Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν φτωχός
και τόνε ξέραν όλοι
κι εγώ κι εσύ κι ο παρακεί
αγγέλοι και διαβόλοι.
Ο Τζακ Ο’ Χάρα ήταν μπεκρής
χρυσή καρδιά, άδεια τσέπη
κι ήρθε ο χειμώνας ο μακρύς
κι ο Τζακ δεν είχε σκέπη.
Μια νύχτα χιόνισε πάρα πολύ
και βγήκαν οι γειτόνοι
για να φτυαρίσουν το πρωί,
και βρήκαν μες στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο,
τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.
Στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό
από ενδιαφέρον,
"τρέξε γιατρέ μου, το και το
τον χάνουμε το γέρο".
Μα ο γιατρός κάνει νερά
γιατί δεν έχει τυχερά,
ο θάνατος είν’ έξοδο
κι ο Τζακ σε αδιέξοδο.
Σαν κάναν το καθήκον τους
ήσυχοι πια οι γειτόνοι
γυρίσανε στο σπίτι τους
κι αφήσανε στο χιόνι
της γειτονιάς το φρόκαλο, τον Τζακ Ο’ Χάρα κόκαλο.
Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες
και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί,
μα, τώρα, στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες,
που έχουν στην μεριά τους
τον ίδιο τον ποιητή.
Ζεί τα ωραία πράγματα μ’ αίμα και με θυσίες,
προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό.
Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες
και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό.
Βαρδάρη που μιλά
σαν ψάρι φαγωμένο,
αχ, πολλαπλασιασμένο
και σαν καρβέλι να.
Έλα την Κυριακή
με το βαρύ σου τέμπο
κι οι δυο Σοφία Βέμπο
ακούγαμε εκεί.
Ποιος μας γηροκομεί τη σήμερον ημέρα, ψηστιέρα, καρβουνιέρα, μούσα δεκεμβριανή. Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό. Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική.
Οι γέροι χωριστά,
οι νέοι άλλο πράμα.
Όποιος τους θέλει αντάμα
πληρώνει ακριβά.
Πρόστιμο μια ζωή
στην κλεψύδρα και στα εφετεία.
Είναι μια κοροϊδία, σειρά του δικαστή.
* Η συνάντηση με τον Σταμάτη στην Πάντειο ήταν μοιραία. Ήμουν πάρα πολύ “ήσυχη” μαζί του. ο άνθρωπος αυτός καταλάβαινε τι έλεγα και αυτό με γέμιζε ευτυχία. Επιτέλους είχα βρει κάποιον με τον οποίo μπορούσα να συνεννοηθώ απλά.
*Θυμάμαι ότι όπου βρισκόμουν τραγουδούσα. Είχα και ένα ραδιοφωνάκι που το είχα δέσει με σύρμα στο ποδήλατό μου κι έτσι γύριζα τα Μέθανα, όπου και έμεινα μέχρι την τρίτη δημοτικού. Μου έκανε συντροφιά εκεί δίπλα στη θάλασσα, μέσα στην απόλυτη ησυχία. Απολάμβανα αυτό που μου συνέβαινε, αυτή τη σχέση μου με τη φύση. Το γεγονός ότι είχα βρεθεί εκεί από την Αθήνα μου είχε χαρίσει και τις δύο εικόνες, οπότε το να ονειρεύομαι κάτι άλλο δεν χρειαζόταν. Είχα και την πόλη και την φύση μέσα μου. Από εκείνη την παιδική ηλικία πήρα τα στοιχεία που δεν με εμπόδισαν ποτέ μετά να πάω παντού. Και να μπορώ να κατανοώ όλες τις ζωές. Στην παιδική μου ηλικία είχα ήδη πάρει τις αφορμές για όλη την κατοπινή μου στάση ζωής. Σε αυτήν χρωστάω τις δύο μου πλευρές
* Η πιο ωραία εικόνα εκεί στα Μέθανα: Το τελευταίο καράβι που έφευγε από τον Πόρο για τον Πειραιά. Το πέρασμά του. Ήταν n μαγικότερη στιγμή της ημέρας. Μετά το σφύριγμά του ένιωθα ότι τελειώνουν όλα. Η επικοινωνία τελείωνε. Ήξερα ότι η μαγεία τελείωνε, ότι είναι ένα πράγμα που δεν διαρκεί. Το καράβι έχει φύγει κι εσύ έχεις μείνει πίσω. Και όταν υπάρχει μεγάλος ορίζοντας κρατάει ώρα ο αποχωρισμός. Αυτό με μαρκάρησε. Και σε αυτήν την εικόνα χρωστάω το στίχο «την ώρα που σιδέρωνε, της ήρθε πως ξημέρωνε και σφύριζε καράβι» από το «Σίδερο». Μετά τόσα χρόνια, τώρα αποτύπωσα αυτό το συναίσθημα…
* Από μικρή ήθελα να απολαμβάνω αυτό που ζω, ήθελα να είμαι κοντά σε ό,τι έλεγε η καρδιά και το μυαλό μου. Είναι καταπληκτικό όμως πώς αυτό το παιδί που θυμάμαι εγώ, που ήταν όλη μέρα έξω στο δρόμο, στις γιορτές, στα μαζικά γεγονότα, μέσα στους ανθρώπους, τις καλημέρες, τις χαρές και τα ρέστα στα 13 του έγινε το αντίθετο! Σαν αυτή η ανάγκη να γυρίζω έξω να γύρισε σε ψάξιμο μέσα μου. Και τότε ξεκίνησα να διαβάζω παρά πολύ. Ξεκίνησα με τον Καζαντζάκη -από την «Ασκητική» και το «Ταξιδεύοντας»- και μετά με μια καταπληκτική ευκολία πέρασα στους υπερρεαλιστές.
* Δεν είχα ανασφάλειες γιατί κανένας δεν έμπαινε σε τέτοιο κόπο ώστε να μου τις δημιουργήσει. Νομίζω απλά ότι αυτή την αρχοντική στάση την είχα από πάντα. Ο ορίζοντάς μου ήταν πάντα ανοιχτός, τα πράγματα τα έβλεπα από εμένα και μπροστά και αυτή η κλίμακα πρέπει να έχει τη ρίζα της στα παιδικά μου χρόνια. Τότε που ήθελα να τα βλέπω όλα ανοιχτά μπροστά μου.
