ' ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Έτσι, άθελά του, την κορόιδευε...
   Εδώ στο σταθμό, μύριζε ήδη φθινόπωρο, η βραδιά ήταν δροσερή.
   "Ώρα να φεύγω κι εγώ προς το βορρά", σκεφτόταν ο Γκούρωφ καθώς απομακρυνόταν από την πλατφόρμα. "Ώρα να φεύγω!"

..............................

   Στο σπίτι του, στη Μόσχα, όλα ήταν έτοιμα για το χειμώνα. Είχαν ανάψει τις σόμπες και τα πρωινά, όταν τα παιδιά ετοιμάζονταν για το γυμνάσιο και έπιναν τσάι, ήταν σκοτεινά και η νταντά άναβε για λίγο το φως. Είχε ήδη αρχίσει η παγωνιά. Όταν πέφτει το πρώτο χιόνι, την πρώτη μέρα βγαίνουν τα έλκηθρα και είναι ωραίο να βλέπεις την κάτασπρη γη, τις λευκές στέγες... Ανασαίνεις απαλά, υπέροχα, και τότε θυμάσαι τα νεανικά σου χρόνια. Οι γέρικες φλαμουριές και οι σημύδες, κατάλευκες από την πάχνη, έχουν μια αγαθή έκφραση, σου είναι πιο οικείες από τα κυπαρίσσια και τους φοίνικες, και κοντά τους δε θέλεις να σκέφτεσαι τα βουνά και τη θάλασσα.
   Ο Γκούρωφ ήταν Μοσχοβίτης. Επέστρεψε, λοιπόν, στη Μόσχα μια λαμπερή, παγωμένη μέρα και, όταν φόρεσε τη γούνα και τα ζεστά του γάντια και έκανε βόλτα στην Πετρόφκα, και όταν το σαββατόβραδο άκουσε να χτυπούν οι καμπάνες, το πρόσφατο ταξίδι του και τα τοπία που επισκέφτηκε έχασαν γι' αυτόν όλη τους τη μαγεία. Σιγά σιγά βυθίστηκε πάλι στη μοσχοβίτικη ζωή, διάβαζε μανιωδώς τρεις εφημερίδες την ημέρα, αν και έλεγε ότι δε διαβάζει τις μοσχοβίτικες εφημερίδες για λόγους αρχής. Τον τραβούσαν πάλι τα εστιατόρια, οι λέσχες, τα επίσημα γεύματα, οι γιορτές, και τον κολάκευε το γεγονός ότι στο σπίτι του σύχναζαν διάσημοι δικηγόροι και καλλιτέχνες, και στην ιατρική λέσχη έπαιζε χαρτιά με καθηγητές. Ήδη μπορούσε να φάει μια ολόκληρη μερίδα γιαχνί στο τηγάνι...
   Νόμιζε ότι, πριν περάσει μήνας, η Άννα Σεργκέεβνα θα χανόταν σιγά σιγά από τη μνήμη του, και ότι θα την έβλεπε μόνο στο όνειρό του καμιά φορά, μ' εκείνο το συγκινητικό χαμόγελο, όπως έβλεπε και τις άλλες. Όμως ο μήνας είχε περάσει προ πολλού, ήρθε η βαρυχειμωνιά, και στη μνήμη του όλα ήταν τόσο ζωντανά, σαν να είχε αποχαιρετήσει την Άννα Σεργκέεβνα μόλις χθες. Και οι αναμνήσεις φούντωναν όλο και περισσότερο.Όταν μες στη βραδινή ησυχία, στο γραφείο του, ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που διάβαζαν τα μαθήματά τους, ή όταν άκουγε μια ρομάντζα είτε κάποιο μουσικό όργανο στο εστιατόριο, ή όταν άκουγε από την καμινάδα το βουητό της χιονοθύελλας, τότε επανέρχονταν ξαφνικά στη μνήμη του όλα: όσα συνέβησαν στο μόλο, η πρωινή ομίχλη στα βουνά, το ατμόπλοιο από τη Θεοδοσία, τα φιλιά... Για ώρα έκοβε βόλτες στο δωμάτιο και θυμόταν και χαμογελούσε. Και ύστερα οι αναμνήσεις μεταμορφώνονταν σε όνειρα, και το παρελθόν στη φαντασία του μπερδευόταν με τα μελλούμενα. Την Άννα Σεργκέεβνα δεν την έβλεπε μόνο στα όνειρά του, αλλά τον ακολουθούσε παντού σαν σκιά και τον παρακολουθούσε. Έκλεινε τα μάτια και την έβλεπε ολοζώντανη, και του φαινόταν ακόμη πιο όμορφη, πιο νέα, πιο τρυφερή απ' ό,τι ήταν. Και τον εαυτό του τον έβλεπε καλύτερο απ' ό,τι ήταν τότε, στη Γιάλτα. Τα βράδια τον κοιτούσε από τη βιβλιοθήκη, από το τζάκι, από τη γωνία. Άκουγε την ανάσα της, το τρυφερό θρόισμα της φούστας της. Στο δρόμο το βλέμμα του ακολουθούσε τις γυναίκες, έψαχνε μήπως και της έμοιαζε καμιά...
   Και άρχισε να τον βασανίζει η λαχτάρα να μοιραστεί με κάποιον τις αναμνήσεις του. Αλλά στο σπίτι δεν μπορούσε να μιλήσει για τον έρωτά του, και, εκτός σπιτιού, δεν είχε κανέναν δικό του. Δε θα το έλεγε, βέβαια, στην οικογένειά του ή στους τραπεζικούς. Και για τι πράγμα να μιλούσε; Είχε αγαπήσει, μήπως, τότε; Μήπως υπήρχε κάτι όμορφο, ποιητικό ή διδακτικό ή, έστω, ενδιαφέρον στις σχέσεις του με την Άννα Σεργκέεβνα; Έτσι ήταν αναγκασμένος να μιλάει αόριστα για τον έρωτα, για τις γυναίκες, και κανένας δεν μπορούσε να μαντέψει περί τίνος επρόκειτο. Μονάχα η γυναίκα του ανασήκωνε τα σκούρα της φρύδια και έλεγε: "Ντιμίτρι, δεν σου πάει καθόλου ο ρόλος του δανδή".
   Ένα βράδυ, βγαίνοντας από την Ιατρική Λέσχη μ' έναν συμπαίκτη του, δημόσιο υπάλληλο, ο Γκούρωφ δε βάσταξε πια και είπε: "Στη Γιάλτα γνώρισα μια πολύ γοητευτική γυναίκα!".
   Ο δημόσιος υπάλληλος μπήκε στο έλκηθρο και ξεκίνησε, αλλά ξαφνικά γύρισε και φώναξε:
   - Ντιμίτρι Ντιμίτριτς!
   - Τι έγινε;
   - Απόψε είχατε δίκιο: ο οξύρρυγχος μύριζε!
