Η ανθρωπομυρμηγκιά παραμόρφωσε την όψη της γης, εκεί, στη μικρή έκταση που στριμώχτηκε, πλάκωσε με σωρούς ολάκερους από κοτρόνες το χώμα, έτσι που τίποτα πια να μη βλασταίνει πάνω του, ξερίζωσε κάθε χορταράκι που ξεπρόβαλε, έπνιξε την ατμόσφαιρα με τις αναθυμιάσεις του πετρελαίου και του κάρβουνου, έκοψε τα δένδρα, έδιωξε τα ζωντανά και τα πουλιά…
Μα η άνοιξη είναι πάντα άνοιξη, ακόμα και στην πόλη. Ο ήλιος άπλωνε τη ζεστασιά του. Αναζωογονημένο το χορτάρι φούντωνε, πρασινίζοντας παντού όπου δε ρημάχτηκε, όχι μονάχα στις πρασιές των λεωφόρων, μα κι΄ ανάμεσα στο λιθόστρατο των δρόμων. Οι σημύδες, οι λεύκες, οι αγριοκερασιές ανοίγανε τα υγρά, μοσκοβολάτα φύλλα τους, τα μπουμπούκια στις φλαμουριές φούσκουναν, έτοιμα να σκάσουν, οι κουρούνες, τα σπουργίτια, τα περιστέρια, χτίζανε, σαν κάθε άνοιξη, χαρούμενα τις φωλιές τους κι΄ οι μύγες ζεσταμένες απ΄ τον ήλιο βουϊζανε πάνω στους τοίχους. Φυτά, πουλιά, ζουζούνια, παιδιά, όλα αναγάλλιαζαν. Μα οι άνθρωποι, εκείνοι που΄χει το μυαλό τους πήξει, πασχίζανε αδιάκοπα να ξεγελάνε και να βασανίζουν ο ένας τον άλλον. Ούτε δίνανε καμιά σημασία σε τούτο τ ΄ανοιξιάτικο πρωινό, σ΄ όλη τούτη την ομορφιά της πλάσης που χαρίζει ο δημιουργός σ΄ όλα τα όντα για να είναι ευτυχισμένα –μια ομορφιά που τους καλούσε στην ειρήνη, την ομόνοια, την αγάπη. Εκείνα πούχαν αξία γι΄ αυτούς, ότι πιστεύανε σαν ιερά και όσια ,ήτανε τα όσα από μόνοι τους επινοήσανε για να καταδυναστεύουνε το συνάνθρωπο τους. Έτσι λοιπόν, στο γραφείο των φυλακών μιας επαρχιακής πρωτεύουσας, δε θεωρούσανε καθόλου σπουδαίο ή ιερό, την τρυφεράδα και τη χαρά της άνοιξης που δόθηκε σ΄ όλα τα πλάσματα. Αντίθετα, όλοι ήτανε απασχολημένοι μ΄ ένα πρωτοκολλημένο έγγραφο, με κεφαλίδα και σφραγίδα, που λάβανε χτες και που τους όριζε, ότι στις 28 Απριλίου και ώρα 9 π.μ. έπρεπε να παρουσιαστούν μπροστά στο δικαστήριο για να δικαστούνε, τρεις κρατούμενοι. 16 Δεκεμβρίου 1899
Εισαγωγή από το βιβλίο ''Η Ανασταση''
Εισαγωγή από το βιβλίο ''Η Ανασταση''
1 σχόλιο:
Ε αφού ποστάρισες και Τολστόι μπορώ να πω ότι σ' αγαπώ!!! :)
Δημοσίευση σχολίου