* …δεν ήθελα να προκαλέσω ποτέ μάχες, απλά όταν συνέβαιναν δεν υποχωρούσα. Η πρώτη, πάντως, μάχη που θυμάμαι ήταν όταν έκανα την άρρωστη και δεν πήγα να δώσω εξετάσεις για να μπω στην τράπεζα. Αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστική πράξη μου ενάντια σε μια άλλη απόφαση. Πάντα, όμως, είχα έντονη μέσα μου τη διεκδίκηση του δίκαιου. Μπορούσα να δώσω και να φάω ξύλο γι αυτό.
* Δεν το κατάλαβα πώς άρχισα να γράφω. Ήταν ένα δώρο αυτό για μένα, ένα δώρο που αναγνωρίστηκε σαν δικαίωμα από τους γονείς μου. Μονάχα η μητέρα μου είχε αγωνία για το πώς θα αντέξω τη σκληράδα των πραγμάτων, αυτού του αγώνα. Βέβαια, όσο ήμουν στον κόσμο μου, ήταν όλα εντάξει. Αν και εκεί μέσα ήταν οδυνηρά τα πράγματα γιατί αυτά που έγραφα με πόναγαν.
* …η διαδικασία για να αποδώσει καρπούς, για να αξιωθείς να πάρεις την υγρασία από τα μάτια του άλλου, να τον αγγίξεις, προϋποθέτει τη σταύρωσή σου. Όπως όταν έγραφα το “Μαμά γερνάω”. Καθόμουν εδώ στο καθιστικό και μέσα κοιμόταν ο Σταμάτης. Μόλις είχαμε γυρίσει μεθυσμένοι. Είχα γράψει το πρώτο κουπλέ και έψαχνα το δεύτερο. Έφερνα, λοιπόν, στο μυαλό μου όλες εκείνες τις στιγμές που με είχαν πονέσει. Όμως το ακριβό ραντάρ μέσα μου, σαν τη ζυγαριά των κοσμηματοπωλών, ήξερε και περίμενε το αληθινό διαμάντι του πόνου. Κι εγώ έψαχνα, έψαχνα, έψαχνα, μέχρι που αυτό που έβγαλα από το βάθος δεν το άντεξα. Και είπα «αυτό είναι, λοιπόν. Αυτό πρέπει να πω. Αυτό που δεν αντέχω». Αν νομίζει κανείς ότι μπορεί να αναδυθεί κάτι χωρίς έκρηξη ή χωρίς θάνατο κάποιου άλλου πράγματος, κάνει λάθος. Πρέπει κάτι να δώσεις χωρίς τσιγκουνιά, για να βγει στο φως… Κάτι πρέπει να κάψεις…
* Πάντα έμπαινα στη δίνη τoυ έρωτα, αλλά είχα και το νου μου. Πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη ότι αυτό είναι ένα κεφάλαιο σπουδαίο. Αλλά ΕΝΑ. Βλέπω την κούραση των ανθρώπων όταν διαδέχεται ο ένας έρωτας τον άλλο, χωρίς αυτοί οι έρωτες να είναι όλοι αληθινοί. Όταν βλέπεις το σενάριο να επαναλαμβάνεται πρέπει να αναρωτηθείς μήπως είσαι σε λάθος κινηματογραφική αίθουσα με λάθος συμπρωταγωνιστές σε λάθος διανομή. Και τότε να αναζητήσεις μέσα σου τι συμβαίνει. Δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από αυτήν την κατάσταση. Και όταν κάτι τελειώνει, πρέπει να έχουμε τn δύναμn ν’ αγαπήσουμε αυτό που ζήσαμε μαζί, αυτό που καταλάβαμε για τους εαυτούς μας. Να πάμε κάπου αλλού χωρίς σκοτωμούς… Γιατί, ναι, σίγουρα πάμε κάπου. Ξεκινάμε ένα ταξίδι σαν να δίνουμε όρεξη στον εαυτό μας να παρακολουθήσει ξανά ένα άλλο σχολείο, να αισθανθούμε τnv ανάγκn να πληροφορnθούμε και άλλα πράγματα. Και να συναντnθούμε με τον αληθινό χρόνο. Με τη στιγμή εκείνη που ανακαλύπτουμε το κομμάτι το οποίο θα συμπλnρώσει το παζλ που μπορεί να φτιάχνω όλn την υπόλοιπη περίοδο ζωής.
* …Η καθnμερινότητα ποτέ δεν έπαψε να είναι για μένα αφορμή για έμπνευση. Με συγκινεί το γεγονός ότι δεν σταμάτnσα ποτέ να την αντέχω και να θέλω να τnς δώσω τιμή. Με συγκλονίζει το χαμόγελο που βγαίνει σε έναν άνθρωπο μετά την επίγνωση της δυσκολίας σ’ αυτή τη ζωή, φέροντας εκείνο το κρυμμένο τραύμα που έλεγα στη «Σωτnρία τnς Ψυχής» και οι άλλοι έλεγαν ότι δεν καταλάβαιναν. Συγκλονίζομαι με τους απλούς ανθρώπους και τα μεγάλα έργα τους. Όπως και με τους μεγάλους ανθρώπους όταν τους βλέπεις να είναι εργάτες σ’ αυτό που κάνουν. Όταν είναι έτοιμοι να σε ακούσουν με σοβαρότητα, να σε διδάξουν, είναι παρόντες χωρίς ρόλους.
* Παλιότερα γινόμουν απόμακρη και περίμενα από τον άλλο να με πλησιάσει ζητώντας μου εξηγήσεις, λόγους. Τώρα πια ξέρω ότι δεν χρειάζονται δραματικά πράγματα. Απλά όταν νιώθεις πως θέλεις να ψάξεις κάτι διαφορετικό, πρέπει να το κάνεις κι ας μη σε ακολουθήσουν οι άλλοι. Δεν σημαίνει ότι δεν σε αγαπούν. Είμαι με επίγνωση του τι σημαίνει φιλία και ξέρω ότι η μεγαλύτερη δημιουργία που κάναμε με τους συνεργάτες μου είναι η φιλία μας. Όπως ξέρω ότι υπάρχουν σχέσεις που τελειώνουν για να τελειώσουν και άλλες που τελειώνουν για να επαναπροσδιοριστούν.