   Αυτά τα λόγια, τα τόσο συνηθισμένα, για κάποιο άγνωστο λόγο ξαφνικά εξόργισαν τον Γκούρωφ, του φάνηκαν ταπεινωτικά, βρόμικα. Τι βάρβαρα ήθη, τι πρόσωπα! Τι ανούσιες νύχτες, τι αδιάφορες, ασήμαντες ημέρες! Η μανία με τα χαρτιά, η λαιμαργία, το μεθύσι, οι κουβέντες συνέχεια για τα ίδια και τα ίδια. Οι άχρηστες δουλειές και οι επαναλαμβανόμενες συζητήσεις καταλαμβάνουν το καλύτερο μέρος του χρόνου, απομυζούν τις δυνάμεις μας και, στο τέλος, μας μένει μια ζωή κουτσουρεμένη, χωρίς φτερά, ένα κενό. Και είναι αδύνατον να ξεφύγεις και να τρέξεις μακριά, σαν να είσαι στο τρελοκομείο ή στη φυλακή!
   Ο Γκούρωφ δεν κοιμήθηκε όλη νύχτα και εκνευρίστηκε. Και μετά, όλη τη μέρα την πέρασε με πονοκέφαλο. Και τις επόμενες νύχτες κοιμόταν ανήσυχα, όλο ανακάθιζε στο κρεβάτι και σκεφτόταν ή έκοβε βόλτες πάνω-κάτω. Είχε βαρεθεί τα παιδιά, και την τράπεζα την είχε βαρεθεί, δεν ήθελε να πάει πουθενά ούτε να μιλήσει σε κανένα.
   Το Δεκέμβριο, στις γιορτές, ετοίμασε τις βαλίτσες του, είπε στη γυναίκα του ότι πηγαίνει στην Πετρούπολη για την υπόθεση ενός νεαρού -και έφυγε για την πόλη Σ. Γιατί; Ούτε ο ίδιος δεν το ήξερε καλά καλά. Ήθελε μόνο να δει την Άννα Σεργκέεβνα και να μιλήσει μαζί της, να τη συναντήσει κρυφά, αν ήταν δυνατόν.
   Έφτασε στην πόλη Σ. το πρωί, και στο ξενοδοχείο έπιασε το καλύτερο δωμάτιο, όπου όλο το πάτωμα ήταν στρωμένο με γκρίζα στρατιωτική τσόχα και στο τραπέζι υπήρχε ένα μελανοδοχείο, γκρίζο από τη σκόνη, μ' έναν καβαλάρη στο άλογό του, που κρατούσε στο χέρι το καπέλο του και δεν είχε κεφάλι. Ο θυρωρός τού έδωσε τις σχετικές πληροφορίες: Ο φον Ντίντεριτς έμενε στην οδό Στάρο-Γκοντσάρναγια, σε ιδιόκτητο σπίτι που ήταν κοντά στο ξενοδοχείο, ζούσε καλά, με μεγάλες ανέσεις, είχε δικά του άλογα και ήταν πασίγνωστος στην πόλη. Ο θυρωρός πρόφερε το επώνυμό του έτσι: Ντρίδιριτς.
   Ο Γκούρωφ, χωρίς βιασύνη, πήγε στην οδό Στάρο-Γκοντσάρναγια και βρήκε το σπίτι. Το περιτριγύριζε ένας φράχτης γκρίζος, μακρύς, με σιδερένια κάγκελα.
   "Από έναν τέτοιο φράχτη δύσκολα θα μπορούσε να το σκάσει κανείς", σκεφτόταν ο Γκούρωφ, κοιτάζοντας πότε τα παράθυρα και πότε το φράχτη.
   Σκεφτόταν ότι εκείνη την ημέρα ήταν αργία και ο άντρας της μάλλον θα ήταν στο σπίτι. Ούτως ή άλλως θα ήταν αδιακρισία εκ μέρους του να την επισκεφτεί και να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Αν της έστελνε σημείωμα, μπορεί να έπεφτε στα χέρια του συζύγου και τότε θα χάλαγαν όλα. Το καλύτερο θα ήταν να περιμένει την κατάλληλη ευκαιρία. Και όλο περπατούσε στο δρόμο, κοντά στο φράχτη, και περίμενε αυτή την ευκαιρία. Είδε να μπαίνει από την πύλη ένας ζητιάνος και να του ορμούν τα σκυλιά και μετά από μια ώρα άκουσε να παίζουν πιάνο, και οι ήχοι έφταναν αδύνατοι, ασαφείς. Πρέπει να έπαιζε η Άννα Σεργκέεβνα. Ξαφνικά, η πόρτα της κύριας εισόδου άνοιξε και βγήκε έξω μια γριούλα. Πίσω της έτρεχε το γνωστό λευκό λουλού. Ο Γκούρωφ θέλησε να φωνάξει το σκυλί, αλλά η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή, και απ' την ταραχή του δεν μπόρεσε να θυμηθεί το όνομα του σκυλιού.
   Συνέχισε να περπατάει, κι όλο και περισσότερο μισούσε το γκρίζο φράχτη. Σκεφτόταν θυμωμένος ότι η Άννα Σεργκέεβνα θα τον είχε ξεχάσει και, πιθανόν, θα διασκέδαζε ήδη με άλλον, πράγμα που θα ήταν πολύ φυσικό για μια νέα γυναίκα που είναι αναγκασμένη να βλέπει από το πρωί ως το βράδυ αυτόν τον καταραμένο φράχτη. Γύρισε πίσω στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα καθόταν στον καναπέ μην ξέροντας τι να κάνει. Ύστερα γευμάτισε και κοιμήθηκε αρκετή ώρα.
   "Όλ' αυτά είναι τόσο ανόητα και ενοχλητικά", σκέφτηκε μόλις ξύπνησε και κοίταξε τα σκοτεινά παράθυρα: είχε νυχτώσει κιόλας. "Να που κοιμήθηκα, άγνωστο γιατί. Τι θα κάνω τώρα που νύχτωσε;"
   Καθόταν στο κρεβάτι, πάνω σ' ένα φτηνό γκρίζο πάπλωμα σαν του νοσοκομείου και, θυμωμένος, ξεσπούσε στον εαυτό του:
   "Ιδού η κυρία με το σκυλάκι... Ιδού και η περιπέτειά σου... Καλά να πάθεις, κάθισε τώρα εδώ".
   Το πρωί, στο σταθμό, του είχε τραβήξει την προσοχή μια αφίσα με τεράστια γράμματα: θα ανέβαζαν για πρώτη φορά την Γκέισα. Το θυμήθηκε και πήγε στο θέατρο.
  "Είναι πολύ πιθανόν να πηγαίνει στις πρεμιέρες", σκέφτηκε.
