"Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΘΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙ ΑΘΟΡΥΒΑ
ΚΑΙ ΘΑ 'ΧΕΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ"
σημείωση
πνίξτε τους κύκνους στα βρωμόνερα,
κατεδαφίστε τις πινακίδες,
δοκιμάστε τα δηλητήρια,
χωρίστε τις αγελάδες
απ’ τους ταύρους,
τα φυτά απ’τον ήλιο,
πάρτε τα φιλιά λεβάντας απ’τη νύχτα μου,
βγάλτε τις ορχήστρες συμφωνικής μουσικής στους δρόμους
σα ζητιάνους,
ακονίστε τα νύχια,
μαστιγώστε τις πλάτες των αγίων,
ετοιμάστε τα βατράχια και τα ποντίκια για τις γάτες,
κάψτε τους μαγευτικούς πίνακες,
κατουρίστε το χάραμα,
η αγάπη μου
είναι νεκρή.
τύχη
κάποτε
ήμασταν νέοι
σε αυτή
τη μηχανή…
πίνοντας
καπνίζοντας
χτυπώντας τη γραφομηχανή
ήταν η πιο
θαυμάσια
μαγευτική
εποχή
ακόμα
είναι
μόνο που τώρα
αντί
να προχωράμε εμείς
προς τον
χρόνο
εκείνος
προχωρά
προς εμάς
κάνει την κάθε λέξη
να τρυπά
βαθιά
το χαρτί
ξεκάθαρα
γρήγορα
σκληρά
να κλείνει
ένα κενό
που όλο στενεύει.
ηλιοβασίλεμα
κανείς δε λυπάται που φεύγω
ούτε ακόμα κι εγώ
όμως θα πρέπει να υπάρξει κάποιος τροβαδούρος
ή τουλάχιστον ένα ποτήρι κρασί.
ενοχλεί πιστεύω τους νεώτερους κυρίως•
ένας μη βίαιος, αργός θάνατος,
κι όμως κάνει τον κάθε άνθρωπο να ονειρεύεται•
εύχεσαι να υπήρχε ένα παλιό καράβι
με πανιά άσπρα απ’ τ΄αλάτι
και η θάλασσα να σκορπά υπαινιγμούς αθανασίας.
θάλασσα στη μύτη
θάλασσα στα μαλλιά
θάλασσα στο μεδούλι, στα μάτια
και ναι, εκεί στο στήθος
θα μας λείψει άραγε
η αγάπη της γυναίκας, η μουσική, το φαγητό,
ή το χοροπήδημα του μεγάλου μειώδους αλόγου
να κλωτσά λάσπη και πεπρωμένα
ψηλά και μακριά
σε μια μόνο στιγμή
την ώρα της δύσης;
όμως τώρα είναι η σειρά μου
και δεν υπάρχει τίποτα το μεγαλειώδες σ’αυτό
γιατί δεν υπήρχε τίποτα το μεγαλειώδες
πιο πριν
και σε κανένα μας, όπως τα σκουλήκια
που τα’χουν απομακρύνει απ’ το μήλο,
δεν του αξίζει καμιά αναστολή,
ο θάνατος εισέρχεται στο στόμα μου
και σα φίδι τυλίγεται στα δόντια μου
κι αναρωτιέμαι εάν με τρομάζει
ο σιωπηλός αλύπητος θάνατος
που μοιάζει με τριαντάφυλλο
που ξεραίνεται.
απόψε
πόσα από τα κύτταρα του εγκεφάλου μου δεν έχουν καταστραφεί από
το αλκοόλ
κι εγώ κάθομαι τώρα εδώ και πίνω
όλοι οι σύντροφοί μου στο ποτό πεθαμένοι,
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
πίνω μόνος τώρα.
πίνω με τον εαυτό μου και για τον εαυτό μου.
πίνω για τη ζωή μου και για τον θάνατό μου.
η δίψα μου ακόμα δεν ικανοποιήθηκε.
ανάβω ένα τσιγάρο ακόμη, γυρίζω αργά
το μπουκάλι, το
θαυμάζω.
όμορφη παρέα.
χρόνια έτσι.
τι άλλο θα μπορούσα να είχα κάνει
και να το κάνω τόσο καλά;
έχω πιει περισσότερο από τους πρώτους
εκατό ανθρώπους που θα συναντήσεις
στον δρόμο
ή θα δεις στο τρελάδικο.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
ανήκω πια στους μεγαλύτερους πότες
των αιώνων.
με έχουν επιλέξει.
σταματάω τώρα, σηκώνω το μπουκάλι, καταπίνω μια
μεγάλη γουλιά.
μου είναι αδύνατον να σκεφτώ ότι
κάποιοι έχουν στ' αλήθεια σταματήσει και
γίνανε νηφάλιοι
πολίτες.
με στεναχωρεί.
είναι στεγνοί, βαρετοί, ασφαλείς.