* Δουλεύω τον εαυτό μου για να ενωθώ με τους άλλους και να προχωρήσω. Λοιπόν, αυτή είναι η πιο πολύτιμη στιγμή της από ‘δω και πέρα ζωής μου και δεν σταματάω μπροστά σε τίποτα. Η φράση με την οποία εννοώ τον εαυτό μου και τη ζωή μου από ‘δω και πέρα είναι μία: “Mε τον εχθρό παλεύω”. Δεν του κλείνω την πόρτα γιατί, ενώ τον βλέπω να με απειλεί, βρίσκω το κουράγιο και τη δύναμη να παραδεχτώ ότι έχει πίσω τόσα κρυφά και σκοτεινά πράγματα που κατ’ αυτόν έχει δίκιο. Και το εχθρός είναι μέσα σε εισαγωγικά. Δεν έχει σημασία αν είναι ιδέα, αν είναι άνθρωπος, αν είναι άλλο κράτος, αν είναι ο μισός μου εαυτός που μου εναντιώνεται. Σημασία έχει να μην αφήνω όλα αυτά πια να με πανικοβάλλουν. Τώρα αισθάνομαι πιο ώριμη και πιο ήσυχη’ είμαι πιο ανοιχτή με τους ανθρώπους. Λίνα Νικολακοπούλου
* Το κείμενο είναι αποσπάσματα από συνέντευξη που παραχώρησε
η Λίνα Νικολακοπούλου στην Κρυσταλία Πατούλη και τον
«Νταλκάς»
Τον έρωτα σε λέξη μια πώς να τον καταφέρω,
πάντως πιο ταιριαστός μου φαίνεται ο σεβντάς,
όχι σεκλέτι ή ντέρτι. Αγρίως υποφέρω
μα στην αγάπη δεν χωράει «ταν ή επί τας».
Δεν είναι δίλημμα η αγάπη, είναι σπαραγμός,
κι όταν μιλιέται κι όταν άρρητα πονάει.
Δεν είναι λίμνη η αγάπη, είναι ποταμός,
κι αν καμωθείς το βράχο, σε σαρώνει όπως ξεσπάει.
Σεβντάς, λοιπόν, λαχτάρα που αγριεύει,
και ρήματα σοφίζεται και μουσική
όταν με το κενό και την απόσταση παλεύει,
κι ας ξέρει πως αγιάτρευτη η πληγή.
Νταλκάς, σεβντάς και ντέρτι και σεκλέτι
- α, γλώσσα ωραία, πλούσια ελληνική.
Γλώσσα του έρωτα του κόσμου όλες οι γλώσσες
- κι όλες μαζί λαβαίνουν νόημα απ’ τη σιωπή
«Ανώνυμο»
Α μωρέ Πάνο/ Πόσα τραγούδια θ’ απομείνουν ατραγούδιστα
και πόσοι στάσιμοι χοροί/ ματαιωμένοι.
Κι ας επιμένει η γλώσσα/ να γυρνάει λέξεις και μουσικές σαν ξόρκια
Κι ας δοκιμάζει το κορμί να εγερθεί/ και να κινήσει
Βουβά θα μείνουν τα τραγούδια μας/ μωρέ Δήμο/ το σώμα αργό
καθηλωμένο από της μνήμης το φαρμάκι
γιατί δε γίνονται χοροί χωρίς παρέα/ και τα τραγούδια μας
συνδυό- συντρείς ή τίποτε
Κι είμαστε πια πληνδυό- πληντρεις
Κι είμαστε πια πληνδυό- πληντρείς- πλην πόσοι
- είμαστε τάχα;
Και τα τραγούδια μας γυρνούν αυθόρμητα
σε μοιρολόι/ μωρέ μάνα/ σε μοιρολόι αδάκρυτο
Μόνο το αίμα του θυμού το υγραίνει
Το αίμα ενός πατέρα που υπήρξε λείποντας.
«Καπνός αι ημέραι μου»
Μα τι θαρρούν οι άκαπνοι./ Πώς έτσι απλά κόβεται το ρημάδι
Τάχα υπόθεση δαχτύλων και συνήθειας;/ Πώς σημαδεύεις με την κόκκινη γραμμή
Ένα τσιγάρο/ Το κυκλώνεις/ Και καθαρίζεις
Απαγορεύεις αποκλείεις οστρακίζεις;
Χορτάρι λένε πώς καπνίζουμε ή χαρτί;/ Λέξεις καπνίζουμε.
Όσες μας δόθηκαν ακέραιες να πανηγυρίζουν
Κι όσες απόμειναν χλομές./ Και ιστορίες./ Τις τρεις, τις πέντε ιστορίες
Που απαρτίζουν έναν άνθρωπο./ Φιλιά και λέξεις./ Παρέες γέλια ανέκδοτα
Τραγούδια μοιρολόγια/ Κρασί και τσίπουρο/ Φαρμάκια
Γονατισμένες μνήμες/ Κομμένους δρόμους/ Όνειρα διψαλέα
Ηττημένα όνειρα/ Πρόσωπα ανεπίστροφα
Το τρέμουλο του πρώτου αγγίγματος
Τον τρόμο του στερνού.
Αυτά ο καπνός μας/ Αυτά το σήμα το ευανάγνωστο.
Και σπίρτο δε χρειάζεται/ Καν αναπτήρας.
Αρκεί μια σπίθα τοσηδά/ Απ’ την τριβή του νου
Στης μνήμης μας την πέτρα πάνω.
Γερνάει ωστόσο ο και ρός/ Αγκομαχάει το αίμα
Μαχαίρι λένε οι γιατροί/ Ρουφώντας τον καπνό τους απολαυστικά.
Μαχαίρι. Πού το πρόβλημα.
Θα υπάρχουν πάντοτε ιστορίες να καπνίζουμε/ από μέσα μας
Ή, σε άλλα ελληνικά, ωμότερα/
θα υπάρχει πάντα βίος για να ζήσουμε από μέσα μας.