   Το θέατρο ήταν γεμάτο. Κι εδώ, όπως και σε όλα τα επαρχιακά θέατρα, πάνω από το πολύφωτο υπήρχε ένα σύννεφο καπνού και ο εξώστης έδινε το παρόν με πολύ θόρυβο. Στην πρώτη σειρά, πριν αρχίσει η παράσταση, στέκονταν οι ντόπιοι δανδήδες με τα χέρια πίσω. Κι εδώ, στο θεωρείο των επισήμων, στην πρώτη θέση καθόταν η κόρη του κυβερνήτη φορώντας γούνινη εσάρπα. Ο κυβερνήτης κρυβόταν σεμνά πίσω από την κουρτίνα -μόνο τα χέρια του φαίνονταν. Η αυλαία σάλευε και οι μουσικοί κούρδιζαν τα όργανα για πολλή ώρα. Όλο το διάστημα που έμπαιναν οι θεατές και κάθονταν στις θέσεις τους, ο Γκούρωφ, με αχόρταγο βλέμμα, έψαχνε γύρω του.
   Μπήκε και η Άννα Σεργκέεβνα. Κάθισε στην τρίτη σειρά, κι όταν την είδε, η καρδιά του σφίχτηκε και ένιωσε ότι γι' αυτόν τώρα πια δεν υπήρχε σ' όλο τον κόσμο άνθρωπος πιο οικείος, πιο ακριβός και πιο σημαντικός από εκείνη. Εκείνη, χαμένη στο επαρχιώτικο πλήθος, μια μικροκαμωμένη γυναίκα με φτηνά φασαμαίν στο χέρι, γέμιζε τώρα όλη του τη ζωή, ήταν ο καημός του, η χαρά του, η μοναδική ευτυχία που επιθυμούσε για τον εαυτό του. Και κάτω απ' τους ήχους της κακής ορχήστρας, των πανάθλιων, χυδαίων βιολιών, σκεφτόταν: τι όμορφη που είναι. Σκεφτόταν και έκανε όνειρα.
  Μαζί με την Άννα Σεργκέεβνα μπήκε και κάθισε πλάι της ένας νεαρός άντρας με μικρές φαβορίτες, πολύ ψηλός, σχεδόν καμπούρης. Σε κάθε βήμα κουνούσε το κεφάλι και έμοιαζε σαν να υποκλινόταν συνέχεια. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο άντρας της, τον οποίον τότε, στη Γιάλτα, σ' ένα ξέσπασμα πίκρας και θυμού τον είχε αποκαλέσει λακέ. Και όντως, το κυρτό του σώμα, οι φαβορίτες του, η μικρή του φαλάκρα θύμιζαν κάτι από ταπεινό λακέ. Χαμογελούσε γλυκά και στην μπουτονιέρα του λαμποκοπούσε κάποιο επιστημονικό σήμα, ακριβώς σαν νούμερο λακέ.
   Στο πρώτο διάλειμμα ο σύζυγος βγήκε να καπνίσει κι εκείνη έμεινε στην πολυθρόνα της. Ο Γκούρωφ, που καθόταν επίσης στην πλατεία, την πλησίασε και είπε με τρεμάμενη φωνή, προσπαθώντας να χαμογελάσει:
   - Χαίρετε...
   Εκείνη τον κοίταξε και πάνιασε. Τον ξανακοίταξε με τρόμο, μην πιστεύοντας στα μάτια της, και έσφιξε δυνατά στα χέρια της τη βεντάλια και τα φασαμαίν, παλεύοντας φανερά να μη χάσει τις αισθήσεις της. Και οι δύο σιωπούσαν. Εκείνη καθόταν, εκείνος στεκόταν όρθιος, φοβισμένος από την αμηχανία της, και δεν τολμούσε να καθίσει πλάι της. Ξαφνικά ακούστηκαν τα βιολιά και τα φλάουτα που τα κούρδιζαν. Τρόμαξαν και οι δύο, τους φαινόταν σαν να τους κοιτούσαν απ' όλα τα θεωρεία. Μετά εκείνη σηκώθηκε και πήγε γρήγορα προς την έξοδο. Εκείνος την ακολούθησε και προχωρούσαν και οι δυο τους σαν χαμένοι στους διαδρόμους, ανέβαιναν και κατέβαιναν σκάλες, και μπροστά στα μάτια τους πηγαινοέρχονταν άνθρωποι με στολές δικαστικών, καθηγητών και άλλες στολές -όλοι με διακριτικά σήματα στο πέτο. Έβλεπαν τις κυρίες, τις γούνες στις κρεμάστρες, έκανε ρεύμα και έφερνε τη μυρωδιά από τ' αποτσίγαρα. Κι ο Γκούρωφ, που η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, σκεφτόταν: "Ω, Θεέ μου! προς τι αυτοί οι άνθρωποι, αυτή η ορχήστρα;"
   Και την ίδια στιγμή, ξαφνικά, θυμήθηκε εκείνο το βράδυ στο σταθμό που συνόδευε την Άννα Σεργκέεβνα και έλεγε στον εαυτό του ότι όλα τελείωσαν και ότι δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ. Πόσο μακριά ήταν ακόμα το τέλος!
   Στη στενή, σκοτεινή σκάλα που έγραφε "Είσοδος στο Αμφιθέατρο", εκείνη σταμάτησε.
   - Πώς με τρομάξατε! είπε βαριανασαίνοντας, κατάχλωμη ακόμα, σοκαρισμένη. Ω, πώς με τρομάξατε! Παρά λίγο να πεθάνω. Γιατί ήρθατε; Γιατί;
   - Μα καταλάβετε, Άννα, καταλάβετέ με... είπε εκείνος βιαστικά, ψιθυρίζοντας. Σας εκλιπαρώ, καταλάβετε...
   Εκείνη τον κοιτούσε με φόβο, με ικεσία, με αγάπη, τον κοιτούσε επίμονα για να συγκρατήσει στη μνήμη της καλύτερα τα χαρακτηριστικά του.
   - Υποφέρω τόσο πολύ! συνέχισε μην ακούγοντας τι έλεγε εκείνος. Όλο τον καιρό μόνο εσάς σκεφτόμουν, ζούσα με τις σκέψεις μου για σας. Και ήθελα να ξεχάσω, να ξεχάσω -μα, γιατί ήρθατε;
   Πιο ψηλά, στο πλατύσκαλο, δυο γυμνασιόπαιδα κάπνιζαν και κοίταζαν κάτω, αλλά τον Γκούρωφ δεν τον ένοιαζε, αγκάλιασε σφιχτά την Άννα Σεργκέεβνα και άρχισε να τη φιλάει στο πρόσωπο, στα μάγουλα, στα χέρια.
   - Μα, τι κάνετε, τι κάνετε! είπε εκείνη τρομαγμένη, σπρώχνοντάς τον. Εμείς οι δυο έχουμε τρελαθεί. Φύγετε σήμερα κιόλας, φύγετε τώρα αμέσως... Σας εξορκίζω σ' ό,τι έχετε ιερό, σας εκλιπαρώ... Κάποιοι έρχονται!
   Κάποιος ανέβαινε τη σκάλα.
