Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Paul Eluard




Paul Eluard


Ερωμένη.

Είναι ορθή στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της στα δικά μου

Έχει το σχήμα των χεριών μου
Κρατά το χρώμα των ματιών μου
Την καταπίνει η σκιά μου
Καθώς την πέτρα ο ουρανός

Ορθάνοιχτα τα μάτια της για πάντα
Να ησυχάσω δεν μ' αφήνει
Κατάφωτα τα όνειρά της
Τους ήλιους εξατμίζουν
Με κάνουν να γέλω να κλαίω να γελώ
Μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Μάνος Πετράκης.


Όσο μεγαλώνεις και ψηλώνεις
Τόσο ο ορίζοντας απομακρύνεται...







Φεύγουν πρώτοι,
όσοι δε θ'άντεχαν την αναχώρηση
των επομένων τους.





























Τέχνη ονομάζουμε το υποκατάστατο του Έρωτα.                                                                      
Το μέσο, δηλαδή, να αντιστεκόμαστε στο θάνατο.
Γι’ αυτό και όσο ερωτευόμαστε, δεν είμαστε καλλιτέχνες.                                        
Όσο ερωτευόμαστε, απλά ερωτευόμαστε.
Κι όσο δεν ερωτευόμαστε, απλά συμβιβαζόμαστε με τη ζωή.                                                                                 Και για να μην μας κερδίσει ο θάνατος, κάνουμε τέχνη.
Κάνουμε τέχνη, λοιπόν, για να μας κερδίζει η ζωή                                                              
όσο σ’ αυτήν δεν υπάρχει Έρωτας.



Ποίματα-σκέψεις του Μάνου Πετράκη.

Καλη βδομάδα φίλε..
Καλή αντάμωση..

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι




Απόσπασμα από τον Ηλίθιο (Μάτια)
 



Ήταν φανερό πως τ’ όνομα του πρίγκιπα της έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο πρίγκιπας την κοίταξε αφηρημένα, γύρισε και τράβηξε για το ξενοδοχείο του. Δε βγήκε όμως απ’ της Φιλίσοβας με το ίδιο ύφος που είχε μπει. Του συνέβη και πάλι, μέσα σε μια στιγμή θα ‘λεγες, μια ασυνήθιστη αλλαγή: περπα τούσε και πάλι χλομός, εξασθενημένος, βασανιζόμενος, ταραγμέ νος. Τα γόνατα του τρέμανε κι ένα αόριστο, αφηρημένο χαμόγελο τρεμόπαιζε στα μελανιασμένα χείλη του: «η αναπάντεχη σκέψη» του επιβεβαιώθηκε ξαφνικά και δικαιώθηκε – ξαναπίστευε πάλι στο δαίμονα του!
Μα επιβεβαιώθηκε τάχα; Δικαιώθηκε; Ποιος ο λόγος που τον ξανάπιασε πάλι αυτό το ρίγος, αυτός ο κρύος ιδρώτας, αυτό το ψυχικό σκοτάδι και το κρύο; Μήπως επειδή ξανάδε τώρα αυτά τα μάτια; Μα αφού είχε ξεκινήσει απ’ το Θερινό Κήπο μ’ αυτόν ίσα-ίσα το σκοπό – για να τα δει! Αυτή ήταν η«αναπάντεχη σκέψη».
Γεννήθηκε μέσα του η επίμονη επιθυμία να δει αυτά τα «προτερινά μάτια», να πειστεί τελειωτικά πως θα τα συνάντησε: το δίχως άλλο εκεί, κοντά σε κείνο το σπίτι. Αυτό ήταν μια σπασμωδική επιθυμία και γιατί λοιπόν είναι τόσο συντριμμένος και κατάπληκτος τώρα επειδή τα ‘δε πραγματικά; Λες και δεν το περίμενε!
Ναι, ήταν εκείνα τα ίδια μάτια (και για τ’ ότι ήταν τα ίδια δε χωράει τώρα πια καμιά αμφιβολία) κείνα τα ίδια που τον κοίταζαν αστράφτοντας το πρωί, όταν έβγαινε απ’ το βαγόνι της αμαξοστοιχίας, στο σταθμό Νικολάγιεβσκη· κείνα τα ίδια (απολύτως τα ίδια!) που έπιασε το βλέμμα τους πάνω του, πίσω απ’ τους ώμους του, καθώς καθόταν στην καρέκλα, στο γραφείο του Ραγκόζιν. Ο Ραγκόζιν τότε τ’ αρνήθηκε: ρώτησε μ’ ένα στραβό, παγωμένο χαμόγελο:
«Ποιανού να ‘ταν λοιπόν τα μάτια;» Και τον πρίγκιπα τον έπιασε μια τρομερή επιθυμία, μόλις λίγη ώρα πριν, στο σταθμό του Τσάρσκογε Σελό – όταν καθόταν στο βαγόνι για να πάει στην Αγλαΐα και ξανάδε ξάφνου αυτά τα μάτια για τρίτη πια φορά κείνη τη μέρα – να πλησιάσει το Ραγκόζιν και να  του    πει   «ποιανού ήταν αυτά τα μάτια!»