ξύνω την κοιλιά μου και ονειρεύομαι το
άλμπατρος.
το δωμάτιο αυτό είναι γεμάτο από μένα κι εγώ είμαι
γεμάτος.
πίνω αυτό εδώ για όλους εσάς
και για μένα.
είναι περασμένα μεσάνυχτα τώρα κι ένας μοναχικός
σκύλος ουρλιάζει μες στη
νύχτα.
κι είμαι τόσο νέος όσο κι η φωτιά που ακόμα
καίει
τώρα.
ψυχρό καλοκαίρι
όχι όσο άσχημα θα μπορούσε
αρκετά άσχημα πάντως: μία μέσα μία έξω
απ' το νοσοκομείο, μία μέσα μία έξω από
το γραφείο του γιατρού, να κρέμομαι
από μια κλωστή: είναι σε ύφεση
τώρα, όχι, περίμενε, 2 καινούρια
κύτταρα εδώ, και τα αιμοπετάλιά
σου είναι πολύ χαμηλά.
μήπως έπινες πάλι;
θα πρέπει μάλλον να πάρουμε
άλλο ένα δείγμα νωτιαίου μυελού
αύριο.
ο γιατρός είναι απασχολημένος, η
αίθουσα αναμονής στο τμήμα
καρκίνου είναι φίσκα στον κόσμο.
οι νοσοκόμες είναι ευχάριστες,
αστειεύονται μαζί μου.
σκέφτομαι ότι αυτό είναι ωραίο, ν' αστειεύεσαι την ώρα
που βρίσκεσαι στη σκοτεινή
κοιλάδα του θανάτου.
η γυναίκα μου είναι μαζί μου.
λυπάμαι για τη γυναίκα μου, λυπάμαι
για όλες τις
γυναίκες.
ύστερα είμαστε κάτω
στο πάρκινγκ.
μερικές φορές οδηγεί αυτή.
μερικές φορές οδηγώ εγώ.
τώρα οδηγώ εγώ.
είναι ένα ψυχρό καλοκαίρι.
ίσως να πρέπει να κολυμπήσεις
λίγο όταν φτάσουμε στο σπίτι,
λέει
η γυναίκα μου.
η μέρα σήμερα είναι πιο ζεστή
απ' ό,τι συνήθως.
αμέ, λέω και κατευθύνομαι έξω
από το πάρκινγκ.
είναι γενναία γυναίκα, κάνει
σαν όλα να είναι
όπως συνήθως.
μα τώρα πρέπει να πληρώσω για όλα εκείνα
τα άσωτα χρόνια·
κι ήταν τόσα πολλά
από δαύτα.
ο λογαριασμός πρέπει πια να εξοφληθεί
και θα δεχθούν μόνο
μια τελική
πληρωμή.
έτσι κι αλλιώς πάντως μάλλον
θα κολυμπήσω λίγο.
το πρώτο ποίημα πάλι
64 μέρες και νύχτες σε αυτό
το μέρος, χημειοθεραπεία,
αντιβιοτικά, αίμα να τρέχει μες
στον καθετήρα.
λευχαιμία.
ποιος, εγώ;
στην ηλικία των 72 είχα αυτή την ηλίθια εντύπωση πως
απλώς θα πέθαινα γαλήνια στον ύπνο μου
αλλά
οι θεοί το θέλουν διαφορετικά.
κάθομαι μπροστά σ' αυτή τη μηχανή, διαλυμένος,
μισοπεθαμένος,
τη Μούσα γυρεύοντας ακόμη,
μα μόνο προσωρινά έχω επιστρέψει·
και τίποτα δεν μοιάζει να είναι ίδιο.
δεν ξαναγεννήθηκα, γυρεύω
μόνο
λίγες ακόμη μέρες, λίγες ακόμη νύχτες,
σαν
αυτήν
εδώ.
παρακαλώ
μες στη νύχτα τώρα να σκεφτόμαστε τα χρόνια και τις
γυναίκες που έφυγαν και χάθηκαν για πάντα
και να μη μας νοιάζει για τις γυναίκες που έφυγαν, και να μη μας νοιάζει καν για τα χρόνια
που χάθηκαν για πάντα
να μπορούσαμε
μόνο να βρούμε λίγη γαλήνη τώρα ένα χρόνο γαλήνης, ένα μήνα
γαλήνης, μια βδομάδα γαλήνης
όχι γαλήνη για τον κόσμο μόνο λίγη εγωιστική γαλήνη
για μένα
για να ξαπλώσω μέσα της σαν σε πράσινο ζεστό
νερό, μόνο λίγη, μόνο μια ώρα, λίγη
γαλήνη, ναι, μες στη νύχτα μες στη νύχτα καθώς σκεφτόμαστε
τα χρόνια που χάθηκαν και τις γυναίκες που έφυγαν μέσα σ' αυτή τη νύχτα
μέσα σ' αυτή την πολύ μακριά
σκοτεινή και μοναχική
νύχτα.