   - Πρέπει να φύγετε... συνέχισε να ψιθυρίζει η Άννα Σεργκέεβνα. Ακούστε, Ντμίτρι Ντμίτρεβιτς! Θα έρθω στη Μόσχα. Ποτέ δεν ήμουν ευτυχισμένη, τώρα είμαι δυστυχισμένη και ποτέ, ποτέ δε θα γίνω ευτυχισμένη, ποτέ! Μη με κάνετε να υποφέρω πιο πολύ! Ορκίζομαι, θα έρθω στη Μόσχα. Αλλά τώρα πρέπει να χωρίσουμε! Αγαπημένε μου, καλέ μου, ακριβέ μου, ας χωρίσουμε!
   Του ' σφιξε το χέρι και άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα, γυρνώντας συνεχώς να τον κοιτάξει, και στα μάτια της φαινόταν ότι, πραγματικά, δεν ήταν ευτυχισμένη... Ο Γκούρωφ στάθηκε για λίγο και, όταν όλα ησύχασαν, βρήκε την κρεμάστρα του, πήρε το παλτό του και έφυγε από το θέατρο.

..............................

   Η Άννα Σεργκέεβνα άρχισε να έρχεται στη Μόσχα για να τον βλέπει. Κάθε δυο-τρεις μήνες έφευγε από την πόλη Σ., προφασιζόμενη ότι πάει να συμβουλευτεί τον καθηγητή για τα γυναικολογικά της -και ο άντρας της την πίστευε και δεν την πίστευε. Φτάνοντας στη Μόσχα, κατέλυε στο ξενοδοχείο "Σλαβική Αγορά" και αμέσως έστελνε στον Γκούρωφ έναν άνθρωπο με κόκκινο σκούφο. Ο Γκούρωφ την επισκεπτόταν, και κανείς στη Μόσχα δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό.
   Μια φορά, πήγαινε, ως συνήθως, να τη συναντήσει. Ήταν ένα χειμωνιάτικο πρωί (ο απεσταλμένος είχε έρθει το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν τον βρήκε στο σπίτι). Μαζί του ήταν και η κόρη του, ήθελε να τη συνοδέψει στο γυμνάσιο που τύχαινε να βρίσκεται στο δρόμο του. Έπεφτε χοντρό, υγρό χιόνι.
   - Τώρα έχουμε τρεις βαθμούς πάνω από το μηδέν κι όμως πέφτει χιόνι, έλεγε ο Γκούρωφ στην κόρη του. Αλλά, αυτή η θερμοκρασία υπάρχει μόνο στην επιφάνεια της γης, στα υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας έχουμε τελείως διαφορετική θερμοκρασία.
   - Μπαμπά, γιατί το χειμώνα δεν έχουμε βροντές;
   Της το εξήγησε κι αυτό. Μιλούσε και σκεφτόταν ότι να, πηγαίνει σε ραντεβού και δεν το ξέρει κανείς και, πιθανόν, δε θα το μάθει ποτέ κανείς. Είχε τώρα δυο ζωές: μια φανερή, που την έβλεπαν και τη γνώριζαν όλοι όσοι έπρεπε να τη γνωρίζουν, γεμάτη από συμβατική αλήθεια και συμβατικά ψέματα, ίδια με τις ζωές των γνωστών και φίλων του. Και μια άλλη, που κυλούσε μυστικά. Και από κάποια περίεργη συγκυρία, ίσως και τυχαία, όλα όσα ήταν σημαντικά, ενδιαφέροντα και απαραίτητα γι' αυτόν, όλα εκείνα για τα οποία ήταν ειλικρινής και δεν έλεγε ψέματα στον εαυτό του, όλα όσα αποτελούσαν την πεμπτουσία της ζωής του, όλα, γίνονταν κρυφά από τους άλλους. Και τα υπόλοιπα, τα ψεύδη, το κατασκεύασμα πίσω από το οποίο κρυβόταν για να μην αποκαλύψει την αλήθεια, όπως για παράδειγμα η υπηρεσία του στην τράπεζα, οι συζητήσεις στη λέσχη, η "κατώτερη ράτσα" του, οι εμφανίσεις με τη γυναίκα του στις επετείους -όλα αυτά ήταν φανερά. Και έκρινε και τους άλλους με γνώμονα τη δική του ζωή: δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, και πάντα υποψιαζόταν ότι ο καθένας κάτω από το μυστικό πέπλο, κάτω από το πέπλο της νύχτας, έκρυβε την αληθινή του, την πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Κάθε ύπαρξη συνδέεται με κάτι μυστικό, και, ίσως, εν μέρει γι' αυτό κάθε πολιτισμένος άνθρωπος αγωνιά να διασφαλίσει τα προσωπικά του μυστικά.
   Αφού συνόδεψε την κόρη του στο γυμνάσιο, ο Γκούρωφ πήγε στη "Σλαβική Αγορά". Έβγαλε τη γούνα του κάτω, ανέβηκε τη σκάλα και χτύπησε σιγανά την πόρτα. Η Άννα Σεργκέεβνα, ντυμένη με το αγαπημένο του γκρίζο φόρεμα, κουρασμένη από το ταξίδι και την αναμονή, τον περίμενε από το προηγούμενο βράδυ. Ήταν χλωμή, τον κοίταξε χωρίς να χαμογελάσει και, μόλις μπήκε, ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Το φιλί τους ήταν ατέλειωτο, σαν να είχαν να ιδωθούν χρόνια.
   - Λοιπόν, πώς περνάς εκεί; ρώτησε εκείνος. Τι νέα;
   - Στάσου, θα σου πω ... Δεν μπορώ.
   Δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί έκλαιγε. Του γύρισε την πλάτη κι έφερε το μαντίλι της στα μάτια.
   "Ας κλάψει λίγο, εν τω μεταξύ εγώ θα καθίσω", σκέφτηκε εκείνος και κάθισε στην πολυθρόνα.
   Ύστερα χτύπησε το κουδούνι και είπε να του φέρουν τσάι. Όση ώρα έπινε το τσάι του, εκείνη στεκόταν όρθια, κοιτώντας προς το παράθυρο... Έκλαιγε από συγκίνηση, από τη θλιβερή διαπίστωση ότι η ζωή τους είχε διαμορφωθεί με τόσο λυπηρό τρόπο. Βλέπονταν μόνο μυστικά, κρύβονταν από τους ανθρώπους σαν να ήταν κλέφτες! Η ζωή τους είχε καταστραφεί.
   - Φτάνει, σώπασε πια! της είπε.
   Για εκείνον ήταν ολοφάνερο ότι η αγάπη τους είχε ακόμα πολύ δρόμο μέχρι να τελειώσει -άγνωστο πότε θα τελείωνε. Η Άννα Σεργκέεβνα δενόταν μαζί του όλο και περισσότερο, τον λάτρευε, και θα ήταν αδιανόητο να της πει ότι όλα αυτά μπορεί να τελειώσουν κάποτε. Και ούτε που θα μπορούσε να το πιστέψει.
