Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ο υπνοβάτης- Rien ne va plus (Αποσπάσματα)





"Όλο συγγραφείς έχει αυτό το νησί" συνέχισε ξαφνικά σαν να τον απασχολούσε αυτή η σκέψη.
" Έρχονται όλοι εδώ και βασανίζονται, ο ένας δε γράφει, ο άλλος δεν μπορεί να σταματήσει, αρρωσταίνουν όλοι. Πες μου εμένα να σου φτιάξω μια ιστορία και να κάθομαι με τις ώρες να τη βάλω στο χαρτί με λεπτομέρειες, πως καπνίζει ο ένας, πως ντύνεται ο άλλος, και ιδίως τι αισθάνεται, θα μου ήταν αδύνατον. Πώς να γράψει τι αισθάνεται κανείς; Εδώ δεν ξέρουμε καλά καλά τι αισθανόμαστε στην πραγματική ζωή, αλλάζουμε διάθεση σ' ένα δευτερόλεπτο, εγώ, ώσπου να καπνίσω το τσιγάρο μου, ούτε που θυμάμαι τι σκεφτόμουν όταν το άναψα, κι εσείς προσπαθείτε να
τα πιάσετε όλα αυτά πάνω σ' ένα χαρτί, και να 'χει και νόημα. Γιατί, βρε παιδί μου βασανίζεστε έτσι;
Γι' αυτό είστε όλοι φέσι, κι ο ένας αυτοκτονεί σαν τον κύριο Νόμπελ, εσύ όλο θέλεις να φύγεις,
γιατί δε γράφετε γράμματα για να ξεσπάτε, το νησί προσφέρεται στην αλληλογραφία, εγώ γράφω
τις αναφορές μου με ωραίους μαρκαδόρους, βάζω και λίγο συναίσθημα, και ξεδίνω"...


"Πώς να γράψω όταν φοβάμαι τον πόνο και τα γηρατειά, πώς να γράψω όταν φοβάμαι τα πάντα; Εσύ θα μ' αγαπούσες αν ήμουν γεμάτη πληγές, όπως στο όνειρο; Θα μ' αγαπούσες αν είχα λέπρα,
αν ήμουν αποκρουστική, αν ήμουνα γριά;


Γιατί πάντα από παιδί να μετράω έτσι την αγάπη, να σκέφτομαι: Κανείς δεν μ' αγαπάει για μένα, όταν δεν ξέρω καν τι θα πει αυτό. Κι εγώ θα σ' αγαπούσα αν ήσουν άσχημος, αν ήσουν άρρωστος θα
φιλούσα τις πληγές σου;


Μέσα μου κρύβεται ένα παιδί, τα μάτια κλειστά απ΄το φόβο, και μια γριά, τα μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο"...



" Όταν ήμουνα μικρή, πήγαινα κρυφά να δω ένα γέρο που έμενε δίπλα μας. Το δωμάτιό του είχε αυτή τη μυρωδιά -ένα μείγμα μούχλας και υγρασίας- που έχουν τα δωμάτια όπου ζουν οι ετοιμοθάνατοι Τον λάτρευα. Καθόταν πάντα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, το φως έπεφτε πάνω στα χέρια του, στο στεγνό του δέρμα, το φως κάθε μέρα έδειχνε και πιο εκτυφλωτικά το θάνατο που
τα ψηλαφούσε πάνω σ' αυτά τα χέρια, και ο γέρος ψηλαφούσε κι αυτός με τα ίδια του τα χέρια
τα μπράτσα της πολυθρόνας κάθε μέρα τα έσφιγγε πιο πολύ, δεν ήθελε να φύγει. Γονάτιζα και φίλαγα αυτά τα χέρια με τέτοια αγάπη, τέτοια φλόγα, που ούτε για σένα δεν την έχω αισθανθεί. Φιλούσα
τις παλάμες του και θυμάμαι ήταν τόσο ξερές, που μετά το στόμα μου ήταν κόκκινο, ερεθισμένο. Άρχιζα να του λέω ιστορίες με νερά, ποτάμια, κατακλυσμούς, τα 'φτιαχνα εκείνη την ώρα κι ήταν ασύνδετα, τρελά, εκπληκτικά, κι εκείνος άκουγε και χαμογελούσε, ίσως να πέθαινε νωρίτερα αν δεν τον έλουζαν οι ιστορίες μου με τέτοια δροσιά Του περιέγραφα πως έπεφτε η βροχή πάνω σε μια πόλη, πως γυάλιζαν τα πεζοδρόμια, οι σκεπές, πως τρέχαν οι περαστικοί, πως άναβαν τα πρώτα φώτα στους δρόμους.
 Τα χέρια του τότε χαλάρωναν,αφήνανε για λίγο την πολυθρόνα και με παρακαλούσε, "
 πες μου άλλο ένα". Σ' αυτό το δωμάτιο, μ' αυτόν τον ετοιμοθάνατο, έμαθα να γράφω. Αν οι ιστορίες μου είχανε τη δύναμη ν'απομακρύνουνε το θάνατο, να ξεδιψάσουνε, να γεμίσουνε ένα δωμάτιο με παρουσίες πιο ζωντανές από τη λάμπα, το κρεβάτι, το βρώμικο ποτήρι, είχανε και τη δύναμη
ν΄ αλλάξουνε τον κόσμο. Από τότε προσπαθώ να γράψω όπως μιλούσα σ' αυτόν τον γέρο.
Αλλά μου λείπει η φλόγα, η αγάπη"...