Πλην κάποτε καπνίζουμε το εαυτό μας να καπνίζει
Ποζάροντας σε άφαντο καθρέφτη
Ντυμένοι ύφος μελαγχολικό, περίσκεπτο.
Αλλά και τότε την αλήθεια μας καπνίζουμε,
Μόνο δεν έχει αίμα ο καπνός.
(Π. Μπουκάλας, Ρήματα, εκδ. Άγρα -Κρατικό Βραβείο Ποίησης )
Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ' του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν' αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν' αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ' ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή. Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια Πατήσια Μεταξουργείο Μέτς.
Κάνουν ότι λάχει.
Πλασιέ τσελεμεντέδων και εγκυκλοπαιδειών
φτιάχνουν δρόμους και ενώνουν έρημους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
επαγγελματίες επαναστάτες
παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
τώρα παίρνουν χάπια
και οινόπνευμα για να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται.
Εμένα οι φίλοι μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια Βικτόρια Κουκάκι Γκύζη.
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
Τις ενοχές σας αποφάσεις συνεδρίων
δανεικά φουστάνια
σημάδια από καύτρες περίεργες ημικρανίες
απειλητικές σιωπές κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες καθυστέρηση
το τηλέφωνο το τηλέφωνο το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά το ασθενοφόρο κανείς.
Κάνουν ότι λάχει.
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουνε με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
γράφουνε σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δικιά σας μόνο για γλείψιμο κάνει.
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στα χέρια σας. Στο λαιμό σας. Οι φίλοι μου.
Αν όλα τα παιδιά της γης
πιάναν γερά τα χέρια
κορίτσια αγόρια στη σειρά
και στήνανε χορό
ο κύκλος θα γινότανε
πολύ πολύ μεγάλος
κι ολόκληρη τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Αν όλα τα παιδιά της γης
φωνάζαν τους μεγάλους
κι αφήναν τα γραφεία τους
και μπαίναν στο χορό
ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και δυο φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ.
Θα ’ρχόνταν τότε τα πουλιά
θα ’ρχόνταν τα λουλούδια
θα ’ρχότανε κι η άνοιξη
να μπει μες στο χορό
κι ο κύκλος θα γινότανε
ακόμα πιο μεγάλος
και τρεις φορές τη Γη μας
θ’ αγκάλιαζε θαρρώ!
Κάνε εκείνο που σου βγαίνει και για μένα μη σκεφτείς
η ζωή που μου απομένει θα έχει ακόμα ένα χωρίς
Άλλος τώρα σε κρατάει, άλλος έχει αυτό που θες
σου το λέει πως σ’ αγαπάει και σ’ ακούει να του το λες
Μια ζεστή βροχή στους δρόμους και μια σκόνη από φωτιά
η ζωή δεν έχει νόμους και η αγάπη σιγουριά
είμαι μόνος ήμουν πάντα σε κρατούσα ένα πρωί
το πρωί κρατάει για πάντα αλλά εσύ δεν είσαι εκεί
Άλλος τώρα σε κοιτάει άλλος έχει αυτό που θες
σου το λέει πως σ’ αγαπάει και σ’ ακούει να του το λες
Όλα είν’ ίδια μόνο αλλάζει η γωνία που θα τα δεις
κάνε εκείνο που σου μοιάζει και για μένα μη σκεφτείς
Γίνε εκείνο που σου μοιάζει και για μένα μη σκεφτείς
«[...]Το κακό είναι ότι οι ηγέτες μας δε μας έχουν επαρκώς προετοιμάσει για μια βιομηχανοποιημένη κοινωνία.Δυστυχώς οι πολιτικοί μας είναι ή ανίκανοι ή διεφθαρμένοι.Καμιά φορά,την ίδια μέρα αμφότερα.Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει με απάθεια τις ανάγκες του ανθρωπάκου .Αν είσαι κάτω απ’το ένα εβδομήντα,είναι αδύνατο να πετύχεις το γερουσιαστή σου στο τηλέφωνο.Δεν αμφισβητώ ότι η δημοκρατία παραμένει η καλύτερη μορφή διακυβέρνησης.Τουλάχιστον στη δημοκρατία οι πολιτικές ελευθερίες διατηρούνται.Κανένας πολίτης δεν επιτρέπεται να βασανιστεί αδικαιολόγητα,ούτε να φυλακιστεί,ούτε να υποχρεωθεί να παρακολουθήσει μέχρι τέλους κάτι έργα του Μπρόντγουει. Κι όμως,αυτά απέχουν παρασάγγες απ’όσα συμβαίνουν στη Σοβιετική Ένωση.Με τον τέλειο ολοκληρωτισμό τους, αν κανένα άτομο συλληφθεί απλώς και μόνο να σφυρίζει,καταδικάζεται σε τριάντα χρόνια στα κάτεργα.Αν μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχίζει να σφυρίζει, τον στήνουν στον τοίχο.Να συνοδεύει αυτόν το βάρβαρο φασισμό βρίσκουμε το τσιράκι του,την τρομοκρατία.Ουδέποτε στην ιστορία δίσταζε τόσο ο άνθρωπος να κόψει την κοτολέτα του απ΄το φόβο μην εκραγεί.Η βία προκαλεί περισσότερη βία και έχει προβλεφθεί ότι περί το 1990 η απαγωγή θα είναι η κυριαρχούσα μέθοδος κοινωνικής αλληλεπίδρασης.Ο υπερπληθυσμός θα επιδεινώσει τα προβλήματα ως εκεί που δεν παίρνει άλλο.Οι αριθμοί μας λένε ότι ήδη υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι επί της γης απ’όσους χρειαζόμαστε για να κουβαλήσουμε ακόμη και το πιο βαρύ πιάνο.Αν δεν πούμε ένα στοπ στην αναπαραγωγή,περί το 2000 δε θα υπάρχει χώρος να σερβιριστεί το δείπνο,εκτός κι αν κανένας δέχεται να βάλει το τραπέζι του πάνω σε κεφάλια αγνώστων.Ύστερα κι εκείνοι δε θα πρέπει να κινούνται επί μία ώρα,όσο εκείνος θα τρώει.Βέβαια η ενέργεια θα’χει μειωθεί στο ελάχιστο,και σε κάθε ιδιοκτήτη αυτοκινήτων θα χορηγείται τόση βενζίνη όση χρειάζεται για να κάνει όπισθεν λίγα εκατοστά.