  Την πλησίασε και την έπιασε από τους ώμους, να τη χαϊδέψει, να αστειευτεί. Κι εκείνη τη στιγμή είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη.
   Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Και του φάνηκε παράξενο που γέρασε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, που ασχήμυνε τόσο. Οι ώμοι που ακουμπούσαν τα χέρια του ήταν ζεστοί και έτρεμαν. Ένιωσε συμπόνια γι' αυτή τη ζωή που ήταν ακόμα τόσο θερμή και όμορφη, αλλά, πιθανόν, βρισκόταν κι εκείνη κοντά στο να αρχίσει να θαμπώνει και να μαραίνεται όπως η δική του. Για ποιο λόγο να τον αγαπάει τόσο; Οι γυναίκες πάντα τον έβλεπαν αλλιώς απ' ό,τι ήταν, και αγαπούσαν σ' αυτόν, όχι τόσο τον ίδιο, αλλά τον άνθρωπο που έπλαθε η φαντασία τους, τον οποίο αναζητούσαν με αγωνία στη ζωή τους. Και μετά, όταν ανακάλυπταν το λάθος τους, πάλι τον αγαπούσαν. Και καμία τους δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί του. Ο καιρός περνούσε, εκείνος έκανε γνωριμίες, δημιουργούσε δεσμούς, χώριζε, μα ούτε μια φορά δεν είχε αγαπήσει. Ένιωθε ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός από αγάπη.
   Και μόνο τώρα που άσπριζαν τα μαλλιά του, τώρα αγάπησε όπως πρέπει, αληθινά -για πρώτη φορά στη ζωή του.
  Η Άννα Σεργκέεβνα κι εκείνος αγαπούσαν ο ένας τον άλλο, όπως αγαπιούνται πολύ οικεία, συγγενικά πρόσωπα, όπως τα αντρόγυνα, όπως οι στενοί φίλοι. Πίστευαν ότι η μοίρα τούς προόριζε τον ένα για τον άλλον, και ήταν αδιανόητο να είναι παντρεμένοι με άλλους. Σαν να ήταν δύο αποδημητικά πουλιά, αρσενικό και θηλυκό, που τα έπιασαν και τ' ανάγκασαν να ζουν σε χωριστά κλουβιά. Συγχωρούσαν ο ένας τον άλλον για όλα όσα τους έκαναν να ντρέπονται από το παρελθόν τους, συγχωρούσαν τα πάντα στο παρόν. Και ένιωθαν ότι αυτή η αγάπη τούς είχε αλλάξει και τους δύο.
   Παλιά, σε στιγμές θλίψης, ο Γκούρωφ παρηγορούσε τον εαυτό του με οποιεσδήποτε σκέψεις τού περνούσαν από το μυαλό. Τώρα δεν είχε καιρό για σκέψεις, ένιωθε μια βαθιά συμπόνια, ήθελε να είναι ειλικρινής, τρυφερός...
   - Φτάνει, καλή μου, έλεγε, έκλαψες - φτάνει... Ας μιλήσουμε τώρα, ας σκεφτούμε κάτι.
   Ύστερα μίλησαν για πολλή ώρα, έκαναν σχέδια πώς να απαλλαγούν από την ανάγκη να κρύβονται, να ζουν σε διαφορετικές πόλεις, να μην βλέπονται για καιρό. Πώς μπορούσαν να ελευθερωθούν απ' αυτά τα απαίσια δεσμά;
   - Πώς; Πώς; αναρωτιόταν εκείνος, πιάνοντας το κεφάλι του. Πώς;
   Και φαινόταν ότι λίγο ακόμα, και η λύση θα βρεθεί, και τότε θα αρχίσει μια καινούργια καταπληκτική ζωή. Και ήταν ολοφάνερο και για τους δυο ότι το τέλος ήταν ακόμα μακριά, πολύ μακριά, και ότι το πιο πολύπλοκο, το πιο δύσκολο μόλις άρχιζε...
(1899)


(μτφ. Ολέγ Τσυμπένκο, Μζία Εμπραλίτζε)

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Ὀδυσσέας Ἐλύτης



Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.




Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Μάνος Χατζιδάκις






Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία.
 Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.
Ενώ τα πουλιά… Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.
Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ’ αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον… νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ’ αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.
Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.
(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).
Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος.Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.
Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).
Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι’ αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.
Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.
Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα Μ.Μ.Ε. ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.
Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.
Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη.Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.
Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος.

(Κείμενο του συνθέτη Μάνου Χατζιδάκι για το νεοναζισμό και τον εθνικισμό που έγραψε τον Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του, το οποίο  είχε δημοσιευτεί στο πρόγραμμα αντιναζιστικής συναυλίας που είχε δώσει η Ορχήστρα των Χρωμάτων με έργα Βάιλ, Λίστ και Μπάρτον. Το ίδιο κείμενο παράλληλα είχε δημοσιευτεί και στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία)

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Γκρέγκορι Κόρσο




Ένας μεγάλος ποιητής..




















Η δουλειά σας είναι πλούσια σε μυθολογικές αναφορές από πολλούς πολιτισμούς.
Ποια βλέπετε
να είναι η δύναμη του μύθου,
 πώς τον χρησιμοποιείτε στην ποίησή σας;
«Θα ήθελα να επαναφέρω αυτούς τους πεθαμένους θεούς. Είναι άνεργοι πολύ καιρό. Ο Δίας είναι ωραίος. Τον Ερμή τον αγαπώ ­ το αγόρι-αγγελιοφόρος ήταν φίνο. Η μεγάλη μητέρα Ισις ήταν εντάξει. Λοιπόν, ας τους φέρουμε πίσω στους δρόμους της Νέας Υόρκης, στο Lower East Side, σε τέτοια λημέρια. Και νομίζω ότι έχω τρόπο να το κάνω, διότι κατέχω τη γλώσσα του δρόμου».
Ποια ιδιαίτερη δύναμη και σπουδαιότητα έχουν οι θεότητες που μπορούμε να επαναφέρουμε στη ζωή σήμερα; Τι έχουν να μας διδάξουν;
«Αυτό που δίδασκαν πάντα. Ας το θέσουμε έτσι: Δεν υπήρξαν ποτέ αλλά είναι ακόμη εδώ. Τους συζητούμε, έτσι είναι ακόμη εδώ. Ποτέ δεν ήταν και όμως είναι. (γελάει) Αρα αυτό πρέπει κάτι να σημαίνει. Είναι κάτι στο υποσυνείδητο που πάντα βγαίνει προς τα έξω».
Πιστεύετε σε αυτές τις θεότητες;
«Αν πιστεύω σε αυτές; Είτε πιστεύεις είτε όχι, σίγουρα έχουν ενδιαφέρουσες ιστορίες να διηγηθούν, δεν έχουν; Εχουν πολύ ωραία ποιητικά στοιχεία και πολλές αλήθειες ­ αλλά και πολλά σκατά».