 ---         ---         ---        ---           ---         ---         ---        ---         ---        ---           ---         ---


(αποσπάσματα από το βιβλίο της Μαργαρίτας Καραπάνου RIEN NE VA PLUS,
 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ 1991)


-1-
Τα μάτια του ήταν μωβ, παγωμένα μάτια ψαριού, ήταν όμως τόσο εκθαμβωτικά ωραίος, που η ομορφιά αυτή κάλυψε αμέσως τη φρίκη που διαισθάνθηκα να ξετυλίγεται στο μέλλον. Όλο το βράδυ, παρόλο που μου άρεσε πολύ, είχα την εντύπωση, πως μαζί με όλους τους καλεσμένους στο δωμάτιο, υπήρχε κι ένα ερπετό, με μωβ μάτια, τέλεια μύτη, ωραίο στόμα, μία έξοχη και επιθετική επιτήδευση. Εκείνο το βράδυ, ο Αλκιβιάδης μιλούσε συνέχεια για θερμοσίφωνα, ότι πρέπει να τα έχεις συνέχεια κλειστά για να μην ξοδεύεις λεφτά, και πότε να τα ανάβεις, ούτε καν μία ώρα πριν κάνεις μπάνιο.
-Εγώ, εξάλλου, κάνω πάντα κρύο ντους, είπε και γέλασε.
-2-
Γιατί νομίζεις ότι μου αρέσει η ομοφυλοφιλία; Με ρώτησε ο Αλκιβιάδης.
-Γιατί εκεί που πας, με τ’ αγόρια, αυτοί που σ’ αγαπούν, δεν μπορούν να σ’ ακολουθήσουν. Η ομοφυλοφιλία είναι ένας κόσμος ερμητικά κλειστός, ανήκει μόνον σε μας. Είναι λίγο σαν να ’χεις πεθάνει.
Αυτή η φράση, μετά από χρόνια, όταν έγινε το ακατανόμαστο, πήρε την απόλυτη σημασία της.