Αντί ν’αντιμετωπίζουμε αυτές τις προκλήσεις,το ρίχνουμε σε διάφορες διασκεδάσεις,όπως τα ναρκωτικά και το σεξ.Ζούμε σ’εξαιρετικά ανεκτική κοινωνία.Ουδέποτε υπήρξε η πορνογραφία τόσο διαδεδομένη όσο σήμερα.Και πόσο κακοφωτισμένα είναι αυτά τα φιλμ!Είμαστε άνθρωποι που στερούνται καθορισμένων στόχων.Δε μάθαμε ποτέ ν’αγαπάμε. Στερούμεθα ηγετών και συνεπώς προγραμμάτων.Δεν έχουμε πνευματικό κέντρο. Παραδέρνουμε ολομόναχοι στο σύμπαν,ξεσπώντας με τερατώδη βιαιότητα ο ένας στον άλλον,απογοητευμένοι,πονεμένοι. Ευτυχώς,δεν έχουμε χάσει την αίσθηση του μέτρου.Συνοψίζοντας,είναι φανερό ότι το μέλλον κρύβει μεγάλες ευκαιρίες.Κρύβει και παγίδες.Το κόλπο είναι ν’αποφύγουμε τις παγίδες,ν’αδράξουμε τις ευκαιρίες, και να γυρίσουμε σπίτι πριν τις έξι.»
Απόσπασμα από το βιβλίο “Παρενέργειες” που περιλαμβάνεται στο “Woody Allen Όλα τα γραπτά του” του σπουδαίου Woody Allen, σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση από τις εκδόσεις Bell.
--- ---- ----- ----- -----
-Το να είσαι συγγραφέας είναι υπέροχο, επειδή ξυπνάς το πρωί και γράφεις στο δωμάτιό σου. Και εκεί μέσα όλα είναι υπέροχα, και δεν χρειάζεται να βγαίνεις. Eτσι, μπορείς να φαντάζεσαι ότι γράφεις το Πολίτης Κέιν ή κάποιο άλλο αριστούργημα. Αλλά όταν έρχεται η ώρα να το γυρίσεις, η πραγματικότητα σε προσγειώνει. Τότε όλες σου οι ιδέες περί ενός αριστουργήματος μετατρέπονται σε μια πόρνη για να καταφέρεις με κάθε τρόπο να σωθείς από μια σίγουρη καταστροφή.
-Η μαμά μου έλεγε ότι ήμουν ένα πολύ γλυκό και ευτυχισμένο μωρό. Και μετά, κάπου γύρω στα 5, έγινα δύστροπος, ξινός. Αυτό έγινε γιατί συνειδητοποίησα τη θνητότητά μου και δεν μου άρεσε καθόλου.
-Το πιο άθλιο πράγμα στην παιδική μου ηλικία ήταν μάλλον το γεγονός ότι ήμουν νέος. Αν μπορούσα να ήμουν μεγαλύτερος τότε, νομίζω ότι θα γλίτωνα από πολλά.
-Η μητέρα μου με άφηνε με τους συγγενείς γιατί δούλευε. Θυμάμαι μία από αυτούς, όταν ήμουν μικρός στην κούνια, που μου εξηγούσε ότι, αν ήθελε, θα μπορούσε να με σκοτώσει και μου έδειχνε πώς μπορούσε να με πνίξει με μια κουβέρτα μέχρι να πάθω ασφυξία και μετά να με τυλίξει και να με πετάξει έξω στον κάδο. Αν ήταν 10% πιο τρελή, ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος κατά έναν ατακαδόρο!
-Αρχισα να ασχολούμαι με το κλαρινέτο στα 15. Είναι πολύ ευχάριστο να παίζεις ένα όργανο και ακόμα πιο διασκεδαστικό να παίζεις ομαδικά. Και, φαίνεται, αρέσουμε, γι' αυτό έρχονται να μας ακούσουν.
-Υποκριτής ειναι αυτός που γράφει ένα βιβλίο υπέρ του αθεϊσμού και προσεύχεται να πουλήσει.
-Οταν είσαι πολύ νέος, βγαίνεις έξω, πας σινεμά, για μπόουλινγκ, στα ντράιβ ιν... Και μετά δεν έχεις πού να πας, και παντρεύεσαι γιατί δεν έχεις τι άλλο να κάνεις: «Πήγε οκτώ, ας παντρευτούμε!» Ετσι παντρευτήκαμε με την πρώτη μου γυναίκα. Ημασταν ακόμα παιδιά.
-Το 1956 με συμβούλευσαν να πάω στο Τάμιμεντ για να αποκτήσω εμπειρία γράφοντας όχι μόνον ανέκδοτα, αλλά 3λεπτα, 5λεπτα ή 8λεπτα σκετς. Τη Δευτέρα το πρωί έγραφες και μέχρι την πρόβα της Πέμπτης έπρεπε να το 'χεις έτοιμο. Ηταν εξοντωτικό, αλλά μάθαινες να γράφεις.
-Εκανα τα πάντα εκείνον τον καιρό, στην αρχή: Πάλεψα με ένα καγκουρό, τραγούδησα το Little Sir Echo με ένα σκύλο. Αυτό ήταν μέρος ενός σχεδίου του Τζακ Ρόλινς με στόχο να επιβάλει την παρουσία μου στην τηλεόραση και να γίνω δημοφιλές όνομα.
-Εχω πει πολλές φορές πως αν είχα σκηνοθετήσει εγώ την πρώτη μου ταινία, θα γινόταν μια πολύ, μα πολύ πιο αστεία ταινία, αλλά θα έβγαζε και πολύ λιγότερα χρήματα. Δεν πήγα να τη δω γιατί ήμουν πολύ θυμωμένος και ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναέκανα ποτέ ταινία αν δεν ήμουν εγώ ο σκηνοθέτης, αν δεν είχα τον πλήρη έλεγχο.