Το πρώτο σας ποίημα έφερε τον τίτλο Sea Chanty (Ασμα ναύτου). Πώς γίνατε ποιητής;
«Είναι μια καλή ερώτηση για κάποιον σαν και μένα, γιατί δεν με έστειλαν ποτέ σε σχολεία, ποτέ δεν υπήρχαν βιβλία εκεί όπου ζούσα. Θέλω να πω, πρέπει να έζησα με οκτώ διαφορετικούς θετούς γονείς. Απλώς έπαιρναν τα χρήματα από το ορφανοτροφείο για να ζήσουν οι ίδιοι. Ηταν δεκαετία του '30, η περίοδος μετά το κραχ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά παιδεία. Τι είχα τότε στη ζωή; Τρία πράγματα: είχα το εδώ και τώρα ­ που ήταν κόλαση· είχα όνειρα ­ που ήταν θαυμάσια· και είχα φαντασία ­ που ήταν μαγική. Οταν είσαι μόνος σου, οι καλύτεροι φίλοι σου είναι τα όνειρά σου και η φαντασία σου. Το εδώ και τώρα είναι αυτό που πρέπει να προσέξεις ­ είναι επικίνδυνο».
Μείνατε αρκετό καιρό στο Cambridge της Μασαχουσέτης, κοντά στο Χάρβαρντ.Γιατί πήγατε εκεί και τι βρήκατε;
«Υπήρχε μια νεαρή γυναίκα ονόματι Violet Lang ­ Bunny Lang ­, η οποία πέθανε από τη νόσο του Hodgkins. Δεν ήξερα πολλά για αυτούς που πεθαίνουν ενώ θέλουν να είναι υγιείς ­ ήταν υγιές πλάσμα ­ και εκείνη δεν είχε ακούσει κανέναν να μιλάει σαν και μένα. Μου είπε: "Πρέπει να σε πάρω μαζί μου κάπου". Και της λέω: "Πού; πού;", αφού απλώς ρεμπέλευα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ τότε. Ηταν στο Χάρβαρντ και έμεινα εκεί δύο χρόνια. Εκείνη πέθανε· αλλά εγώ έμεινα στο Eliot House [οικοτροφείο του πανεπιστημίου]. Οι φοιτητές με φιλοξένησαν. Εξέδωσαν το πρώτο μου βιβλίο. Ανέβασαν ένα [θεατρικό] έργο μου. Αυτά όλα έγιναν μόλις είχα βγει από τη φυλακή ­ επιστρέφοντας στο σπίτι μου στο Γκρίνουιτς Βίλατζ τη γνώρισα. Είχα ήδη γνωρίσει τον Γκίνσμπεργκ, τον Κέρουακ και τον Μπάροουζ πριν από αυτήν».
Από αυτούς τους τρεις ποιον γνωρίσατε πρώτα;
«Τον Γκίνσμπεργκ. Γνωριστήκαμε σε ένα μπαρ. Μιλούσαμε για το γιατί γίνεται κανείς ποιητής. Το "γιατί", πάντα το λέω, είναι το τέλος του Broadway. Απαντώ έτσι γιατί δεν υπάρχει "γιατί". Ηταν η τριπλή σχέση της φαντασίας, του ονείρου και του εδώ και τώρα. Και μέσω αυτών το Sea Chanty προέκυψε κατά τρόπο περίεργο. Ο,τι πνίγεται στη θάλασσα επιστρέφει στο γιαλό. Δεν μου είπαν ποτέ τι απέγινε η μητέρα μου, οπότε υπέθεσα ότι προφανώς επέστρεψε στην πατρίδα [Ιταλία], όπου ήταν τσοπάνισσα ­ για φαντάσου. Ζούσε σε μια σπηλιά. Μια 13χρονη τσοπάνισσα. Είχα γυναίκα των σπηλαίων για μάνα! Ερχεται λοιπόν σε αυτή τη χώρα και παντρεύεται αυτόν τον λεγόμενο πατέρα μου ­ και δεν την ψέγω που την έκανε. Λάκισε και δεν την ξαναβρήκαν ποτέ. Οπότε η σκέψη στο μυαλό μου ήταν ότι, αν έβαλε πλώρη, πρέπει να επιστρέψει. Και υπέθεσα ότι δεν ήθελε να το κάνει, γιατί δεν αφήνεις ένα παιδί, το παιδί σου. Είπα λοιπόν: Η μάνα μου μισεί τη θάλασσα, και τη δική μου θάλασσα ιδιαίτερα. Την προειδοποίησα να μην το κάνει,το μόνο που μπορούσα να κάνω. Μετά από έναν χρόνο η θάλασσα την έφαγε. Αλλά τι έκανα; Την προειδοποίησα. Πώς της μετέδωσα την προειδοποίηση; Αυτό είναι ο ποιητής. Τότε γεννήθηκε το ποίημα. Ετσι το εκλαμβάνω. Την προειδοποίησα, μη με αφήνεις σ' αυτό το γαμημένο βαρύ μπάχαλο!».
Τι γνώμη έχετε για την «Ιθάκη» του Καβάφη;
«Αισθανόμουν κοντά στους βαρβάρους στην πύλη, γιατί είναι τόσο ολοφάνερο. Αυτοίήσαν η λύση. Αν αρνηθείς τους βαρβάρους, δεν θα αλλάξεις».
Υπάρχει μάχη μεταξύ καλού και κακού ή συμφωνείτε ότι είμαστε πέρα από αυτά,όπως είπε ο Νίτσε;
«Δεν συμφωνώ, δεν διαφωνώ. Το μόνο που ξέρω ­ και το ξέρω καλά ­ είναι ότι υπάρχει κάτι παραπάνω από καλό και κακό στο παιχνίδι. Ξέρω ότι το καλό είναι οκνηρό και το κακό δεν είναι. Το πονηρό είναι πολύ δραστήριο. Το να μην κάνεις τίποτε. Αυτό είναι καλό ή κακό; Καθώς μεγαλώνω ξέρω ­ απλώς συμπεριφέρσου καλά. Αυτό είναι όλο. Η μόνη περίπτωση που δεν συμπεριφέρομαι σωστά είναι όταν γίνομαι τύφλα στο μεθύσι, ή κάτι τέτοια σκατά, "μεθυσμένο χαζο-show", όπως λέει ο φίλος μου ο Γκίνζι [Αλεν Γκίνσμπεργκ]».
Πόσο καιρό γνωρίζετε τον Γκίνζι; Πείτε μας ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που γνωρίζετε τόσο καλά;
«Τον Αλεν τον ξέρω 44 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή. Μέσω αυτού συνειδητοποίησα ότι, αν ζούσα στην εποχή του Σέλεϊ, θα ήθελα πολύ να γνώριζα τον Κητς. Και είχα την καλή τύχη στην εποχή μου να γνωρίζω τον Γκίνσμπεργκ ­ έναν μεγάλο ποιητή. Δεν χρειάζεται να επιστρέψω στο παρελθόν και να ονειρεύομαι και να λέω: "Ω, αυτοί οι μεγάλοι ποιητές που γνώρισαν αυτούς τους μεγάλους ποιητές". Εγώ γνώρισα έναν μεγάλο ποιητή».
Αρα θεωρείτε ότι ο Γκίνσμπεργκ είναι της ίδιας τάξεως με τον Σέλεϊ και τον Κητς;
«Α, ναι. Είναι μεγάλος ποιητής».
Αφού αναφέρατε τον Κητς, πώς ερμηνεύετε το τελευταίο δίστιχο στο ποίημα Ωδή σε μια ελληνική υδρία, το θεωρείτε σπουδαίο;
«"Η ωραιότης είναι η αλήθεια, η αλήθεια ωραιότης, αυτό είναι το μόνο που γνωρίζεις και το μόνο που χρειάζεται να γνωρίζεις". Δεν ξέρω τι είναι η αλήθεια. Δεν μου πολυαρέσει η αλήθεια. Νομίζω η αλήθεια καμιά φορά είναι σαν καταδότης. Προδίδει. Βλάπτει. Προκαλεί πόνο. Η ωραιότης; Η ωραιότης είναι φονιάς, μπορεί να σκοτώσει. Δεν βάζω αυτά τα δύο ως τα σπουδαιότερα ­ αν και βάζω την ωραιότητα πάνω από την αλήθεια».
Αλλά δεν είναι αυτά τα δύο με τα οποία συσχετίζεται ο ποιητής;
«Εγώ όχι. Εγώ συσχετίζομαι περισσότερο με το χιούμορ και την ωραιότητα ­ αυτά μόνο. Τα υπόλοιπα ­ έλα τώρα, πώς μπορεί να εμπιστευτείς την αλήθεια; Είναι σαν οχύρωμα. Λέει κανείς "αυτό είναι αλήθεια", και μετά σταματάς εκεί. Γίνεται κλισέ».
Ποια πράγματα θεωρείτε αστεία στη ζωή;
«Οτι αυτό μπορεί να μην είναι καν εδώ τώρα. Είναι ένα μέρος, αλλά δεν θα είναι εδώ σε λίγο καιρό ­ και σε πολύ καιρό όλα θα 'χουν φύγει».
Εσείς και ορισμένοι άλλοι της γενιάς σας έχετε χαρακτηριστεί κίνημα των Beats.
«Ποιοι είναι αυτοί; Λέτε η γενιά μου. Ξέρετε πόσοι 60ρηδες και 70ρηδες υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο;».
Η δική σας ομάδα όμως δεν επηρέασε και άλλους συγγραφείς;
«Ανθρώπους που είναι της ηλικίας μας; Οχι βέβαια. Ηταν τόσο αρνητικοί προς εμάς ­ Θεέ μου παντοδύναμε! Τον Κέρουακ τον σκότωσε. Μα το Θεό. Μα κοίτα πόσο εξύμνησαν αυτόν τον τύπο τον Χέμινγκγουεϊ. Και αυτός δεν άλλαξε διόλου τον κόσμο ­ όχι όπως ο Κέρουακ που επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο ζωής των ανθρώπων».
Οταν αρχίσατε να γράφετε, αποτελούσατε πρόκληση για το κατεστημένο της αμερικανικής ποίησης. Πώς συνεισφέρατε στο να αλλάξει η αμερικανική ποίηση;
«Επειδή μάλλον δεν ήξερα να γράφω. Αποκτάς τη δική σου φωνή. Δεν πήρε πολύ για μένα να αποκτήσω τη φωνή μου. Την είχα. Δεν χρειάστηκε να πάρω από κανέναν από αυτούς. Πραγματικά πιστεύω ότι πρέπει να έχεις εγκυκλοπαιδικό κεφάλι. Πιστεύω ότι πρέπει να ξέρεις ιστορία, γεωγραφία, βιογραφία. Χρειάζεται να τα ξέρεις όλα αυτά αν είναι να καταγράψεις οτιδήποτε βλέπεις και αισθάνεσαι πως είναι έτσι. Θα πρέπει να ξέρεις τι λες, διότι θα υπογράψεις με το όνομά σου. Γι' αυτό δεν πάω να εκδώσω βιβλία κάθε μήνα ή κάθε χρόνο. Το κάνω κάθε δέκα χρόνια».
Αυτοί που σας γνωρίζουν λένε ότι έχετε παραμείνει αγνός, ότι δεν ξεπουληθήκατε.
«Πούλησα χειρόγραφα για να αγοράσω ηρωίνη. Είναι αυτό αγνό; Είναι ακάθαρτο; Δεν ξέρω».
Ποιητικά αγνός...
«Αυτά που έγραφα δεν τα έγραφα για ηρωίνη. Αρα, λοιπόν, αγνός, ναι. Αγνός».
Εχετε ένα ποίημα στο οποίο τρεις μούσες σάς δελεάζουν με σύριγγες και σας ρωτούν ποιος είναι ο πραγματικός κύριός σας, η ηρωίνη ή οι μούσες. Ποια θα ήταν η απάντηση σήμερα; Πιστεύετε ότι τα ναρκωτικά βοήθησαν ή εμποδίζουν τη δουλειά σας;
«Κοιτάζοντας πίσω, όταν έπαιρνα ναρκωτικά, αποκαλούσα την ηρωίνη βρωμερή νοσοκόμα. Με φρόντιζε. Ηταν η χαμένη μου μαμά».
Τι θαυμάζετε και τι δεν σας αρέσει στον αμερικανικό πολιτισμό, ιδίως εν συγκρίσει με τον ευρωπαϊκό;
«Πολιτισμό; Αμερικανικό πολιτισμό; Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι παλιός και εμείς είμαστε συνέχεια αυτού του πολιτισμού. Οι θεοί μας είναι οι δικοί τους θεοί. Δεν έχουμε θεούς, δεν έχουμε κανέναν... Ποιο πολιτισμό; Με την ποίηση ίσως να ισχύει αυτό που είπε ο Κάρλος Γουίλιαμς: "Εζρα Πάουντ, βρες τη δική σου γλώσσα, μίλα αμερικανικά"».
Σας αρέσει ο Εζρα Πάουντ;
«Ααα, τον αγαπώ. Είναι φίνος. Εξυπνος άνθρωπος».
Οι φασιστικές του συμπάθειες;
«Δεν δίνω δεκάρα για τα ψώνια των άλλων. Ποιος είμαι εγώ να ασκήσω κριτική για οποιονδήποτε...».
Ποια είναι η γνώμη σας για τον Μουσολίνι;
«Να και άλλος ένας τύπος που ξεκίνησε ως σοσιαλιστής, συγγραφέας, δημοσιογράφος και όλα αυτά. Και μετά τον βάρεσε στο κεφάλι και "είδε" την αρχαία Ρώμη».