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Νικηφόρος Βρεττάκος


Νικηφόρος Βρεττάκος, Μεγαλυνάρι

Τ' όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι.
Τ' όνομά σου: νερό στην πηγή.
Τ' όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ' όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη.


Τ' όνομά σου: ρινίσματα ήλιου.
Τ' όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα.
Τ' όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ' όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους.
Τ' όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο.
Τ' όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα.
Τ' όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα.
Τ' όνομά σου: δυο δρυς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του.


Τ' όνομά σου: ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι.
Τ' όνομά σου: ομιλία δυο ρυακιών μεταξύ τους.
Τ' όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο.
Τ' όνομά σου: ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.


Τ' όνομά σου: ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το μάγουλο.
Τ' όνομά σου: πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων.
Τ' όνομά σου: ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ' όνομά σου: πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια μεσούρανα.


Τ' όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ' όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων.
Τ' όνομά σου: Ειρήνη στις ρότες των πλοίων.
Τ' όνομά σου: ένας άρτος βαλμένος στην άκρη της γης, που περίσσεψε.


Τ' όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ' όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ.

Από τη συλλογή Ο χρόνος και το ποτάμι (1957) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Η ποίηση


Η ποίηση είναι νερό.
Η ποίηση,είναι νερό.
-Διψάς;
-Πάντα διψάς.
       (Μιχ.Καλ.)



ποίημα είναι η φωνή από χαρμόσυνους κόσμους 
                 (Μηνας Δημακης)

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Η Άνοιξη θα έρθει οτι κι αν κάνουν -ταδε




Μπορείς να κόψεις όλα τα λουλούδια, αλλά δεν μπορείς να εμποδίσεις την Άνοιξη να 'ρθει.
 
                                                                                                                        (Pablo Neruda)








Σάββατο 17 Μαρτίου 2012

Anton Chekhov






Απόσπασμα από ένα γράμμα του Αντόν Τσέχωφ στον αδερφό του Νικολάι 

"Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι' αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί. Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν... Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο... Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.. Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους.. Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια. Δεν λένε "εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει", ούτε "πουλήθηκα για πέντε δεκάρες", γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόοστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα... Δεν είναι ματαιόδοξοι . Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες."