-Για μένα, η Λουiζ (σ.σ. Λάσερ, η δεύτερη σύζυγός του) ήταν μια οπτασία. Με συγκλόνισε η μαγευτική της εικόνα. Ποτέ δεν δουλέψαμε μαζί όσο ήμασταν παντρεμένοι γιατί πιστεύαμε ότι θα χαλούσε ο γάμος μας. Αφού χωρίσαμε, μπορούσαμε πλέον να συνεργαστούμε -και, φυσικά, της έδινα και λιγότερα.
-Δεν έχω κάτι καλό να πω για το σχολείο. Ημουν ο χειρότερος μαθητής του κόσμου και το μισώ μέχρι και σήμερα. Το θυμάμαι σαν να ήταν κατάρα.
-Συνήθιζα να κάνω κοπάνες με διάφορους και να πηγαίνουμε σινεμά στο Μανχάταν. Ηταν οι πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής μου.
-Ο Μπέργκμαν τα είχε πει όλα στον κινηματογράφο. Ετσι, βρέθηκα στην παράξενη θέση όπου ήμουν επηρεασμένος από τον Γκράουτσο Μαρξ, τον Μπομπ Χοουπ και τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Ετσι, έκανα το Love & Death, που ήταν επηρεασμένο από τον Μπέργκμαν, αλλά ήταν ξεκάθαρα και κωμικό μαζί.
-Εδωσα μεγαλύτερη αξία στο τραγικό απ' ό,τι στο κωμικό. Πάντα πίστευα ότι το τραγικό στο θέατρο και στις ταινίες αντιμετωπίζει κατά μέτωπο την πραγματικότητα και δεν σατιρίζει απλώς, δεν την απαλύνει με αστειάκια. Είναι πιο δύσκολο για μένα και θέλει δουλειά, αλλά αντλώ περισσότερη ευχαρίστηση από ένα δύσκολο εγχείρημα παρά από ένα που ξέρω ότι είναι πιο σίγουρο.
Tα αποσπάσματα προέρχονται από την ταινία-ντοκιμαντέρ του Robert B. Weide Woody Allen: A Documentary.Από τoν Βλάση Μαρωνίτη
Το φεστιβάλ θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 25 Νοεμβρίου, στο CAMP / Contemporary Art Meeting Point, Απελλού 2 & Ευπολίδος 4, Πλ.Κοτζιά, Αθήνα.Festival Concept / Curator Γιώργος Ζαμπουλάκης Σκηνοθέτης
Παρασταση μελοποιημένης ποίησης, με τους Παντελή και Μιχάλη Καλογεράκη.
Στο πιάνο και στην κιθάρα ο Μιχαλης.
Οι τάδε θα τραγουδήσουν μελοποιημένα ποιήματα, σε δική τους μουσική.
Ποιήματα των Μ. Γκανά, Ν. Σιώτη, Ν. Μοσχοβάκο, Ο. Ελύτη, Στίγκα, Σεφέρη, Neruda, κι πολλών άλλων..
Σαββατο 12/1/2013 Στις 21:30
Κάποια μέρα, αξιολάτρευτο πλάσμα,
Δεν θα είμαι πια για σένα παρά μόνο ανάμνηση,
Χαμένη μέσα στην γαλανομάτα μνήμη σου,
Χαμένη, θαμμένη, τόσο μακριά, τόσο μακριά!
Θα ξεχάσεις το προφίλ μου με τη γαμψή μύτη,
Το στεφανωμένο από τον καπνό των τσιγάρων μετωπό μου,
Το συνεχές γέλιο μου που εκνευρίζει τους ανθρώπους,
Και τα άπειρα ασημένια δαχτυλίδια πάνω στο φιλόπονο χέρι μου,
Και τη σοφίτα μας, που μοιάζει με καμπίνα πλοίου,
Και την ακαταστασία των χαρτιών μου.
Θα ξεχάσεις την τρομερή χρονιά, που την εξαΰλωσε η Δυστυχία.
Ήσουν τόσο μικρή κι εγώ τόσο νέα ακόμα!
---
Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο
Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,
Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,
Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι,
Και πάνω στο φλοιό των αιωνόβιων δέντρων,
Και στο τέλος, για να το μάθουν όλοι,
Ότι αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες!
Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα.
---
Μικρέ μου Μουρ, συγχώρεσέ με, αλλά αργότερα τα πράγματα θα χειροτέρευαν. Είμαι σοβαρά άρρωστη, δεν είμαι πια ο εαυτός μου. Σε αγαπώ τρελά. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσα πια να ζήσω. Πες στον μπαμπά και στην Άλια, αν τους δεις, ότι τους αγάπησα μέχρι την τελευταία στιγμή και εξήγησέ τους ότι βρισκόμουν σε αδιέξοδο.
(στο γιο της)
Κλείνει πίσω του την πόρτα. Το σπίτι ήσυχο, σιωπηλό, άδειο όχι, δεν είναι. Το φως του απομεσήμερου σχηματίζει γραμμές στον τοίχο πίσω απʼ τα κλειστά παντζούρια. Τα ανοίγει και αφήνει το βλέμμα του να χαθεί για λίγο στα χρώματα της μοναχικής πασχαλιάς, στον κήπο που μάταια προσπαθεί να αντισταθεί στην αδιαφορία του.
Απλώνει το χέρι και χαϊδεύει τους δίσκους του. 20 χρόνια και, μια ζωή κρυμμένα καλά μέσα σʼ αυτούς. Στιγμές, σκέψεις, όνειρα, επιθυμίες. Όλα εκεί. Τους χαϊδεύει, τους αγγίζει, αφήνει το μυαλό να περιπλανηθεί στην ψυχή, μέχρι να διακρίνει τι θέλει νʼ ακούσει…..
Η «Φανταστική Συμφωνία» είναι το έργο αυτό με το οποίο το όνομα του Hector Berlioz είναι άρρηκτα συνδεδεμένο. Γραμμένη στα 1829-1830, η “La Symphonie Fantastique– Episode de la vie dʼ un artiste”, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο κοινό στα 1830 υπό την διεύθυνση του φίλου του συνθέτη, Francois Habeneck. Αναθεωρήθηκε όμως αρκετές φορές από τον συνθέτη του στα επόμενα χρόνια για να φτάσει στην - αρκετά διαφορετική από την αρχική - τελική της μορφή κάπου στα 1845.
Το έργο είναι εμπνευσμένο από τον έρωτα του 24χρονου τότε Berliozγια την Ιρλανδή ηθοποιό Henrietta Smithson. Την είδε να παίζει την Ophelia όταν ο θίασός της ανέβασε στο Παρίσι Άμλετ. Κι εδώ, ξεκινά το δικό του ταξίδι, η δική του περιπέτεια.
1.Reveries - Passions
2.Un Bal
3.Scene aux Champs
4.Marche au Supplice
5.Songe dʼ une nuit du Sabbat
Πρόθεση του Μπερλιόζ ήταν να αναπαραστήσει σκηνές από την ζωή ενός νέου και ευαίσθητου καλλιτέχνη, εν προκειμένω του εαυτού του, μέσα από οράματα τα οποία επανέρχονται και στις πέντε πράξεις του έργου, σαν τις μορφές αγαπημένων προσώπων, είναι αυτή η idee fixe που εμφανίζεται εδώ, αναζητώντας, αφού δεν υπάρχουν λέξεις, την έκφραση των συναισθημάτων μέσα από την μουσική, τη ροή του πάθους και του δράματος μέσα από νότες.
Part I. Reveries – Passions
Largo – Allegro agitato ed appassionato assai
Ένας νεαρός μουσικός υποφέροντας από το πάθος, βλέπει μια γυναίκα που συνδυάζει όλα όσα γι αυτόν ορίζουν την τέλεια γυναίκα και την ερωτεύεται παράφορα. Η εικόνα της επιστρέφει κάθε φορά στο μυαλό του σαν ένα μουσικό θέμα, γεμάτο από το πάθος που νιώθει γι αυτήν περιβεβλημένο με όλη την ευγένεια και το σεβασμό που οφείλει στο αντικείμενο του πόθου του. Εδώ, είναι όλα…η μετάβαση από την απόλυτη χαρά στη δυσβάσταχτη θλίψη, η μελαγχολία και το πάθος, η ζήλεια, ο πόθος, ο φόβος της απόρριψης, η ευτυχία, η λατρεία γι Αυτή.
Πόσες φορές κυνήγησε το ανολοκλήρωτο; Πόσες φορές τον κυνήγησε αυτό; Εικόνες, όχι, είπαμε όχι εικόνες, μνήμες, στιγμές, η αίσθηση της απόλυτης τελειότητας, την πλησιάζει, θέλει να την αγγίξει, μα δεν θέλει να κάνει τίποτα απʼ όλα αυτά. Μόνο να την κοιτάζει θέλει , να την θαυμάζει, το δέρμα της λευκό, διάφανο, εύθραυστη σαν κινέζικη πορσελάνη, δεν είναι ότι δεν τολμά, δεν τόλμησε, δεν θέλει να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Μόνο να είναι εκεί θέλει, να την κοιτάζει, να την λατρεύει, νʼ αποφεύγει το βλέμμα της γιατί φοβάται μη χαθεί μέσα του…..
Part II. Un Bal
Προσπαθεί μάταια να ξεφύγει από το πάθος του κι απ την εμμονή του.
Part III. Scene aux Champs
Μόνος, στη φύση, σʼ ένα μελαγχολικό ποιμενικό σκηνικό μιας ζεστής καλοκαιρινής νύχτας, είναι η ώρα του απολογισμού, η απογύμνωση της ψυχής, ο ήχος του ανέμου μέσα απʼ τα φύλα των δένδρων, η γαλήνη του τοπίου αρκούν για να του δώσουν μια αίσθηση αισιοδοξίας, ελπίδας, που όμως τόσο εύκολα πάλι εδώ, στο adagioκατακρημνίζεται απʼ τους φόβους και τις αμφιβολίες της απόρριψης, και τα κακά προαισθήματα που τον καταλαμβάνουν.
PartIV. Marche au Supplice
Σίγουρος για την απόρριψη των αισθημάτων του δηλητηριάζεται με όπιο. Δόση τέτοια που αντί να τον οδηγήσει στο θάνατο, τον οδηγεί σε μια σειρά από οράματα, παράξενα, στοιχειωμένα, βλέπει να σκοτώνει την αγαπημένη του, να οδηγείται στο ικρίωμα, και τέλος, παρακολουθεί το θάνατό του.
Σκέφτεται τα χρόνια που πέρασαν. Χρόνια που ο ίδιος άφησε να κυλήσουν και να φύγουν από πάνω του σα νερό σε τρύπιο κανάτι….τʼ αφιέρωσε αλλού. Δική του απόφαση. Χρωστάς σε κάποιους την ύπαρξή σου, δεν στη χρωστάνε. Και πρέπει να είσαι εκεί. Βαρύ το τίμημα. Ίσως, για κάποιους. Γιʼ αυτόν, όχι. Συνήθισε πιά αυτήν την πάλη με τον εαυτό του. Τα θέλω του. Χαλιναγώγησε τα πάθη του. Τις περισσότερες φορές. Κανείς δεν του είχε πει ότι αυτή, είναι ένα βραβείο, ένα κύπελλο, μα ταυτόχρονα κι ένα βέλος, κι αυτός, ένα όργανο γλυκύτατης εξουσίας που σαΐτευε τον ουρανό, με το μόνο σταθερό σημείο που είχε ποτέ το Σύμπαν με το σημείο που ο ίδιος του χάριζε ύπαρξη με την ανάσα του για εκείνη μόνο τη στιγμή…
Part V. Songe dʼ une nuit du Sabbat
Μάγοι, ξωτικά, απόκοσμοι ήχοι κι ανατριχιαστικές κραυγές στη νύχτα της κηδείας του..το όραμα είναι πάλι εδώ, μόνο που πιά, είναι λιγότερο τρυφερό, λιγότερο αισθαντικό, λίγο πρόστυχο, είναι εδώ που ηχούν πένθιμα οι καμπάνες, εδώ, που ο χορός της, που ήταν μόνο για τα δικά του μάτια μετατρέπεται σʼ ένα διαβολικό όργιο Στιγμές σαν κι αυτή, κλείνει τα μάτια κι αφήνεται στη μουσική…κάνει έναν απολογισμό. Πόνος; Θλίψη; Όχι, δεν είναι αυτά που μένουν στο τέλος. Μέσα στον διαρκή αγώνα της καθημερινότητας, στην πάλη για την επιβίωση σʼ ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο εχθρικός, σε φιλίες που χάνονται, μόνο η εικόνα της, μόνο το ταξίδι στις στιγμές μαζί της, είναι αρκετό να ξυπνήσει τις αισθήσεις μέσα του, να θέσει την ψυχή του σε εγρήγορση, να λάμψουν μπροστά του όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τι κι αν μένει στο βάθος μια αίσθηση λίγο μελαγχολική; Μια μαρμαρυγή φωτός πάνω σε σφαίρα, που λέει ότι στην Ύπαρξη ουδέν ρει; Αυτή, ήταν εκεί, υπήρξε, τον κοίταξε στα μάτια, του χάϊδεψε τα μαλλιά, στο βλέμμα της τα έλεγε όλα….Κι αν την άφησε να φύγει, κι αν δεν ταξίδεψε μακριά να την ξαναβρεί, πάντα, να, σαν τώρα, σαν της καμπάνες που ηχούν στο Πέμπτο μέρος, ένα άγριο κύμα τον παρασύρει, σαν νʼακούει τον ψίθυρο της φωνής της στʼ αυτιά του. Γιατί, τι σημασία έχει να φτάσει στο τέλος του ταξιδιού; Σημασία έχει ότι ταξίδεψε μέσα της. Στην ψυχή της.
Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΝΑΒΑΛΛΕΤΑΙ Καθόταν στο γραφείο του σκεπτικός. Οι εφημερίδες είχαν εκτιμήσει την τελευταία του δήλωση σαν προειδοποίηση για τις μελλοντικές του ενέργειες. Μάλιστα σε δύο απ’αυτές δεν έμενε καμία αμφιβολία ότι σύντομα θα εξήγγειλε την δημιουργία νέου κόμματος. Η πολιτική σήψη, το οικονομικό αδιέξοδο, οι αφόρητες έξωθεν πιέσεις επέβαλαν κάτι τέτοιο, έγραφαν. Μειδίασε ικανοποιημένος. Ναι είχε αυτή την ανθρώπινη μικρή φιλοδοξία. Με κάθε τρόπο ήθελε να σώσει τον τόπο του. Οραματίστηκε εκστασιασμένος τον εαυτό του σωτήρα – πρωθυπουργό. Τα πλήθη να τον αποθεώνουν, οι τηλεοράσεις στα δελτία ειδήσεων να μιλούν για το εμπνευσμένο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Τον χάλασε λίγο το τελευταίο αφού είχε αναβάλει πολλάκις να βρει λύση, έστω και πρόχειρα, που θα έδινε ελπίδες για την έξοδο από την κρίση. Συνοφρυώθηκε και υπερασπίστηκε μέσα του την ολιγωρία αυτή. Εξάλλου τώρα είχε φτάσει η στιγμή να μελετήσει τα προβλήματα προσεκτικά σε βάθος και να διατυπώσει με τρόπο που να μην επιδέχεται αμφισβητήσεις τις προτάσεις του. Ξέσφιξε λίγο την γραβάτα του, έβαλε το χέρι στο μέτωπο κι άρχισε να ονειροπολεί ξετρελαμένος με τις σκέψεις του. Η πολιτικοί του αντίπαλοι θα ένιωθαν έντονα την παρουσία του, μα περισσότερο οι εσωκομματικοί ανταγωνιστές. Πρέπει να καθαρίζουμε μ’αυτούς οριστικά συλλογίστηκε πεισμωμένος. Έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να ταξιδεύει … να ταξιδεύει στο ωραίο μέλλον της δόξας του. Τον επανέφερε όμως στην τρέχουσα στιγμή το χτύπημα του τηλεφώνου. Το σήκωσε βαριεστημένα. Επρόκειτο για μερικές ερωτήσεις που θα του έκανε ο αθλητικογράφος του ραδιοσταθμού των σπορ, «Νο στο ντόπινγκ» σχετικά με την ήττα της αγαπημένης του ομάδας στο κρίσιμο ευρωπαϊκό της παιχνίδι. Έβαλε τα δυνατά του – πολύ τον είχε πειράξει αυτή η ήττα – κι άρχισε διεξοδικά, να αναλύει τις φάσεις, τα λάθη των αμυντικών, την έλλειψη συνοχής, μα κυρίως τον ατομισμό του σέντερ φορ που ήθελε για τον εαυτό του τις δάφνες του σκοραρίσματος. Ακόμα δεν παρέλειψε με πειστικό τρόπο να σχολιάσει το σύστημα του προπονητή και την λάθος τακτική του με επιχειρήματα. Τέλος εξέφρασε την αισιοδοξία – πάντα – για το μέλλον και διατράνωσε την πίστη του στην ομάδα. Ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνατε εν μέσω τόσων ασχολιών σας κ.Υπουργέ, η συζήτησή μας ήταν άκρως ενδιαφέρουσα έκλεισε την εκπομπή του ο αθλητικογράφος. Έβαλε το ακουστικό στην θέση του ταραγμένος. Τι ήταν αυτός πάλι να ανακαλέσει στο μυαλό του την οδυνηρή ήττα της ομάδας ; Εκνευρισμένος χάιδεψε το σαγόνι του, κάτι μονολόγησε και σηκώθηκε. Ο προγραμματισμός της σωτηρίας του τόπου μπορούσε να περιμένει. Δεν χάθηκε δα ο κόσμος για μιαν ακόμη αναβολή. Καθώς έβγαινε από την πόρτα είδε το ρολόι του. Καθυστερημένα θα έφτανε πάλι στο ραντεβού του με τον κορυφαίο παράγοντα που θα στήριζε οικονομικά το εγχείρημά του για τη δημιουργία νέου κόμματος.
Για να ακουσετε τον Β.Νοττα να διαβαζει το ποιητικο κειμενο του Νικου Μοσχοβακου εδω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Που θα 'θελα να σε υιοθετήσω Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Για να σε κοιμηθώ παράνομα Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.