Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Ζυράννα Ζατέλη



Τα [παιδικά μου χρόνια τα] πέρασα κάτω από ένα μεγάλο βουνό - στα μάτια μου τότε πολύ μεγάλο, το δικό μου "Μαγικό Βουνό" -, σε μια επαρχία καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, βορειοανατολικά, με το όνομα Σοχός. Οικοκυρά η μάνα μου, έμπορoς ο πατέρας μου. Το τοπίο ήταν αγροτικό, γενναιόδωρο, θυμάμαι στις ίδιες αναλογίες ανθρώπους και ζώα, σπίτια και χωράφια, πολλές καστανιές, πολλές καρυδιές, πολλά καπνοχώραφα, πολλές μπόρες, πολλές ξέρες. Αλλά και πολλές κινηματογραφικές ιστορίες, στην κυριολεξία, αφού ο πατέρας μου είχε σινεμά στην αγορά, από το 1952 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Μπορώ δηλαδή να πω άφοβα ότι τα παιδικά μου χρόνια μoιράστηκαν εξίσου ανάμεσα στον καθαρό αέρα του βουνού και σε εκείνη τη σκοτεινή "θαυματουργή" αίθουσα όπου παρακολουθούσα με κατάvυξη όλα τα έργα της εποχής. Όσα μας φέρνανε τουλάχιστον. 
...θυμάμαι να γράφω "πράματα" απ' όταν σχεδόν θυμάμαι τον εαυτό μου, έχω καθαρή την εικόνα εκείνη της παιδίσκης και αργότερα έφηβης να καταγίνεται σκυμμένη και με μυστικότητα πάνω από κάποιο χαρτί. Άλλωστε, έμειναν και κάποια τεκμήρια, μερικά μαθητικά τετράδια μου από το 1958 έωs το 1963, εφτά ωs δώδεκα ετών τότε, όπου από την πίσω μεριά έγραφα τα δικά μου, κάτι φανταστικές ιστοριούλες.

Γέμισα δυο πεvηvτάφυλλα σπιράλ τετράδια, που τα κρατάω ακόμη καταχωνιασμένα κάπου.

Τα τετράδια τα άνοιξα μια-δυο φορέs, έριξα μια περίφοβη ματιά και τα ξανάκλεισα, τα ξανακαταχώνιασα. Με πονούν να τα κοιτώ, αλλά και δεν μου κάνει καρδιά να τα πετάξω γιατί η παιδική ηλικία όταν μεγαλώνουμε είναι ένας "παράδεισος" που δεν αντέχεται, μας πονάει με τρόπο μοναδικό παρά μας χαροποιεί. Mας μαχαιρώνουν ήσυχα αυτά που πέρασαν για πάντα, είτε καλά ήταν είτε κακά.


…Η τέχνη είναι κάθαρση για το δημιουργό και για τον αποδέκτη της. Γι’αυτό αφιερώνω χρόνια και χρόνια από τη ζωή μου στο γράψιμο, σ’αυτό τον καθημερινό παραδαρμό ψυχής και πένας.

Κατά βάθος συνάπτουμε με τη ζωή θυελλώδεις σχέσεις. Η κάθαρση προϋποθέτει παίδεμα με το υλικό μας, αγωνίες, λαχτάρες, βασανισμό ψυχής. Ο βασανισμός βαδίζει μοιραία προς την κάθαρση.


…Τραβώ μια καρέκλα και ξεκινώ ένα μυθιστόρημα κι όταν σηκώνομαι είμαι έξι με επτά χρόνια μεγαλύτερη. Κάπως έτσι μετρώ πια την ηλικία μου.


....Ζω με πολλά πρόσωπα στο κεφάλι μου, φαντάσματα, πώς το λένε, εμμονές, αγωνίες, ενδόμυχες θύελλες και προσωρινούς θανάτους μέχρι να βγάλω μια παράγραφο που να με ικανοποιεί. Όλα μαύρα και αντίμαυρα, και ξαφνικά ένα ουράνιο τόξο. Και ξανά όλα μαύρα και ξανά ένα αίσθημα δικαίωσης. Μια βιβλική ρουτίνα η συγγραφή, δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Κι όμως, τίποτα σαν τα αγριολούλουδα, τίποτα σαν το βλέμμα ενός ζώου. Αγαπώ τα ζώα γι’ αυτό που είναι, κι αυτό που είναι έχει κατά πολύ να κάνει με το ότι δεν έχουν ιδέα από χρήμα, από κέρδος. Όπως και τα πολύ μικρά παιδιά. Φαντάζομαι ένα πουλί να περνάει κάθε τόσο από πάνω μας, αφήνοντας μια περίεργη, νηφάλια κραυγούλα: Αχ άνθρωποι, άνθρωποι...

Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έστειλα μια επιστολή στα ΝΕΑ, σε έναν επιφανή τότε δημοσιογράφο, παρακαλώντας τον να τη δημοσιεύσει. Ζητούσα εκεί έναν μεγαλόψυχο άνθρωπο, έναν μαικήνα ας πούμε, που να με ενισχύσει οικονομικά, στοιχειωδώς, όχι μεγάλα πράγματα, για να αφοσιωθώ στο γράψιμο χωρίς το άγχος του κατοστάρικου. Υπέγραφα ως «Ραμάνθις Ερέβους» και περίμενα τηλεφώνημά του - είχα δώσει το τηλέφωνο ενός φίλου, δικό μου δεν είχα. Κάποια μέρα με πήρε για να μου πει ότι κατανοεί μεν το ζήτημά μου, αλλά δεν μπορεί να δημοσιεύσει το γράμμα διότι θα περιέπιπτε, λέει, στον νόμο περί μαστροπείας. Άκου τώρα τρελό. Λίγα χρόνια μετά έστειλα στον δημοσιογράφο την Περσινή Αρραβωνιαστικιά και στην αφιέρωση έβαλα σε παρένθεση και το «Ραμάνθις Ερέβους», μα, αν του θύμισε κάτι αυτό ή όχι, δεν το γνωρίζω. Είναι πια στους ουρανούς ο άνθρωπος, πάει καιρός. Πάντως, έγραψε τότε μια καλή κριτική για το βιβλίο..
Δεν είναι και πολλά χρόνια που, μισακούγοντας να μιλούν στο ραδιόφωνο για τον Nikkei στο Τόκιο, νόμιζα ότι εννοούν τον Νικ Κέιβ! Τόση ασχετοσύνη, κι αν θέλετε το πιστεύετε. Σκάλωνα προφανώς στον ήχο της λέξης -Νικέι, Νικ Κέιβ- κι άφηνα τα άλλα. Κι απορούσα τι δουλειά μπορεί να έχει κάθε τόσο ο Νικ Κέιβ με το Τόκυο. Το ίδιο πάνω-κάτω κι όταν άκουγα γενικώς για χρηματιστήρια, για μετοχές, ομόλογα, φούσκες. Δεν καταλάβαινα πώς λειτουργεί όλο αυτό το «λεξιλόγιο», ήταν κινέζικα για μένα. Τώρα τελευταία άρχισα να καταλαβαίνω κάποια πράγματα, να τα παρακολουθώ όσο γίνεται, αλλά και πάλι αδυνατώ να τα εννοήσω πραγματικά, να τα εξηγήσω. Εξήγηση υπάρχει βέβαια για το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, μα δεν αρκεί αυτό για τη θεραπεία. Και να θεραπευτούμε δηλαδή, πάλι από δω θα το πάμε, από κει θα το φέρουμε για να ξανανοσήσουμε, να ξαναθρέψουμε αποστήματα. Είναι ο παραλογισμός της μοίρας μας, τι να πω, του έλλογου είδους στο οποίο, υποτίθεται, ανήκουμε.

«Η παρούσα κρίση μας δείχνει πόσο τα πράγματα είναι, ανά πάσα στιγμή, αβέβαια. Αφού χάσαμε την ψυχή μας για τα λεφτά, χάνουμε τώρα και τα λεφτά. Γεμίσαμε όλα αυτά τα χρόνια πλαστές ανάγκες. Το τραγικό είναι ότι θα την πληρώσουν το τίμημα πολλοί αθώοι και θα γλιτώσουν πολλοί που φταίνε για την κατάσταση. Απορώ πώς μερικοί άνθρωποι κοιμούνται τα βράδια. Κι αυτές τις μέρες σκέφτομαι τον Καμύ που έλεγε ότι το ζητούμενο είναι «να είσαι καλός, έντιμος» έστω κι «από παραξενιά». Κανένας ανήσυχος πάντως δεν πιάστηκε στον ύπνο εδώ που τα λέμε. Πιστεύω ότι αυτή η καταστροφή κάπου θα βγάλει, θα βρεθούν οι βαθύτερες ισορροπίες που χάθηκαν. Τα πράγματα γίνονται και απαντιώνται. Τα πράγματα όμως αλλάζουν αργά και επώδυνα. Νομίζω παράγινε το κακό με την ανωτερότητα του ανθρώπινου είδους για το οποίο τα πάντα είναι η υλική του ευμάρεια. Μπορούμε λ.χ. από ένα βιβλίο να έχουμε ατόφιο ψυχικό κέρδος. Η ανάγνωση είναι η μόνη ηδονή που παραμένει ατιμώρητη. Η δυσκολία, το ανυπόφορο, πιστεύω ότι θα ωριμάσει τους ανθρώπους. Να σας πω, επιπλέον, ότι δε μ' αρέσει καθόλου που απ' το πρωί μέχρι το βράδυ οικτίρουμε τη νεολαία» 

«Ο έρωτας και ο θάνατος βγαίνουν απ' την ίδια μήτρα. Η αναφαίρετη οδύνη του θανάτου καθρεφτίζεται στη ζωή. Όλα πηγάζουν απ' το φόβο του θανάτου. Το κίνητρο είναι ο πόνος εν τέλει, άρα ο θάνατος. Ο θάνατος είναι ένας δίδυμος αδελφός μας που λείπει στα ξένα και όταν έρχεται φεύγουμε εμείς»
– Για μένα η σημασία δεν είναι τόσο στην ύπαρξη ή μη μιας απόλυτης αθωότητας, όσο στη «νοσταλγία» της αθωότητας, στην ανάγκη μας να ανακαλέσουμε και να χειριστούμε μέσα από το γράψιμο κάποιες εικόνες, κάποια στοιχεία, για τα οποία έχουμε την πιο αόριστη κι ωστόσο την πιο «σταθερή» ανάμνηση. Ας μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι η περίφημη παιδική ηλικία δεν έχει τόση αξία για το ίδιο το παιδί όσο για τον ενήλικα, που, χάνοντάς την ακριβώς, είναι σε θέση να την ανακαλύψει, να την επανεκτιμήσει και όλα τα συνακόλουθα. Θα έλεγα, λοιπόν, πως το παιδί είναι το «κλειδί» της όλης ιστορίας ή, τέλος πάντων, εκείνο το απόμακρο «τοπίο» του εαυτού μας, το ημιπραγματικό πλέον και ακατάλυτο, που συγκινησιακά τυγχάνει κόλαση και παράδεισος μαζί.
 «Το Ζατέλη είναι ψευδώνυμο, έτσι;». «Το Ζυράννα Ζατέλη είναι το αληθινό μου ψευδώνυμο. Θα το δεχτείτε έτσι»





2 σχόλια:

Ελευθερία είπε...

Λατρεία ε; Και εγώ μια από τα ίδια είμαι!

Ανώνυμος είπε...

Nομπελ λογοτεχνιας;