-3-
Το βράδυ του γάμου μας με τον Αλκιβιάδη, μου πρότεινε να πάμε σ’ ένα Gay Bar. Κι εγώ το δέχτηκα. Είχα ακόμα ρύζια και λουλούδια στα μαλλιά μου.
-Θα σου δείξω κάτι, θα σου δείξω κάτι, μου έλεγε, κι ήταν ερεθισμένος, ξαναμμένος σαν παιδί.
Στο Gay Bar ήμουνα η μόνη γυναίκα. Μόλις μπήκα, με κοίταξαν επιθετικά, ύστερα με περιέργεια. Αλλά μόλις είδανε τον Άλκη, ησύχασαν.
-Κοίτα, μου είπε, κοίτα τι θα κάνω.
Απέναντί μας ακριβώς, ένα ξανθό αγόρι κοιτούσε έντονα τον Αλκιβιάδη. Ήταν μικρός στην ηλικία, καχεκτικός, ντροπαλός, ούτε καν ωραίος.
Ο Αλκιβιάδης έβγαλε μία κάρτα του, από την τσέπη του σμόκιν που φορούσε στην εκκλησία, είχε κι αυτός ακόμα ρύζια και λουλούδια στα μαλλιά, και πλησίασε το αγόρι. Τον άκουσα από μακριά: την ψυχρή, μεταλλική φωνή του, την αναίδεια που κρυβότανε πίσω από την ευγένεια στους τρόπους του.
-Η γυναίκα μου κι εγώ –μόλις παντρευτήκαμε- θα επιθυμούσαμε πολύ να μας επισκεφτείτε αύριο το βράδυ σ’ αυτή τη διεύθυνση, να, είναι εδώ γραμμένη, στην κάρτα, μένουμε στη Γλυφάδα. Θα μας δώσετε μεγάλη χαρά.
Του έδωσε την κάρτα του. Η επισημότητα της σκηνής είχε κάτι το αλλοπρόσαλλο. Δάκρυσα. Ο Αλκιβιάδης με το σμόκιν του γάμου, το αγόρι με το τζην.
-Και τώρα χαίρετε, είπε ο Άλκης.
Γύρισε κοντά μου.
-Είδες; Με κοίταξε.
Το αγόρι ήταν δεκαπέντε χρονών.
Μετά από πολύ καιρό, κατάλαβα, πως με την πρώτη κιόλας μέρα του γάμου μας, ο Αλκιβιάδης ήθελε αμέσως να μου αποδείξει κάτι.
-Ούτε και μ’ αρέσει το αγόρι. Άναψε ένα τσιγάρο.
Αυτή η συναλλαγή είχε μια τέτοια ασχήμια, και μια τέτοια γοητεία, που ήταν σαν να κατάπινα ένα φαγητό που δεν μπορούσα να χωνέψω ή να αφομοιώσω αμέσως. Αυτή η συναλλαγή ήταν έξω από τα όρια της αντοχής μου, που την ξέχασα τη στιγμή ακριβώς που γινότανε.
Κι έτσι, την πρώτη νύχτα του γάμου μας, αγάπησα τον Αλκιβιάδη απόλυτα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Άρχισε να χιονίζει.
Η Γλυφάδα έγινε κάτασπρη. Δεν υπήρχανε ταξί, ούτε λεωφορεία. Ο Άλκης όμως, ούτε θέρμανση δεν είχε. Και το θερμοσίφωνο δεν ήταν ανοιχτό, για να κάνω ένα ζεστό μπάνιο.
-Να το ανάψω, τον ρώτησα.
-Όχι. Πήγαινε κάτσε κοντά στο αερόθερμο.
Την άλλη μέρα είχε χιονοθύελλα. Όλη την ημέρα κάναμε έρωτα. Γύρω στις έξι, ο Αλκιβιάδης αποφάσισε να διαβάσει Prust. Κι ενώ διάβαζε «Le temps retrouve», χτύπησε το κουδούνι.
-Ποιος να ’ναι; είπα.
-Κανένας γείτονας. Δεν θα κυκλοφορεί κανείς σήμερα με τέτοιο κρύο.
Πήγα ν’ ανοίξω.
Το ξανθό αγόρι στεκότανε μπροστά μου, μούσκεμα, τουρτουρίζοντας.
-Περπάτησα ώρες για να ’ρθω. Είναι εδώ ο άνδρας σας; Σκέφτηκα τότε, πως εγώ για κανέναν δεν θα έβγαινα με τέτοιο καιρό. Το αγόρι, φαίνεται, ήθελε πολύ τον Άλκη. Άρχισα να τουρτουρίζω κι εγώ.
-Έρχομαι, ο Αλκιβιάδης φώναξε από το δωμάτιο του.
-Κάτσε λίγο μαζί του, να του κάνεις παρέα, κι έρχομαι αμέσως.
Καθίσαμε με το ξανθό αγόρι στον καναπέ. Ήταν ντροπαλός. Εγώ φορούσα το νυχτικό μου κι από πάνω ένα πουλόβερ του Άλκη. Τουρτουρίζαμε κι οι δυο.
-Ασχολείστε με τίποτε; τον ρώτησα.
-Σπουδάζω αεροσυνοδός.
-Σκοπεύετε να πετάξετε;
-Ναι, είπε. Χαμογέλασε. Κοίταξε προς το δωμάτιο του Άλκη.
-Θέλετε ένα ποτό; Ξέρετε εδώ είμαι η οικοδέσποινα.
-Ναι. Λίγο μπράντι, μέσα σ’ ένα ποτήρι με ψηλό λαιμό.
Τα χέρια του ήταν μπλε από το κρύο.
-Εγώ είμαι συγγραφέας, ξέρετε, του είπα.
-Κι εγώ δεν γουστάρω τις γυναίκες, μου απάντησε.
Κατάπιε μια γουλιά μπράντι, άναψε ένα τσιγάρο. Το χαμόγελό του αυτή τη φορά ήταν διάπλατο.
-Δεν το πιστεύω πως παντρευτήκατε χτες, είπε.
-Ούτε κι εγώ, του απάντησα.