Είναι επικίνδυνο όταν ο πολιτικός γίνεται ποιητής ή ο ποιητής πολιτικός;
«Από όσα γνωρίζω ως τώρα για ποιητές, κανείς τους δεν έχει προκαλέσει μεγάλο βάρος στη ζωή ­ μαζικό θάνατο ­, κανένας. Ο,τι και να είχαν πει, ποτέ δεν το έκαναν».
Στο ποίημά σας για τον Κέρουακ λέτε ουσιαστικά ότι τον έφαγε η αποξένωση από την κοινωνία. Ποια στοιχεία της κουλτούρας οδηγούν σε αυτό;
«Δεν υπάρχει κουλτούρα, καμία μοντέρνα κουλτούρα, τότε μόλις εδημιουργείτο. Ηταν ακόμη αγγλική, ευρωπαϊκή. Οποιος θυμάται τη δεκαετία του '50, ήταν η περίοδος αλλαγής. Εκείνη έφερε τη μεγάλη αλλαγή. Σήμερα ο κόσμος θρηνεί το ότι οι καιροί άλλαξαν και μέμφονται τους Beats. Ακόμη και τότε μας μέμφονταν. Και η λεωφόρος Μάντισον έβαλε τα δυνατά της εναντίον των Beats, διότι εκτόπιζαν όλες τις αξίες που η Αμερική αγαπούσε ­ τη μηλόπιτα, τη Μάμα, όλα. Και το μεγαλείο της Αμερικής είναι ότι όταν καταλάβουν πως κάτι είναι κουράδα και το δουν, και μπορείς να τους κάνεις να γελάσουν με αυτό, τελείωσε...».
Πώς βλέπετε την ποπ αρτ και την αμερικανική ποπ κουλτούρα ως διεθνή προϊόντα;
«Ωραία ήταν. Κάτι ήταν και αυτό. Βέβαια δεν θα με ενθουσιάσει όπως ένα έργο του Μπρύγκελ. Δεν θα με χτυπήσει όπως ένας πίνακας του Βελάσκεθ ­ αυτό είναι έργο τέχνης. Αλλά θα πω, ναι, αυτό λέγεται διαδικασία εξάλειψης, και έπρεπε να γίνει. Οπως ο Υβ Κλάιν που ζωγράφισε μπλε πίνακες. Κάποιος κάποτε έπρεπε να κάνει μόνο μπλε πίνακες».
Ο θάνατος και η ζωή, η πραγματικότητα και η φαντασία είναι κεντρικά θέματα στη δουλειά σας. Εχετε κάποια εικόνα του θανάτου σας;
«Ναι, και είναι μια εικόνα που δεν ξέρω πώς να αντιμετωπίσω. Νομίζω ότι είναι κάτι που θα ξέρω ενώ γίνεται. Και θα πήγαινα σε μια γωνιά και δεν θα έλεγα τίποτε σε κανέναν. Δεν θα τολμούσα να πω ότι πεθαίνω».
«Κάθησα στον θρόνο του Μίνωα...»
Αντιλαμβάνομαι ότι αντιμετωπίσατε την επίσκεψή σας στην Ελλάδα ως ένα είδος προσκυνήματος, λόγω της γνώσης και του σεβασμού που τρέφετε για τον κλασικό πολιτισμό.
«Η Ελλάδα μού άναψε το ενδιαφέρον όταν ήμουν στη φυλακή. Είδα φωτογραφίες ελληνικών αγαλμάτων και ποτέ δεν είχα δει κάτι πιο ωραίο από αυτό στη ζωή μου. Δεν ήξερα ότι υπήρχε τόσο μεγάλη ομορφιά, τόσο παλιά. Ο Ερμής κρατώντας τον Διόνυσο στην Ολυμπία. Ο Φειδίας είχε το εργαστήρι του, αλλά ο Ερμής βαστάζων τον Διόνυσο ως μωρό ήταν εκεί. Και πήγα να το δω αυτό βέβαια».
Και το φως της Ελλάδας;
«Δεν νομίζω ότι είναι καλό για έναν ζωγράφο. Δεν έβγαλαν και πολλή ζωγραφική. Είναι υπερβολικά λαμπρό το φως. Είναι ένα λαμπρό μπλε, Θεέ μου. Είναι εκτυφλωτικό. Κάθησα πολύ καιρό στην Κρήτη και έμαθα και λίγα ελληνικά. Είχα γράψει το "Παράνοια στην Κρήτη" ("Paranoia in Crete") προτού καν πάω εκεί. Κάθησα στον θρόνο του Μίνωα. Αυτό το έκανα σίγουρα».
Τι αντιπροσωπεύει η Κρήτη για εσάς;
«Ξέρετε, στον πολιτισμό αυτοί που ήταν οι κλασάτοι ήταν οι Ελληνες. Και προτού φθάσεις στους πρωτοκλασάτους τύπους, όπως ο Θαλής, ο Δημόκριτος ή ο Σωκράτης, συναντάς τους πρώιμους, όπως οι Μυκηναίοι, οι θαλασσοπόροι. Μετά έρχονται οι μεγάλοι, οι εγκέφαλοι. Πώς ξεκίνησαν όλα; Ο βιασμός της Ευρώπης. Ετσι ξεκίνησε. Ο βιασμός της Ευρώπης ήταν ένας ταύρος με γιρλάντα στο κεφάλι που αρπάζει μακριά αυτό το κορίτσι. Και το έφερε στην Ανατολή. Ολο ήταν βιασμός. Με άλλα λόγια, όπως οι Ρωμαίοι είχαν τις Σαβίνες γυναίκες, η όλη υπόθεση ήταν να βρεις γυναίκες από άλλα μέρη για να αναμειγνύονται ώστε να μην αφανιστεί το αίμα. Οπότε ήταν συμβολικό. Οι θεοί το κάνουν, άρα πρέπει να το κάνουμε και εμείς. Αυτό ήταν όλος ο Τρωικός πόλεμος ­ ήταν ένας ακόμη βιασμός, η κλοπή της Ελένης από τον Πάρη».
Και οι αμερικανοί ποπ ήρωες είναι τόσο ενδιαφέροντες όσο οι αρχαίοι;
«Τους ξέρω όλους. Τους χρησιμοποιώ στην ποίηση, χρησιμοποιώ τον Shazam [ήρωα κόμικς]. Καμιά φορά είναι αντίγραφα. Ο Flash ήταν ακριβός σαν τον Ερμή. Είχε φτερά στα πόδια. Τους αντέγραψαν πολύ τους αρχαίους. Οι Εβραίοι και οι Ελληνες, βλέπετε, εισήγαγαν την αγάπη στην υπόθεση. Η αγάπη έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο για τους Εβραίους παρά για τους Ελληνες, αν και τη σέβονταν και αυτοί ­ τους γαμήλιους όρκους και όλα αυτά. Η μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των Εβραίων και των Ελλήνων ήταν στην προφητεία. Μόνο το αρσενικό στον εβραϊκό πολιτισμό μπορούσε να προφητεύει, ενώ στον ελληνικό προφήτευαν μόνο τα θηλυκά, κανένα αρσενικό».