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

Λέων Τολστόι





Η ανθρωπομυρμηγκιά παραμόρφωσε την όψη της γης, εκεί, στη μικρή έκταση που στριμώχτηκε, πλάκωσε με σωρούς ολάκερους από κοτρόνες το χώμα, έτσι που τίποτα πια να μη βλασταίνει πάνω του, ξερίζωσε κάθε χορταράκι που ξεπρόβαλε, έπνιξε την ατμόσφαιρα με τις αναθυμιάσεις του πετρελαίου και του κάρβουνου, έκοψε τα δένδρα, έδιωξε τα ζωντανά και τα πουλιά…
Μα η άνοιξη είναι πάντα άνοιξη, ακόμα και στην πόλη. Ο ήλιος άπλωνε τη ζεστασιά του. Αναζωογονημένο το χορτάρι φούντωνε, πρασινίζοντας παντού όπου δε ρημάχτηκε, όχι μονάχα στις πρασιές των λεωφόρων, μα κι΄ ανάμεσα στο λιθόστρατο των δρόμων. Οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ανοίγανε τα υγρά, μοσκοβολάτα φύλλα τους, τα μπουμπούκια στις φλαμουριές φούσκουναν, έτοιμα να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια, τα περιστέρια, χτίζανε, σαν κάθε άνοιξη, χαρούμενα τις φωλιές τους κι΄ οι μύγες ζεσταμένες απ΄ τον ήλιο βουϊζανε πάνω στους τοίχους. Φυτά, πουλιά, ζουζούνια, παιδιά, όλα αναγάλλιαζαν. Μα οι άνθρωποι, εκείνοι που΄χει το μυαλό τους πήξει, πασχίζανε αδιάκοπα να ξεγελάνε και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Ούτε δίνανε καμιά σημασία σε τούτο τ ΄ανοιξιάτικο πρωινό, σ΄ όλη τούτη την ομορφιά της πλάσης που χαρίζει ο δημιουργός σ΄ όλα τα όντα για να είναι ευτυχισμένα –μια ομορφιά που τους καλούσε στην ειρήνη, την ομόνοια, την αγάπη. Εκείνα πούχαν αξία γι΄ αυτούς, ότι πιστεύανε σαν ιερά και όσια ,ήτανε τα όσα από μόνοι τους επινοήσανε για να καταδυναστεύουνε το συνάνθρωπο τους. Έτσι λοιπόν, στο γραφείο των φυλακών μιας επαρχιακής πρωτεύουσας, δε θεωρούσανε καθόλου σπουδαίο ή ιερό, την τρυφεράδα και τη χαρά της άνοιξης που δόθηκε σ΄ όλα τα πλάσματα. Αντίθετα, όλοι ήτανε απασχολημένοι μ΄ ένα πρωτοκολλημένο έγγραφο, με κεφαλίδα και σφραγίδα, που λάβανε χτες και που τους όριζε, ότι στις 28 Απριλίου και ώρα 9 π.μ. έπρεπε να παρουσιαστούν μπροστά στο δικαστήριο για να δικαστούνε, τρεις κρατούμενοι. 16 Δεκεμβρίου 1899

Εισαγωγή από το βιβλίο ''Η Ανασταση''

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Νίκος Μοσχοβάκος.





Τις προάλλες ήμουν στο γραφείο του κ. Νίκου Μοσχοβάκου και πίναμε καφέ*.
Μου έδωσε λοιπόν ενα ποίημα που είχε γράψει και λέγεται ''Δεν έχει τέλος''

Θα σας γράψω δυο τετράστιχα απο το ποίημα αυτο..

Δεν έχει τέλος

Την Κυριακή ακούστηκαν τα νέα
του έρωτα κηρύχθηκε η ιδέα
ό,τι τελειώνει πίσω δεν γυρίζει
μόνο πικρή αναπόληση χαρίζει.

....

Το αύριο όμως να που ξετυλίγει
νέες ματιές γλυκά ξυπνάνε ρίγη
δεν έχει τέλος και είναι πεπρωμένο
αυτό που φεύγει να έρχεται αλλαγμένο.




*μπορεί να μην ήταν καφές αλλά τσικουδιά.

Γεια σου κ. Νικο..

Νίκος Καββαδίας





Γκεβ
άρα

Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: 'Καμάρι μου κοιμήσου'.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι,
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαράει με δύναμη, μένει βουβό τ' αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' 'ομορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει από τα χείλη σου που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί (κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι).
Απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένη μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του
μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα
κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια



Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου    

Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και καταιγίς ».

Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια.
Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
Συγχώρεσέ με ... Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.
Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα και υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
Κύριε... τούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δεν θα τα φορέσει...


Καφάρ

Να ζείς στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Αλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.
Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.
Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.
Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά -
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει.



Κοσμά του Ινδικοπλευστή      

Τριγυριστής της Ινδικής στα νιάτα του ο Κοσμάς,
πίστεψε στα γεράματα πως θα καλογερέψει.
Κυρά θαλασσοθάνατη, στα χέρια του έχεις ρέψει,
που στα στερνά τα μάρανε το αλέτρι κι ο κασμάς.
Όπου έφτασες, κάθε χρονιά θερίζουν τρεις φορές.
Την Ταπροβάνη εδιάλεξες κι είχες καιρό ποδίσει.
Τώρα μασάς αμύγδαλα και προσφορές ξερές,
και το λιβάνι οσμίζεσαι που μοιάζει με χασίσι.
Εκεί, Ταμίλες χαμηλές που εμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινές με στήθη ορθά τριγύρω σου λεφούσια.
Εδώ λυγίζεις το κορμί με τ' αχαμνά μεριά
και προσκυνάς τη Δέσποινα τη Γαλακτοτροφούσα.
Πήγες εκεί που εδίδασκε το πράσινο πουλί,
όπου της μάγισσας ο γιος θ' αντάμωνε το στόλο.
Έλυνε εκείνος με σπαθί όσα η γραφή διαλεί.
Μα εσύ ξηγάς τα αινίγματα καινούργιων Αποστόλων.
Μπροστά στου τρεις ελέφαντες ντυμένοι στα χρυσά,
Όξω απ' του Βούδα τη σπηλιά, ψηλά στην Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στου δρόμου τα μισά
και πας για να λειτουργηθείς σε γάιδαρο καβάλα.
Μαζεύει ο ναύτης τον παρά κουκί με το κουκί
και πολεμά σε ψήλωμα να στήσει το αγκωνάρι.
ʼλλοι σαλπάρουν Αύγουστο για Νότιο Σινική
και το γλεντάν στο Βοθνικό, Δεκέμβρη και Γενάρη.
Όταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνάω για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πες μου, στην άγια πίστη σου, πως να προσευχηθώ;
σε ποιον να ξομολογηθώ και που να μεταλάβω;
Ο Θεός είναι πανάγαθος, Κοσμά, και συχωρά,
Όμως γδικιέται αμείλιχτος ο γέρο - Ποσεοδώνας.
Το 'δανε λένε βουτηχτές: του σαλαχιού η ουρά
να γαργαλάει στα χαμηλά, τα χείλια της στρειδώνας.

Μαραμπού

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ'ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου οπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μεσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω!... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκι, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές
«μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της».
Όταν την είδα και στο φως τα' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου... Μ' απόμεινα κι εγώ
έναν σταυρό απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
μ' αν ήξερα οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει...


Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

"Ερωτικός Λόγος"


                   

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
(από την έκδοση "Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα", Ίκαρος, 1989)


           Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
 
                                Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
 
                                Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
 
                                Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
 
                                Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.


Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30 











Μουσική Μιχάλης Καλογεράκης
 

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Ο Κυρ Αντώνης πάει καιρός...






Ο Κυρ Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή
μ'ένα κανάτι μ'ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ
είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά
κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά

Αχ κυρ Αντώνη πως σ' αγαπάμε
και μαζί σου τ'άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να 'ρθει η βροχή.
Και τον καημό σου πάντα ξεχνάμε
σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά μαζί σου γελάμε
σαν κάνεις προσευχή

Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί
γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί
ότι ποτέ δεν έζησε, μες στο όνειρό του ζει
μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή


Αχ κυρ Αντώνη πως σ' αγαπάμε
και μαζί σου τ'άστρα μετράμε
τις φωτιές για σένα πηδάμε
ώσπου να 'ρθει η βροχή.
Και τον καημό σου πάντα ξεχνάμε
σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε
σαν παιδιά με σένα γελάμε
σαν κάνεις προσευχή

Μα ένα βράδυ ο κυρ Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί
κι εμείς ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να φανεί
Μα ο κυρ Αντώνης δεν θα βγεί ποτέ του στην αυλή
αφού για πάντα μες στο όνειρό του θέλησε πια να ζει.





Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Θεέ μου μεγαλοδύναμε



Θεέ μου μεγαλοδύναμε.
Θεέ μου μεγαλοδύναμε
που'σαι ψηλά εκεί απάνω
ρίξε λιγάκι τουμπεκί,
Θεούλη μου
στον αργιλέ μου απάνω

Ανάμεσα στης εκκλησιάς
τις αψηλές καμάρες
ανάβαμε τις λουλαδιές,
Θεούλη μου
σα να'τανε λαμπάδες

Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα
με τ'άσπρα του τα γένια
τραβάω μία ντουμανιά,
Θεούλη μου
ξεραίνεται στα γέλια

Κι όταν ανάψει ο αργιλές
κι έρθουμε σε ντουμάνι
στείλε όλους τους αγγέλους σου,
Θεούλη μου
να πουν το νάνι νάνι

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Κερασιες -ταδε



Μουσικη Μιχαλης Καλογερακης
Ποιηση Pablo Neruda
Φωτογραφίες απο το θεατρικό έργο του Alvis Hermanis ''The Sound of Silence''