Ο Άλκης μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα τζιν κι ένα tee-shirt. Ξυπόλητος. Κάθισε δίπλα στο αγόρι, το φίλησε στο στόμα. Το αγόρι τον αγκάλιασε με τέτοιο πάθος, που κατάλαβα γιατί περπάτησε ώρες μες τα χιόνια. Φοβήθηκα.
Σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω προς την κρεβατοκάμαρα, με τον γάτο τον Καίσαρα να πηδάει στο σβέρκο μου για να με πνίξει.
Ο Αλκιβιάδης έσπρωξε το αγόρι μακριά και με κυνήγησε.
-Μείνε εδώ. Τον βαριέμαι μόνος μου. Ξαναγύρισα.
Κάθισε στην πολυθρόνα. Άρχισαν πάλι να φιλιούνται.
-Δεν μπορώ μπροστά στη γυναίκα σου.
-Μα εγώ αυτό γουστάρω, απάντησε ο Αλκιβιάδης. Κι αν δεν μπορείς, να φύγεις.
Γδυθήκανε. Τα σώματά τους, απίστευτα ωραία, μπλεχτήκανε. Κοιτούσα και κάπνιζα, μου άρεσε. Κι όμως εκλαιγα.
-Ένα κακό όνειρο είναι, θα ξυπνήσω. Μετά αφαιρέθηκα, σαν να κοιμόμουν, σαν να είχα δυνατό πυρετό.
Άρχισα να σκέφτομαι τη σκύλα μου, την Αλάνα. Πώς κοιμάται στη δικιά της πολυθρόνα, πώς με κοιτάει όταν πεινάει ή όταν θέλει ένα χάδι, πώς φέρνει το κεφάλι της και το ακουμπάει ακριβώς κάτω απ’ το σβέρκο μου, σαν να προσεύχεται. Ποτέ δεν αγάπησα τη σκύλα μου τόσο πολύ, όσο εκείνη τη νύχτα με το χιόνι και τα βογγητά και το κρύο και τα δυο πεταμένα τζιν χάμω στο χαλί.
Όταν τελειώσανε, το αγόρι αισθανόταν πια στο σπίτι του.
-Γιατί παντρεύτηκες ρε; Είσαι τρελός;
Το αγόρι άναψε ένα τσιγάρο, ακόμα λαχανιασμένος, χάιδεψε τη γυμνή του κοιλιά. Το αγόρι δεν είχε μιλήσει ποτέ στον Αλκιβιάδη στον ενικό.
-Γιατί δε παντρεύτηκες; Είσαι μουρλός;
-Ντύσου και ξεκουμπίσου, του είπε ο Αλκιβιάδης. Ό,τι είχαμε να κάνουμε, το κάναμε. Τώρα θέλω να μείνω με τη γυναίκα μου, που λατρεύω και να διαβάσω μαζί της Proust.
-Τι είναι ο Proust;
-Μια μάρκα παγωτού. Σήκω, ντύσου, φύγε, και κλείσε και την πόρτα πίσω σου, γιατί βαριέμαι να σηκωθώ.
-Πήγε και παντρεύτηκε ο μαλάκας, συνέχισε το αγόρι. Τυχερή η γυναίκα σου, έχει και τζάμπα θέαμα…
-Δίνε του. Αλλιώς θα σε κάνω λιώμα.
Τα μάτια του Αλκιβιάδη είχανε πάρει το χρώμα το μωβ το σκούρο, το χρώμα που παίρνανε όταν θύμωνε πολύ.
Το αγόρι ντύθηκε κι έφυγε σφυρίζοντας
Με τον Αλκιβιάδη ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι αρχίσαμε να διαβάζουμε Proust.
Ο αυτόματος τηλεφωνητής ήταν αναμμένος. Η φωνή ακουγόταν δυνατά.
-Σας μιλάει ο Αλκιβιάδης… Θα είμαι πάλι στο ιατρείο μου τη Δευτέρα 21 Ιανουαρίου, γιατί αυτές τις μέρες απουσιάζω σε γαμήλιο ταξίδι.
Όλη τη νύχτα και όλο το βράδυ πριν, που ήταν το ξανθό αγόρι στο σπίτι, ακουγόταν συνέχεια, δυνατά, το μήνυμα.

 ---         ---         ---        ---           ---         ---         ---       ---         ---        ---           ---    

Η Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008) γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και τη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Δούλεψε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, δημοσιεύτηκε αρχικά στην Αμερική, την Αγγλία και τη Γαλλία. Ύστερα στην Ελλάδα, τη Σουηδία, στο Ισραήλ, στη Γερμανία, την Ολλανδία. Απέσπασε θερμούς επαίνους από κριτικούς και συγγραφείς, όπως τον Jean-PierreFaye, τον John Updike και τον Jerome Charyn. Ο υπνοβάτης είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της και εκδόθηκε στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Το 1988, στο Παρίσι, τιμήθηκε με το "βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος", βραβείο που επίσης έχει δοθεί στον Laurence Durrell, τον Borges, τον Στρατή Τσίρκα και τον Gabriel Garcia Marquez. Το Rien ne va plus, τρίτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε στην Ελλάδα και τη Γαλλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: